10 Απριλίου 2021

Απ’ τα «Ρουμπαγιάτ» του Ομάρ Καγιάμ – μετ. από τα Γαλλικά: Κίμωνα Τζάλλα

Τα «Ρουμπαγιάτ» (περσική λέξη που σημαίνει τετράστιχα) ο Ομάρ Ιμπν Ελ Καγιάμ, γνωστός απλούστερα ως Ομάρ Καγιάμ, τα έγραψε τον ενδέκατο αιώνα μ.Χ. στις ώρες της αργίας του (ήταν διάσημος στην εποχή του αστρονόμος, μαθηματικός φίλος στενός του βεζίρη του Σουλτάνου) δημιούργησε εκείνο που του χάρισε την αθανασία: Αυτά τα 170 τετράστιχά του. Είναι εκπληκτικό (όπως συμβαίνει με όλα τα μεγάλα έργα) ότι τόσοι αιώνες που πέρασαν, δεν μετρίασαν καθόλου όχι μόνο τη λυρική ακτινοβολία του ποιητικού έργου του Πέρση ποιητή, αλλά ούτε την επικαιρότητά του. Απόδειξη ότι το πρόβλημα του ανθρώπου παραμένει το ίδιο στη διαδρομή του στον πλανήτη μας. Γιατί τα «Ρουμπαγιάτ» είναι το πικρό απόσταγμα ολόκληρου του βίου ενός ευαίσθητου, λεπτού, ευγενικού ερευνητή, που η αγωνία του άλυτου μεταφυσικού προβλήματος της ανθρώπινης ύπαρξης, σε συνάρτηση με το ακατανόητο, κουραστικό και πολλές φορές αποκρουστικό φαινόμενο της ζωής, τον ώθησαν τελικά στην  α ρ ν η τ ι κ ή  του στάση απέναντί της. Ο Καγιάμ (όπως και ο Βούδας) πιστεύει ότι καλύτερα στον άνθρωπο είναι να μην γεννιέται ποτέ!
Η μετάφραση των «Ρουμπαγιάτ» (όχι όλων, των αξιολογότερων κατά την κρίση μου) έγινε από Γαλλικό πεζό κείμενο και φυσικά όχι σε ποιητική μορφή.


Ας υποθέσουμε πως έλυσες το αίνιγμα της δημιουργίας σου. Ποιο είναι το πεπρωμένο σου; Ας υποθέσουμε ότι γύμνωσες απ’ όλα της τα πέπλα, την Αλήθεια. Ποιο είναι το πεπρωμένο σου; Άς υποθέσουμε πως έζησες ευτυχισμένος ένατό χρόνια και θα ζήσεις άλλα εκατό. Ποιο είναι το πεπρωμένο σου;

Πότε γεννήθηκα; Πότε θα πεθάνω;
Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να θυμηθεί τη μέρα της γέννησής του και να μάθει τη μέρα του θανάτου του. Έλα, λυγερή μου αγαπημένη! (Στη μέθη, θέλω να λησμονήσω, ότι ποτέ δεν θα μάθουμε τίποτα...)

Ο άπειρος κόσμος: Ένας κόκκος σκόνης στο διάστημα. Όλη η σοφία των ανθρώπων: Λόγια. Οι λαοί, τα ζώα, τα λουλούδια των εφτά κλιμάτων: Σκιές. Το καταστάλαγμα της ακατάπαυστης σκέψης: Τίποτα.

Πέρ’ από τη Γη, πέρ’ από το άπειρο, αναζήτησα να βρω τον παράδεισο και την κόλαση. Μια φωνή γεμάτη επισημότητα μου είπε: «Ο Παράδεισος και η Κόλαση είναι εντός σου».

Γρήγορες σαν το νερό τού ρυακιού, σαν τον άνεμο της ερήμου, οι μέρες μας φεύγουν. Δυο μέρες μονάχα μ’ αφήνουν αδιάφορο: Αυτή που πέρασε, κι αυτή που θάρθει αύριο.

Δεν βαδίζει στερεά στο Δρόμο, ο άνθρωπος που δεν έδρεψε τον καρπό της Αλήθειας. Αν μπόρεσε να τον πάρει, από το δέντρο της Επιστήμης, ξέρει ότι, οι μέρες που περνούν κι οι μέρες που θα περάσουν. Δεν διαφέρουν σε τίποτα, από την πρώτη μέρα, ύστερ’ από τη Δημιουργία.

Σ’ αυτό τον κόσμο, αρκέσου νάχεις λίγους φίλους. Μη ζητήσεις να κρατήσεις πολύ, τη συμπάθεια που μπορεί να δοκιμάσεις για κάποιον. Προτού σφίξεις το χέρι ενός άνθρωπου, διαρωτήσου μήπως αυτό το χέρι, σε χτυπήσει μια μέρα.

Ξέρεις πως δεν έχεις καμιάν ισχύ στο πεπρωμένο σου. Λοιπόν γιατί η αβεβαιότητα του αύριο να σε γεμίζει αγωνία; Αν είσαι σοφός, επωφελήσου από την παρούσα στιγμή. Το μέλλον; Τι θα σου φέρει;

Κ ο ί τ α ξ ε  μ’ επιείκεια τους ανθρώπους που καυχώνται. Πες στον εαυτό σου ότι έχεις κι άλλα ελαττώματα. Αν θέλεις να γνωρίσεις την ειρήνη, τη γαλήνη, σκύψε σ αυτούς που η ζωή ξέσκισε, στους ταπεινούς που αναστενάζουν στην ατυχία τους, και τότε θα νοιώθεις ευτυχισμένος.

Αφού αγνοείς αυτό που θα ‘ρθεί Αύριο, προσπάθησε να γίνεις ευτυχισμένος, σήμερα. Πάρε ένα λαγήνι κρασί, κάθισε στο φως του φεγγαριού, λέγοντας στον εαυτό σου πως αύριο, το φεγγάρι, μάταια ίσως θα σε αναζητήσει.

Όλος ο κόσμος ξέρει, ότι δεν μουρμούρισα ποτέ, την παραμικρότερη προσευχή. Όλος ο κόσμος ξέρει ακόμα, ότι δεν προσπάθησα ποτέ να κρύψω τα σφάλματά μου. Αγνοώ αν υπάρχει Δικαιοσύνη ή Άφεση αμαρτιών... Μολοντούτο, έχω εμπιστοσύνη, γιατί υπήρξα πάντοτε ειλικρινής.

Τι αξίζει περισσότερο; Να κάθεσαι σε μια ταβέρνα κι ύστερα να εξετάζεις τη συνείδησή σου ή να γονατίζεις στο τέμενος, με την καρδιά σφαλιστή; Δεν γνιάζουμαι να μάθω αν υπάρχει ο Κύριος και τι θα κάνει με μένα, στην ώρα της Κρίσης.

Άκου αυτό το μεγάλο μυστικό. Όταν η πρώτη αυγή φώτισε τον κόσμο, ο Αδάμ ήταν κι όλα μια πονεμένη ύπαρξη που καλούσε τη νύχτα, που καλούσε το θάνατο.

Διερωτάμαι τι κατέχω στ’ αλήθεια. Διερωτάμαι τι θα διασωθεί από μένα, ύστερ’ από το θάνατό μου. Ή ζωή μας είναι σύντομη, όπως μια πυρκαγιά! Φλόγες που ο διαβάτης λησμονάει, στάχτη που ο άνεμος σκορπίζει: ένας άνθρωπος έζησε.

Όλοι οι άνθρωποι θέλουν να πάρουν το δρόμο που οδηγεί στη Γνώση. Αυτό το δρόμο, άλλοι τον αναζητούν, άλλοι λένε πώς τον βρήκαν. Αλλά μια μέρα, μια κραυγή θ’ ακουστεί: «Δεν υπάρχει ούτε δρόμος, ούτε μονοπάτι!».

Μου λεν: «Μην πίνεις Καγιάμ!» Απαντάω: «Όταν πίνω, ακούγω αυτό που μουρμουρίζουν τα ρόδα, οι τολύπες, τα γιασεμιά. Ακούω ακόμα, αυτό που κι η αγαπημένη μου δεν μπορεί να μου πει»

Φίλε, μη κάνεις κανένα σχέδιο για την αυριανή μέρα. Μπορεί να ξέρεις μονάχα αν θα τελειώσεις τη φράση που άρχισες; Αύριο, θάμαστε ίσως μακριά απ’ αυτό το πανδοχείο, ίδιοι μ’ εκείνους που έχουν χαθεί εδώ κι εφτά χιλιάδες χρόνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: