27 Απριλίου 2021

Άνθρωποι στη φτέρη [Ηλίας Βενέζης]

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΗ ΦΤΕΡΗ

Διήγημα τού ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ γραμμένο για τον «Ορειβατικό» και αφιερωμένο στην Ρένα και στον Όμηρο Δημίδη.

Το φθινόπωρο είχε έρθει.
Η ορειβατική ομάδα είχε φτάσει αργά τη νύχτα στο μοναστήρι των Ταξιαρχών στη Φτέρη. Ο καιρός ήταν στη βροχή. Ο άγριος βράχος με το χαλασμένο παλιό μοναστήρι του Αγίου Λεοντίου, τυλιγμένος στο πούσι που το κινούσε βίαιος άνεμος, σφάνταζε σα φοβερή θεότητα που ξαναβρήκε την αταραξία της πάνω στα ερείπια της χριστιανικής λατρείας.
— Θα  μας βοηθήσει ο καιρός για την ανάβαση αύριο; ρώτησε τον οδηγό ο αρχηγός της ομάδας. Τι λες, μπαρμπα-Θύμη;
— Ο Θεός το ξέρει, είπε. Τέτοια εποχή το βουνό μας έχει πάντα σύννεφα. Φοβάμαι πως θάμαστε στο πούσι αύριο.
— Κρίμα, είπε μια νέα κοπέλα. Σε 1.800 υψόμετρο θα είχαμε σπάνιο θέαμα. Δεν είναι έτσι;
— Ω, ναι! με καλόν καιρό θα βλέπατε όλα τα βουνά του Μωριά. Το Χελμό, τον Ερύμανθο, το Παναχαϊκό, και πέρα απ’ το κανάλι, τα μεγάλα βουνά της Ρούμελης, την Γκιώνα, τον Παρνασσό, τον Ελικώνα, τα Βαρδούσια.
Έλαμψε το μάτι του, όπως ονομάτιζε τα βουνά. Τ’ άσπρα μαλλιά του πήραν κι αυτά φως.
— Τα ξέρεις όλα τα μεγάλα βουνά της Ελλάδας, μπαρμπα-Θύμη; ρώτησε η κοπέλα. Τάχεις ανέβει τα βουνά;
Την κοίταξε γαλήνια:
— Ποτές δεν έφυγα απ’ το βουνό μας, είπε. Όλη τη ζωή μου την πέρασα ανεβαίνοντας τον Κλοκό. Απ’ την κορφή του Κλοκού τα έζησα τ’ άλλα τα βουνά. Τα ξέρω σαν να τα είχα πατήσει. Τα ξέρω με σύννεφο, με βροχή, με το χιόνι και με το αστροπελέκι. Τα ξέρω ...
Στάθηκε λίγο, σα να κόμπιαζε.
— Γιατί το βουνό μας είναι δω μέσα, είπε κι έδειξε τα στήθη του. Με το πούσι, και με το χιόνι, και με το αστροπελέκι. Γι’ αυτό είναι δω μέσα όλα τα βουνά.
Πέρασε λίγη ώρα.
— Έχεις πολύν καιρό ν’ ανεβείς στην κορφή, μπαρμπα-Θύμη; Τώρα πια και τα πόδια σου δε θα σε βοηθάνε.
Ναι. Είναι πολύς καιρός. Όλα τα χρόνια του πολέμου δεν είχε ανεβεί. Βέβαια στην κατοχή δε βρίσκονταν ορειβάτες να θέλουν ν’ ανεβούνε στην κορφή. Μα και πριν αρχίσει ο πόλεμος είχε αποτραβηχτεί. Είχε δώσει τη θέση του στο γιό του. Ο γιος του είχε γίνει οδηγός.
— Πού είναι ο γιος σου;
Η ερώτηση μένει μετέωρη στη λίγη σιωπή. Ένα δέντρο ξεριζώνεται, μια φωνή στο δάσος.
— Πού είναι;
— Ο πόλεμος, μουρμούρισε. Τον πήρε ο πόλεμος. Σκοτώθηκε πέρα απ’ τα βουνά.
Είπε: «Πέρα απ’ τα βουνά», σα να ήθελε να τα προστατέψει τα βουνά. Το κακό ήταν πέρα από αυτά, ήταν έξω.
— Λοιπόν, τώρα που ήρθατε εσείς..., είπε και γύρισε τα μάτια του στη μικρή ορειβατική ομάδα. Τώρα που ξαναρχίσατε ν’ ανεβαίνετε τα βουνά, γυρίζω κι εγώ στο βουνό μας. Αφού το παιδί σκοτώθηκε. Ώσπου να μάθω σε κάποιον άλλο το μονοπάτι.
Σε λίγο :
— Ώσπου να πεθάνω, είπε.
Η νύχτα είχε έρθει αργά. Έκανε πολλή ψύχρα. Αποκοιμήθηκαν.
Το πρωί, χαράματα, ξεκίνησαν απ’ το μοναστήρι. Ο γέροντας οδηγός βάδιζε πρώτος. Το πούσι ήταν πηχτό, δεν ξεχώριζες τίποτα σε είκοσι μέτρα. Ο οδηγός έπαιζε αδιάκοπα τα μάτια γύρω του. Όμως περπατούσε με σιγουριά. Ο αρχηγός της ομάδας βάδιζε λίγο πίσω του. Πρόσεξε την ανήσυχη ματιά του.
— Φοβάσαι για το μονοπάτι;
— Όχι, γιε μου. Είναι άλλο.
Κι έπειτα από λίγο:
— Έλεγα σαν άρχισε ο πόλεμος πως δε θα ξανανέβαινα. Κι εδώ, στο μονοπάτι τούτο, πέρασε η ζωή μου. Ξέρω το δέντρο που είναι δω, το δέντρο που είναι πλάι. Κανένα δέντρο δεν είναι σαν το άλλο. Τα δέντρα είναι σαν τα άλογα. Και τώρα που τα ξαναβλέπω...
Ο αρχηγός της ομάδας ήταν ένα παλικάρι ίσαμε εικοσιπέντε χρονώ. Πολύ μελαψό δέρμα, στητό κορμί. Βάδιζε στα βουνά πάντα με κλαδωμένα τα χέρια στο στήθος του, πάντα κοιτάζοντας πέρα, ψηλά, στο διάστημα. Το βουνό έπαιρνε έκφραση στα μάτια του όχι με τις λεπτομέρειες που του εξαφανίζουν το χαρακτήρα, αλλά με τους σχηματισμένους όγκους, με την κίνηση των σκιών και του φωτός που δίνει η απόσταση. Και τώρα ακόμα, που το πούσι τους έκλεινε το διάστημα, τα μάτια του ακουμπούσαν στο πούσι, σα να γράφονταν πάνω του οι όγκοι και το φως.
— Ρένα! φώναξε πίσω του. Προχώρησε λίγο! Έλα κοντά μας!
Είπε στον οδηγό:
— Είναι η γυναίκα μου. Παντρευτήκαμε πριν από δυο μήνες.
Τους έφτασε. Ήταν ένα νέο γεροδεμένο κορίτσι με παράξενη έκφραση.
Τα μήλα του προσώπου της πετάγονταν έξω απ’ το κανονικό μέτρο, τα μάτια της ήταν στενά και μακριά, είχε το θέλγητρο μακρινών τόπων, σα να ερχόταν απ’ την Ασία.
— Καλώς την κόρη μου, είπε ο γερο-οδηγός και την κοίταξε. Βαστάς στο δρόμο;
— Βαστώ, μπαρμπα-Θύμη.
— Το βουνό μας είναι δύσκολο. Απ’ το Μαυρίκι κι απάνω είναι δύσκολο.
— Έχω ανεβεί δύσκολα βουνά.
— Έχεις ανεβεί δύσκολα βουνά;
— Έχω ανεβεί τον Παρνασσό, την Γκιώνα. Έχω ανεβεί στο Μύτικα.
Ο γέροντας την κοίταζε.
— Έφτασες ίσαμε τον Όλυμπο; Αλήθεια κόρη μου; Τ’ ανέβηκες τα βουνά;
— Αλήθεια, παππούλη.
— Αν φύγει το πούσι, σα θάμαστε ψηλά, θα τα δεις τα βουνά απ’ το δικό μας. Θα  σου τα δείξω εγώ...
Στάθηκε λίγο:
— Και θάναι σα να σε οδηγώ εγώ στα βουνά που δεν πήγα. Εσένα που πήγες...
— Κι αν το πούσι δε φύγει; Μπας και γίνει και το πούσι δε φύγει;
Παίξαν ανήσυχα τα μάτια της, το πρόσωπό της. Σα να ήταν να έρθει συμφορά.
— Δεν πειράζει, κόρη μου. Κι αν δε φύγει το πούσι, εσύ θάχεις ανέβει στην κορφή, θα πατήσεις την κορφή. Αυτό σαν το νοιώσεις...
Αργότερα. Είχαν πια πέσει στα πυκνά έλατα. Μαύρα, βαριά, τεράστια ελάτια. Ήταν σε ύψος γύρω στα 1.300 μέτρα.
— Φτάνουμε στο Μαυρίκι, είπε ο γέροντας. Θα κάνουμε στάση στο Μαυρίκι.
— Είναι μεγάλο χωριό;
— Όχι μεγάλο. Είναι πνιγμένο στο μαύρο ελάτι. Το χειμώνα το σκεπάζει το χιόνι, ψυχή ανθρώπου δεν μπορεί να ζήσει κει πάνου σέ τόσο χιόνι. Γι αυτό, μόλις έρθουν οι πρώτες κρύες μέρες, όλοι που ζουν στο Μαυρίκι ξεκινάνε κατεβαίνοντας στα καμπήσια χωριά. Λέω να είναι ακόμα κόσμος στο Μαυρίκι.
Ήταν απίστευτη ησυχία σαν μπήκαν στο Μαυρίκι. Το πούσι ήταν πάντα πολύ πυκνό. Πιρούνιαζε τα κορμιά. Μονάχα απ’ την καμινάδα μιας καλύβας έβγαινε καπνός.
— Εκεί κάποιος θα είναι! είπε ο αρχηγός της ομάδας. Πάμε να στεγνώσουμε.
Ο γέροντας οδηγός κοίταξε προς το μέρος του καπνού. Η καρδιά του χτύπησε.
— Α, ναι, βγαίνει καπνός... Σ’ αυτό το καλύβι.
Η νέα γυναίκα με τα μακριά μάτια ξαφνιάστηκε απ’ τον τόνο.
— Είναι τίποτα σ’ «αυτό» το καλύβι;
— Όχι, τίποτα.
Ο οδηγός έσπρωξε την πόρτα, μπήκε πρώτος. Η γριούλα απ’ το Μαυρίκι καθόταν εκεί μονάχη μπρος στο τζάκι. Ζέσταινε νερό.
— Καλημέρα, Καλή.
Η φωνή κάνει κύματα, ταξιδεύει, αναταράζει τις μέρες, ατελείωτες μέρες που πέρασαν, φέρνει μηνύματα απ’ την άνοιξη, απ’ το καλοκαίρι.
— Εσύ ‘σαι, Θύμη; Τον κοίταξε με γαλήνη, χωρίς ξάφνιασμα. Είναι άλλοι μαζί σου;
Οι ορειβάτες μπήκαν στο καλύβι χαρούμενοι, φωνάζοντας μπρος στο κάλεσμα της φωτιάς.
— Τα παιδιά πάνε στον Κλοκό. Τους πάω στον Κλοκό, είπε, θέλουν να ζεσταθούν λίγο.
— Μετά χαράς! Μετά χαράς! είπε και σηκώθηκε. Ελάτε, παιδάκια μου. Ελάτε στη φωτιά.
Τα παιδιά πλησιάσαν στο τζάκι, βγάλαν τα μάλλινά τους, άρχισαν να τα στεγνώνουν.
— Έλα, Θύμη, είπε η γριούλα. Έλα να κάτσουμε εμείς εδώ.
Βγήκαν στην πόρτα, άφησαν μονάχα τους τα παιδιά. Το πούσι ερχόταν από χαμηλά, περνούσε τα μαύρα έλατα, τους σκέπαζε, ταξίδευε.
— Το έλεγα πως θα ‘ρχόσουν αν ζούσες, ας ήταν και για μια φορά, είπε η γριά γυναίκα. Έχεις ν’ ανεβείς από τότες που ήρθε ο πόλεμος. Δεν ήξερα αν βάσταξες στην πείνα.
- Θα ‘ρχόμουν, της είπε. Δεν ήξερα αν βάσταξες την πείνα. Αν σε πήραν τα χρόνια...
Τότε μόνο το σκέφτηκε:
— Ο γιος σου γιατί δεν είναι; Δεν ανεβαίνει πια ο γιός σου στο βουνό; 
— Πέθανε, της λέει. Σκοτώθηκε.
— Στον πόλεμο;
— Στον πόλεμο.
Μια στιγμή.
— Ρώτησέ με, λοιπόν, και για τους γιούς μου, είπε η γριά.
— Έγινε τίποτα;
— Έγινε, είπε. Πάν’ κι’ οι δυο.
— Στον πόλεμο ;
— Όχι. Οι Γερμανοί. Τους σκότωσαν οι Γερμανοί.
— Α, λοιπόν. Παν κι αυτά...
Πολύ παγωμένο πέρασε: ένα κύμα πούσι.
— Να, λοιπόν, που είσαι πάλι μονάχη.
— Να, λοιπόν, πού είσαι πάλι μονάχος.
Αργότερα:
— Σα να μην πέρασε τόσος καιρός... Όταν για πρώτη φορά πέρασες από δω. Πόσα χρόνια νάναι;
— Ώ! Ποιος το ξέρει; Θάναι σαράντα, θάναι πενήντα...
Στάθηκε λίγο. Εκείνη:
— Δοξασμένο τ’ όνομά του. Δε λέω πως πέρασαν άσχημα τα χρόνια... Ήταν καλός άνθρωπος. Μονάχα...
— Μονάχα;
— Γιατί δε με πήρες τότες, Θύμη, λέει η γριά γυναίκα και προσπαθεί να στηρίξει απάνω του τα μάτια της. Τι έγινε κι άφησες και πέρασε ο καιρός; Και ήρθε ο άλλος...
Παλεύουν οι σκιές, τα ελάτια, το πούσι που δέρνει το χώρο.
— Ήταν το φως, είπε ο γέροντας. Αυτό ήταν.
Πόσοι άνθρωποι ήταν γραφτό τους να δουν το φως; Ένας, δυο το πολύ σέ κάθε γενιά απ’ όσους ζουν στο βουνό της Φτέρης. Κει ψηλά, στην κορφή του Κλοκού, πλάι ακριβώς στο υψόμετρο, 1800 μέτρα, είναι χτισμένο το ξωκλησάκι. Οι άνεμοι που φυσούν κει πάνω είναι φοβεροί, και τ’ Αστροπελέκι, και το χιόνι. Αν ήταν Προφήτης Ηλίας θα  το βαστούσε. Μα το ξωκλήσι είναι της Παναγιάς. Μητέρα είναι, είναι γυναίκα, λοιπόν δεν μπορεί να το βαστάξει σαν έρθουν τα χιόνια και ο άνεμος και το Αστροπελέκι στην κορφή του Κλοκού. Γι αυτό ξεκινά και, πετώντας πάνου απ’ το φαράγγι, κατεβαίνει χαμηλότερα, κει κατά τις πλαγιές που τις προστατεύει από ψηλά ο Χελμός. Εκεί να ξεχειμωνιάσει. Τότε, σαν κατεβαίνει η Μητέρα του Θεού είναι όπως ένα φως. Περνά το φως μέσα απ’ το πούσι πάνω απ’ τα ελάτια, και κατεβαίνει. Σε κάθε γενιά ένας ή δυο άνθρωποι, απ’ όσους ζουν στο βουνό της Φτέρης, είναι γραμμένο να δουν το φως. Την ευλογία του.
— Ήταν το φως, είπε ο γέροντας. Ήταν γιατί είδα τότες το φως. Κι έλεγα να περιμένω.
Έλεγε να περιμένει, να κάμει βιός και νάρθει να τη γυρέψει. Μα ο καιρός πέρασε, βιός δεν έκαμε, και σαν ήρθε να τη γυρέψει τον είχε προλάβει ο άλλος.
— Δεν ήταν φαίνεται ν’ ανταμώσουν οι δρόμοι μας, Καλή. Κι όσο για μένα, ας μην έκαμα το βιός. Σ’ όλη τη ζωή μου ήταν αυτό το φως. Ας μην ήρθε τίποτα. Εγώ όμως όλο περίμενα... Είναι φαίνεται πολύ να έχεις δει το φως μες στο πούσι, κι ύστερα να περιμένεις. Όλο να περιμένεις...
— Είναι πολύ;
— Είναι πολύ, γυναίκα.
Ο αρχηγός της ομάδας βγήκε έξω.
— Ε, μπαρμπα-Θύμη! Λέω πως πρέπει να ξεκινήσουμε.
— Να ξεκινήσουμε, γιε μου.
Ξεκίνησαν. Βάδισαν κάμποσο μέσα στο ελατοδάσος, ανεβαίνοντας. Ύστερα τα δέντρα αραιώσαν. Το πούσι πάντα ήταν πολύ πυκνό.
— Κρίμας, είπε η νέα γυναίκα με το παράξενο πρόσωπο. Στην κορφή δε θα  δούμε τίποτα. Κρίμας!
— Πάλι σου το λέω, είπε ο γέροντας. Μην το θλίβεσαι. Αφού θα πατήσεις την κορφή! Φτάνει να πατήσεις την κορφή.
Αργότερα:
— Σέ λίγο θα  τελειώσει το δάσος, είπε. Σε λίγο θα  δούμε το τελευταίο γέρικο ελάτι. Πάντα αυτό έχει γκυ.
Πάλι, ύστερα από κάμποσα μέτρα :
— Σα στρίψουμε το μονοπάτι. Εκεί είναι.
— Τι είναι κει;
— Εκεί είναι το γέρικο ελάτι.
— Είναι τίποτα ξεχωριστό αυτό το ελάτι; ρώτησε η νέα γυναίκα.
— Εκεί ήμουνα σαν το είδα μες στο πούσι, είπε αργά ο γέροντας. Ήταν η Παναγία πού κατέβαινε απ’ τον Κλοκό. Είδα, εκεί, το φως...
Τους τα είπε με λίγα λόγια. Τα παιδιά επίμεναν να μάθουν λεπτομέρειες. Μα ο γέροντας ολοένα τραβιόταν στον εαυτό του.
— Πιο ύστερα σας λέω, τους παρακάλεσε. Αφήστε με τώρα.
Ξέκοψε λίγο, βάδισε μόνος.
Σε λίγο οι ορειβάτες τον φτάσαν. Το ελάτι ήταν ένα πανάρχαιο δέντρο, ψηλό, με χοντρούς κλώνους, «ισχυρόν, παλίσκιον, αείφυλλον». Στεκόταν εκεί, ατάραχο και βέβαιο, μέσα του περνούσε το πούσι, αυτό έδινε μια κίνηση, μα η κίνηση δεν είχε άλλο σκοπό παρά να επιβεβαιώνει την ακινησία του δέντρου, το δεσμό του με τη γη. Κι από κάτω του, κοιτάζοντας τον κορμό, κοιτάζοντας πέρα απ’ τον κορμό, προς το μέρος που θα ήταν η κορφή, ξεσκούφωτος, με σταυρωμένα χέρια, μόνος με το δέντρο και με το σύννεφο, ο γέροντας προσευχόταν
«Ευχαριστώ. Για κάθε τι που ήρθε καλό. Για κάθε τι που ήρθε κακό. Ευχαριστώ που είδα το φως. Από τότες δεν ήμουνα έρημος. Πάντα είχα να περιμένω. Ευχαριστώ».
Η νέα γυναίκα τον πλησίασε πρώτη. Είδε τα μάτια του που λίγο παίζαν, είδε το κατάλευκο κεφάλι του, τα μαλλιά του που τ’ ανέμιζε ο άνεμος και τα μούσκευε το πούσι.
— Ελάτε, έγνεψε στους άλλους να σεβαστούν την ώρα του ανθρώπου.
Όλα τα παιδιά προχώρησαν σιωπηλά. Στάθηκαν πάρα πέρα και τον περίμεναν. Σε λίγο τους έφτασε.
— Ε, τώρα πάμε. είπε. Τώρα πάμε ίσα για την κορφή.
Κανένας δεν τον ρώτησε πια για την ιστορία του με το φως. Κι αυτός δε μιλούσε. Όμως η περπατησιά του έγινε πιο αλαφρή. Κάποτε μόνο, όταν η νέα κοπέλα με τα μακριά μάτια είπε: «Το σύννεφο δε θα μας αφήσει μήτε στην κορφή», την κοίταξε, και πάλι της το ξαναείπε:
— Όμως θα είμαστε στην κορφή.

Θέλαν λίγο να φτάσουν στο υψόμετρο όταν απότομα το σύννεφο άρχισε να χαμηλώνει. Η κίνησή του γινόταν βίαια, με δυνατό άνεμο που ολοένα το έσπρωχνε χαμηλά, πιο χαμηλά. Όταν φτάσαν στο υψόμετρο, το θαύμα είχε γίνει. Η κορφή του Κλοκού ήταν έξω απ’ το σύννεφο. Από πάνω τους έλαμπε ο ήλιος, ο ουρανός ήταν καταγάλανος. Και από κάτω τους, γύρω τους, πέρα στο διάστημα, όσο μπορούσε να φτάσει το μάτι, μια θάλασσα από άσπρα σύννεφα, ακίνητα, ένα πέλαγος από σύννεφα. Σε μακρινές αποστάσεις γράφονταν πάνω απ’ τα σύννεφα μικρές, στενές λουρίδες γη. Ήταν οι κορφές των μεγάλων βουνών τής Ελλάδας.
Μείνανε έκθαμβοι.
— Α! Αυτό είναι απίστευτο! Τι μεγαλείο!
Η κοπέλα γύρισε προς το γέροντα που έστεκε άφωνος, γαλήνιος, κοιτάζοντας κατά το μέρος του Χελμού.
— Ε, μπαρμπα-Θύμη! είπε και τα μάτια της λάμπαν απ’ τη μαγεία.
— Σου το είπα, κόρη μου. Σαν είναι να φτάνεις στην κορφή, μην απελπίζεσαι. Θάσαι στην κορφή...
— Μα για δες! για δες! είπε στον άντρα της. Για δες τις κορφές! Σα νάναι νησιά! Σα νάναι ένα καινούργιο ελληνικό πέλαγο!
— Έλα να βρούμε ποια βουνά είναι!
Άρχισαν να τα ονοματίζουν, πολεμώντας να προσανατολιστούν. Μα δεν συμφωνούσανε. Άλλος έλεγε πως εκείνο είναι η Γκιώνα, άλλος ο Παρνασσός, άλλος το Βελούχι.
Χάνανε τον μπούσουλα. Το πέλαγο τα σύννεφα έκρυβε το γνώριμο χαρακτήρα των βουνών. Η λουρίδα η γη που φαινότανε κοιταγμένη από ψηλά, μονάχη, ήταν μια νέα όψη, άγνωστη.
— Ελάτε να σας οδηγήσω εγώ, είπε γαλήνια χαμογελώντας ο γέροντας οδηγός. Θυμάσαι που σου το υποσχέθηκα, κόρη μου; Να σε πάω εγώ, που δεν πήγα, στα βουνά πού πήγες.
Κι άρχισε να τούς λέει:
— Εκεί, το μικρό στενό κομμάτι, είναι ο Ελικώνας. Καταντικρύ του είναι ο Παρνασσός. Πλάι του, αυτό, είναι ή Γκιώνα. Πλάι τα Βαρδούσια.
— Α, ναι! Αυτό είναι τα Βαρδούσια, να η σκούφια τους! είπε ο αρχηγός της ομάδας, δείχνοντας τις μύτες απ’ τους δυο χαρακτηριστικούς όγκους του βουνού.
— Και στο Μωριά..., συνέχισε δείχνοντας ο γέρος. Αυτό είναι το Παναχαϊκό, αυτό είναι ο Ερύμανθος, αυτό είναι ο Χελμός. Και πέρα χαμηλά, η γραμμή κατά το νοτιά, είναι ο Ταΰγετος...
Έμειναν να κοιτάζουν με μάτια γεμάτα φως. Ο γέροντας αποτραβήχτηκε. Μπήκε στο ρημαγμένο ξωκλήσι. Η στέγη του είχε πέσει ολάκερη. Τόσα χρόνια πόλεμος! Στο ιερό, πεσμένη καταγής, ήταν η εικόνα της Παναγίας. Έσκυψε, τη σήκωσε, τη φίλησε, την απόθεσε στην Αγία Τράπεζα.
«Σ’ ευχαριστώ πάλι, είπε. Που με αξίωσες, τότες, να σε δω. Που με
αξίωσες να σέ σηκώσω τώρα, στο τέλος.»

Κατάβαση. Πέρασαν πάλι απ’ το Μαυρίκι. Ο καιρός δεν τους έπαιρνε να μείνουν. Σύντομα θα νύχτωνε.
— Θα πω, μια στιγμή, καλή νύχτα, είπε ο γερο-οδηγός κι έδειξε το καλύβι.
— Θα  ρθω κι εγώ μαζί σου, είπε η νέα γυναίκα με τα παράξενα μάτια.
— Εμείς οι άλλοι θα περιμένουμε εδώ.
Τράβηξαν στο καλύβι, η γυναίκα κι ο γέροντας. Το τζάκι άναβε, το ξύλο που καιγόταν έκανε θόρυβο. Το μόνο θόρυβο. Και πλάι η γριούλα της ερημιάς.
— Εσύ ‘σαι;
— Εγώ.
— Είσαι μονάχος;
— Είναι και το κορίτσι. Ήρθαμε να σέ χαιρετήσουμε.
— Έλα, Θύμη, είπε.
Σηκώθηκε. Τα γόνατα τρέμαν, οι στιγμές τρέμαν.
— Έρχεται το κρύο, είπε ο γέροντας. Μπορεί να μη με ξαναδείς. Δεν ξέρω πια αν θα ξανανεβώ. Δεν ξέρω αν θα τον βγάλω το χειμώνα φέτος.
— Κι εγώ, λέει η γριά γυναίκα. Λέω πως το κρύο έρχεται. Δεν ξέρω αν θα  το βαστάξω φέτος.
Ησυχία. Το ξύλο, η φωτιά, η ώρα που τελειώνει.
— Ε, καλή νύχτα, Καλή. Έχε γειά, Καλή.
— Ε, καλή νύχτα Θύμη. Έχε γειά, Θύμη.
Έφερε τα χέρια της στα μάτια, αργά, κάτι να κρύψει. Γύρισε στη νέα.
— Ο Θεός μαζί σου, κόρη μου, είπε. ο Θεός μαζί σου.
Ύστερα, σα να το θυμόταν τότε μόλις:
— Άμποτες, στη μοίρα σου να είναι να δεις το φως... είπε. Άμποτες το φως να σ’ ευλογήσει...
Και πάλι:
— Άμποτες πάντα να περιμένεις...
Γύρω τα ελάτια ήταν μαύρα και το σύννεφο έτρεχε μες στους πανάρχαιους κλώνους.

1946



2 σχόλια:

Βερμπάσκο Άκαυλο είπε...

Γιώργο, στον Κλωκό έκανα την πρώτη μου ορειβασία. Μαθήτρια στο λύκειο. Λίγο μετά, το 2007, κάηκε τελείως. Δεν έχω ξαναπάει. Δυο φίλοι που πήγαν πέρσι είπαν ότι είναι σχεδόν φαλακρό.

Καλό Πάσχα και καλή Ανάσταση!

Γιώργος Πρίμπας είπε...

Καλημέρα. Τι να πω; Κρίμα. Το 2007 κάηκε όλη η Ελλάδα.
Αντεύχομαι!
Σε ευχαριστώ πολύ. Να σαι καλά!