Ο Τυφώνας
«Τα πουλιά είμαστε της επερχόμενης καταιγίδας»
August Spies
August Spies
Άμπωτη• άνεμος σαρώνει την ακτή•
Η λευκή άμμος καίει γυμνή κάτω απ’ έναν ήλιο φλογερό•
Η θάλασσα παραπονιέται, αλλά είν’ αδύναμη η τρανή της φωνή.
Η λευκή άμμος καίει γυμνή κάτω απ’ έναν ήλιο φλογερό•
Η θάλασσα παραπονιέται, αλλά είν’ αδύναμη η τρανή της φωνή.
Οι οδύνες σου πικρές, ω! Άνθρωπε,
Και τα βάρη
Δύσκολο να τ’ αντέξεις!
Βαριεστημένα επιβαρύνει, ω! Άνθρωπε,
Όλος ο πόνος
Της τρυπημένης σου καρδιάς, πληγωμένης και σχισμένης!
Αλλά ακόμα η ώρα σου δεν ήρθε,
Κι η μουρμούρα σου κλαψούρισμα.
Εγκατέλειψε την άμμο σου!
Δεν είν’ ακόμα η ανάσα σου καυτή,
Για εκδίκηση να ξεφυσά•
Να πνέει από τα σηκωμένα χέρια πάνω.
Και τα βάρη
Δύσκολο να τ’ αντέξεις!
Βαριεστημένα επιβαρύνει, ω! Άνθρωπε,
Όλος ο πόνος
Της τρυπημένης σου καρδιάς, πληγωμένης και σχισμένης!
Αλλά ακόμα η ώρα σου δεν ήρθε,
Κι η μουρμούρα σου κλαψούρισμα.
Εγκατέλειψε την άμμο σου!
Δεν είν’ ακόμα η ανάσα σου καυτή,
Για εκδίκηση να ξεφυσά•
Να πνέει από τα σηκωμένα χέρια πάνω.
Παλίρροια• ο ανεμοδείκτης σιγανά γυρνά•
Τα βραδιά σύννεφα συνταράσσουνε το εκτυφλωτικό φως•
Λευκές κορφές στα κύματα – η βαθειά τής θάλασσας φωνή δυναμώνει.
Τα βραδιά σύννεφα συνταράσσουνε το εκτυφλωτικό φως•
Λευκές κορφές στα κύματα – η βαθειά τής θάλασσας φωνή δυναμώνει.
Θυμός στην καρδιά σου, ω! Άνθρωπε!
Και ματωμένη
Φωνάζει οργισμένα μ’ αυξανόμενο μίσος!
Τα ευλαβικά σου χέρια ενωμένα, ω! Άνθρωπε,
Για να προσευχηθείς
Παγωμένος ακόμα στη δυστυχία!
Ο Θεός μένει στα βογκητά σου κουφός:
Τώρα διογκώνεται
Σε μια τεράστια πνιχτή κραυγή•
Ένα σκοτεινό καταιγίδας σύννεφο,
Προς τα πίσω εκτρέπεται τώρα
Απ’ τον κουφό εκείνο ουρανό!
Και ματωμένη
Φωνάζει οργισμένα μ’ αυξανόμενο μίσος!
Τα ευλαβικά σου χέρια ενωμένα, ω! Άνθρωπε,
Για να προσευχηθείς
Παγωμένος ακόμα στη δυστυχία!
Ο Θεός μένει στα βογκητά σου κουφός:
Τώρα διογκώνεται
Σε μια τεράστια πνιχτή κραυγή•
Ένα σκοτεινό καταιγίδας σύννεφο,
Προς τα πίσω εκτρέπεται τώρα
Απ’ τον κουφό εκείνο ουρανό!
Η παλίρροια την ακτή πλημμυρίζει• άνεμος βρυχάται απ’ τον ορίζοντα πέρα,
Η λευκή άμμος με τα λευκά στροβιλίζεται κύματα•
Μέτωπο κεραυνών κι αστραπών τη θάλασσα σαρώνει!
Η λευκή άμμος με τα λευκά στροβιλίζεται κύματα•
Μέτωπο κεραυνών κι αστραπών τη θάλασσα σαρώνει!
Η οργή σου δυνατή ΄ναι, ω! Άνθρωπε,
Στη μανία της
Τους τυράννους σου κάτω ρίχνει!
Εσύ τιμωρείς, ω! Άνθρωπε.
Πολύ γρήγορα,
Τώρα που το μίσος σου φουντώνει:
Η ώρα σου επιτέλους ήρθε•
Εσύ υπέρκορη αγωνία,
Εκεί που γυμνός ο εαυτός σου!
Όχι πια στη σιωπή σου.
Ο Θεός διπλώθηκε και γονατίζει.
Απαντάς με τη δική σου προσευχή.
Στη μανία της
Τους τυράννους σου κάτω ρίχνει!
Εσύ τιμωρείς, ω! Άνθρωπε.
Πολύ γρήγορα,
Τώρα που το μίσος σου φουντώνει:
Η ώρα σου επιτέλους ήρθε•
Εσύ υπέρκορη αγωνία,
Εκεί που γυμνός ο εαυτός σου!
Όχι πια στη σιωπή σου.
Ο Θεός διπλώθηκε και γονατίζει.
Απαντάς με τη δική σου προσευχή.
The Hurricane
“We are the birds of the coming storm.”
August Spies
The tide is out, the wind blows off the shore;
Bare burn the white sands in the scorching sun;
The sea complains, but its great voice is low.
Bitter thy woes, O People,
And the burden
Hardly to be borne!
Wearily grows, O People,
All the aching
Of thy pierced heart, bruised and torn!
But yet thy time is not,
And low thy moaning.
Desert thy sands!
Not yeat is thy breath hot,
Vengefully blowing;
It wafts o’er lifted hands.
The tide has turned; the vane veers slowly round;
Slow clouds are sweeping o’er the blinding light;
White crests curl on the sea — its voice grows deep.
Angry thy heart, O People!
And its bleeding
Fire-tipped with rising hate!
Thy clasped hands part, O People,
For thy praying
Warmed not the desolate!
God did not hear thy moan:
Now it is swelling
To a great drowning cry;
A dark wind-cloud, a groan,
Now backward veering
From that deaf sky!
The tide flows in, the wind roars from the depths,
The whirled-White sand heaps with the foam-white waves;
Thundering the sea rolls o’er its shell-crunched wall!
Strong is thy rage, O People,
In its fury
Hurling thy tyrants down!
Thou metest wage, O People.
Very swiftly,
Now that thy hate is grown:
Thy time at last is come;
Thou heapest anguish,
Where thou thyself wert bare!
No longer to thy dumb.
God clasped and kneeling.
Thou answerest thine own prayer.
(Sea Isle City, New Jersey, August 1889)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου