19 Απριλίου 2021

The Road Builders [Voltairine de Cleyre]

Οι Χτίστες των Δρόμων

Ποιοι χτίσανε τους όμορφους δρόμους;» αναρωτήθηκε ένας φίλος τής κατεστημένης τάξης, καθώς περπατούσαμε μια μέρα κατά μήκος τού σκυροστρωμένου δρόμου στο Fairmount Park.)

Να κοπιάζουνε τους είδα κάτω από ‘ναν ήλιο φλογερό,
Τ’ ανόρεχτα, σκοτεινά τους πρόσωπα προς τις πέτρες γέρνανε,
Τα ροζιασμένα τους χέρια εργαλεία γραπώνανε χοντροκομμένα,
Οι στρογγυλεμένοι τους ώμοι στο στέρνο τους στενεύαν,
Του ίδρωτα οι στάλες ως μεγάλες επώδυνες στάζανε χάντρες. 
Είδα κάποιονε να πέφτει με το μέτωπο στο βράχο,
Με το απροστάτευτό του χέρι να σφιχτοκρατά το φτυάρι,   
Και το χαλαρό του στόμα γεμάτο χώμα.  

Και νεκρός ήτανε.
Ευγενικά οι σύντροφοί του γύρισαν το πρόσωπό του, μέχρι που
Ο έντονος ήλιος έλαμπε σκληρά πάνω του στα μάτια,
Ορθάνοιχτα, προς τον άκαρδο ουρανό καρφωμένα.
Το αίμα στην οδοντωτή πέτρα να ρέει εξακολουθούσε•
Αλλά είχε τελειώσει.  Ήταν αναμφίβολα νεκρός:
Οδηγημένος στο θάνατο κάτω απ’ τον καυτό ήλιο,
Οδηγημένος στο θάνατο πάνω στον που ‘φτιαχνε δρόμο. 
  
«Ήρωας» δεν ήταν• αυτός• ένας φτωχός, μαύρος άντρας,
«Το θέλημα τού Θεού» παίρνοντας και τίποτα ζητώντας•
Έτσι να τον σκέφτεστε, όταν πίσω απ’ τ’ αλόγου σας τα πόδια
Σπινθήρες θα ξεπηδάνε από τον λαμπερό δρόμο•
Σκεφτείτε πως γι’ αυτόν Το Δρόμο, τον συνηθισμένο,
Έν’ ανθρώπινο πλάσμα πέθανε• ένα δώρο τού αίματος,
Σ’ έναν κόσμο που τον ξεπερνά χωρίς να του πει καν ευχαριστώ.
Μα δεν ήταν ένας τυχαίος, αγράμματος κι άψυχος πια; Καλά...
Άνθρωπος είν’ ακόμα• και συ πάνω απ’ τη σορό του οδηγείς.


The Road Builders

"Who built the beautiful roads?" queried a friend of the present order, as we walked one day along the macadamized driveway of Fairmount Park. (*)

I saw them toiling in the blistering sun,
Their dull, dark faces leaning toward the stone,
Their knotted fingers grasping the rude tools,
Their rounded shoulters narrowing in their chest,
The sweat dro's dripping in great painful beads.
I saw one fall, his forehead on the rock,
The helpless hand still cluthcing at the spade,
The slack mouth full of earth.

And he was dead.
His comrades getnly turned his face, until
The fierce sun glittered hard upon his eyes,
Wide open, staring at the cruel sky.
The blood yet ran upon the jagged stone;
But it was ended. He was quite, quite dead:
Driven to death beneath the burning sun,
Driven to death upon the road he built.

He was no "hero", he; a poor, black man,
Taking "the will of God" and asking naught;
Think of him thus, when next your horse's feet
Strike out the flint spark from the gleaming road;
Think that for this, this common thing, The Road,
A human creature died; 'tis a blood gift,
To an o’erreaching world that does not thank.
Ignorant, mean and soulless was he? Well--
Still human; and you drive upon his corpse.

Philadelphia, 24 July 1900

(*) macadamized road: δρόμος κατασκευασμένος με στρώματα από μικρές κατάλληλα σπασμένες και συμπιεσμένες μεταξύ τους πέτρες.


Δεν υπάρχουν σχόλια: