07 Ιουλίου 2021

Γιατί είμαι Αναρχική [Voltairine de Cleyre, μετ. Γιάννης Γ. Μπαζός]

ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΑΝΑΡΧΙΚΗ (1893)

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΤΑ ΜΕΣΑ και οργάνωσαν τη σημερινή εκδήλωση δίνοντάς μου την ευκαιρία να απευθυνθώ σε σας, πρότειναν πως ο ευκολότερος και πλέον φυσικός τρόπος να εξηγήσω τον Αναρχισμό, θα ήταν να πω: «Για ποιο λόγο εγώ η ίδια είμαι Αναρχική».
Για να είμαι ειλικρινής, δεν είμαι σίγουρη πως έχουν απόλυτο δίκιο σ’ αυτό το θέμα, κι αυτό γιατί εξηγώντας τους λόγους που «Εγώ έγινα Αναρχική», θα εμπλέξω ένα μεγάλο κομμάτι της δικής μου προσωπικότητας στο θέμα, αναφέροντας αιτίες που είναι μεν ικανές και αναγκαίες για μένα, αλλά που πιθανώς δεν είναι ικανές να απαντήσουν στο ερώτημα: «Γιατί και οι άλλοι άνθρωποι θα έπρεπε να είναι Αναρχικοί;», που είναι και το ζητούμενο σε αυτή τη δημόσια ομιλία.
Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος πείστηκα και ακολούθησα την υπόδειξή τους, σκεπτόμενη πως έχουν κάποιο δίκιο, με την έννοια ότι κάθε άνθρωπος έχει την τάση να βάζει περισσότερο συναίσθημα και περισσότερη ελευθερία στους προσωπικούς του λόγους, παρά σε εξιδανικευμένες γενικεύσεις.
Στο ερώτημα λοιπόν «Γιατί είμαι Αναρχική;» θα μπορούσα εντελώς επιγραμματικά να απαντήσω: «Γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς!»
Δεν μπορώ να είμαι ανειλικρινής με τον εαυτό μου. Οι συνθήκες της ζωής με πιέζουν. Πρέπει με κάθε τρόπο να αξιοποιήσω το μυαλό μου. Δεν με ικανοποιεί η απλοϊκή άποψη που αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως ένα κουβάρι γεγονότων, μέσα από τα οποία απλά περιδιαβαίνω – λες και περιδιαβαίνω τους γεμάτους ράφια διαδρόμους ενός γιγαντιαίου καταστήματος έχοντας σαν μόνη αποστολή να ψωνίσω και να φύγω.
Ούτε μπορώ να δέχομαι αδιαμαρτύρητα να μου υπαγορεύουν οι άλλοι τι να κάνω, γιατί ο μηχανισμός της σκέψης μου αρνείται να σιωπήσει. Δεν ικανοποιείται πλέον με αιώνιες επαναλήψεις. Αντιλαμβάνεται ότι οι καινούριες συνθήκες συνεπάγονται και νέα καθήκοντα. Αντιλαμβάνεται πως τα πράγματα έχουν αλλάξει, και πως μια απάντηση που κάποτε δόθηκε σε ένα ερώτημα πριν από χίλια, δύο χιλιάδες ή τέσσερις χιλιάδες χρόνια, δεν ταιριάζει ούτε ισχύει σήμερα. Χρειάζεται μια νέα απάντηση, που να ταιριάζει στο εδώ και τώρα.
Οι άνθρωποι όμως που είναι διανοητικά εφησυχασμένοι, και κλωσούν αυτάρεσκα το ίδιο διανοητικό «αυγό» σ’ όλη τους τη ζωή, ποτέ δεν αντιλαμβάνονται αυτή την ιδιαιτερότητα των διανοητικά ενεργών ανθρώπων. Λένε λοιπόν για τους Αναρχικούς πως είναι ταραξίες, άγριοι, βίαιοι και τραμπούκοι, που ζηλεύουν την επιτυχία των άλλων στη ζωή, και πως η θέση τους είναι στις φυλακές και στα φρενοκομεία.
Δεν καταλαβαίνουν – γιατί το χοντροκομμένο ταπεραμέντο τους δεν τους το επιτρέπει – πως η «ασφάλεια και η κοινωνική ειρήνη» που επικαλούνται, έχουν οριστικά διαταραχθεί από κάποια καινούρια δεδομένα, τα οποία κάποιοι άνθρωποι μεγαλύτερης πνευματικής εμβέλειας έχουν αποφασίσει να αναδείξουν και να αναλύσουν. Επιδεικνύοντας λοιπόν – για άλλη μια φορά – το τετριμμένο πλέον διανοητικό τους φλέγμα αντιστρέφουν την πραγματικότητα, και αντικαθιστώντας το αίτιο με το αιτιατό, κατηγορούν τους Αναρχικούς (τους Σοσιαλιστές, και όλους τους οικονομικούς μεταρρυθμιστές) σαν δημιουργούς αυτού που οι ίδιοι δημιούργησαν.
Η αντίληψη ότι οι Αναρχικοί – ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί – είναι αδαείς, είναι χονδροειδώς κατασκευασμένη. Για πολλά χρόνια, όμως, κανείς δεν μπήκε καν στον κόπο να αναρωτηθεί αν η αντίληψη αυτή είναι λανθασμένη. Εμείς, όμως, που είμαστε αρκετά χρόνια στο κίνημα, παρατηρήσαμε μια σταδιακή αλλαγή της εντύπωσης σ’ αυτό το θέμα, όχι με περίσσεια υπομονή είναι αλήθεια. Γενικά δεν είμαστε υπομονετικοί τύποι, τουλάχιστον μέχρι να αναγνωριστεί δημόσια το γεγονός ότι παρόλο που αρκετοί Αναρχικοί είναι ίσως αμόρφωτοι, και κάποιοι – ελάχιστοι – ίσως και ανεγκέφαλοι, η μεγάλη πλειονότητα είναι άνθρωποι με ευρεία μόρφωση και έντονη πνευματική δραστηριότητα, που γυρίζουν ανά την υφήλιο θέτοντας καίρια διαλεκτικά ερωτήματα για διάφορα ζητήματα.
Μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς, όπως ο Ελιζέ, η Έλλη και ο Πολ Ρεκλί, ο Πιοτρ Κροπότκιν, ο Έντουαρντ Κάρπεντερ, ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, Ντάνιελ Μπρίντον, σας διαβεβαιώνω πως είναι άνθρωποι μεγάλης επιστημονικής εμβέλειας.
Βέβαια η πνευματική δραστηριότητα από μόνη της δεν θα αρκούσε, γιατί η ευφυΐα μπορεί να δραστηριοποιηθεί σε διάφορες κατευθύνσεις, αλλά το αντικείμενο κάθε δραστηριότητας εξαρτάται και από άλλα στοιχεία που το συνθέτουν.
Ο δεύτερος λόγος λοιπόν «που είμαι Αναρχική», είναι ότι διαθέτω ένα πλούσιο συναισθηματικό φορτίο. Μ’ αυτή μου τη δήλωση σίγουρα θα δυσαρεστήσω κάποιους συντρόφους μου Αναρχικούς που θα προτιμούσαν να προχωρήσω κατευθείαν στη λογική. Είμαι πρόθυμη όμως να δεχθώ τη δυσαρέσκειά τους γιατί πιστεύω πως είναι μεγάλο λάθος των ανθρώπων μας – ειδικά των Αμερικανών Αναρχικών που εκπροσωπούνται από τον Μπέντζαμιν Ρ. Τάκερ – να απορρίπτουν το συναίσθημα.
Η ανθρωπότητα στο σύνολό της αποτελείται από εννέα μέρη συναίσθημα και ένα μέρος λογική σκέψη. Οι αποκαλούμενοι όμως «σοφιστές Αναρχικοί» με μεγάλη έπαρση υπερεκτιμούν αυτό το ένα δέκατο και επιλέγουν να υποτιμούν τα υπόλοιπα εννέα δέκατα. Όσοι όμως έχουν μελετήσει την ανθρώπινη ψυχολογία συνειδητοποιούν το εξής: «Τα συναισθήματά μας είναι τα φιλτραρισμένα και δοκιμασμένα αποτελέσματα όσων προσπαθειών έχει καταβάλει η νόηση στο παρελθόν για την προσαρμογή του ατόμου στο περιβάλλον». Το ασυνείδητο του ανθρώπου είναι μια τεράστια δεξαμενή που δέχεται το τελικό προϊόν των προσπαθειών της συνείδησης, αυτού του λαμπρού, απαστράπτοντος και πεφωτισμένου σημείου στο οποίο επικεντρώνεται η πνευματική δραστηριότητα, και το οποίο όμως τελικά είναι ένα μικρό κομμάτι του ανθρώπινου όντος. Οπότε αν απορρίπτουμε το συναίσθημα, πρέπει να απορρίψουμε και τη λογική πεποίθηση, αφού το πρώτο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διατήρηση των παρελθυσών προσπαθειών της δεύτερης.
Τα συναισθήματά μου λοιπόν πάντα επαναστατούσαν ενάντια σε κάθε μορφής καταπίεση, ακόμα και όταν το πνεύμα μου – καθοδηγούμενο πάντα από τους συντηρητικούς δασκάλους μου – μου υπαγόρευε πως η καταπίεση ήταν δικαιολογημένη. Ακόμα και όταν το σκεπτόμενο κομμάτι μου προσπαθούσε να με πείσει πως δεν ήταν λάθος κανενός που κάποιος είχε τόσο πολλά αγαθά που δεν προλάβαινε ούτε σε δύο ζωές να τα καταναλώσει, ενώ την ίδια στιγμή κάποιος άλλος είχε τόσο λίγα που έπρεπε να πεθάνει από το κρύο και την πείνα, τα συναισθήματά μου δεν καταλάγιαζαν. Ύψωναν μια ατέλειωτη διαμαρτυρία ενάντια σ’ αυτή την «ουράνια διακυβέρνηση» που διαχειριζόταν τα γήινα ζητήματα με τόσο φρικτό τρόπο.
Τα συναισθήματά μου δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι ένα ανθρώπινο πλάσμα μπορεί να υπάρχει χάρη στη φιλανθρωπία ενός άλλου ανθρώπινου όντος. Αισθανόμουν πως η σύνθεση της κοινωνίας θα έπρεπε να είναι τέτοια, ώστε κάθε άνθρωπος που θα ήθελε να εργαστεί να δικαιούται να ζήσει με σχετική αφθονία, και πως κανένας δεν δικαιούται να έχει «πολλά περισσότερα» από οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο. Επιπλέον, το ένστικτο της ελευθερίας επαναστατούσε αυθόρμητα όχι μόνον ενάντια σε κάθε οικονομική υποτέλεια αλλά και στα αποτελέσματα αυτής, δηλαδή στους ταξικούς διαχωρισμούς.
Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι του μεροκάματου – και χαίρομαι γι’ αυτό – κι εγώ μεγάλωσα σε ένα από αυτά τα μικρά χωριά όπου οι ταξικές διαφορές δεν είναι τόσο έντονες όσο στις μεγαλουπόλεις. Υπήρχε όμως παρ’ όλα αυτά η κρατούσα άποψη που ήθελε κάποια άτομα να έχουν δικαιωματικά καλύτερη μοίρα, καλύτερη φήμη, καλύτερες απολαβές από όλους τους άλλους. Αυτά τα άτομα ήταν συνήθως οι γιοι και οι κόρες των καλών οικογενειών ή των αρχόντων. Εκείνη την εποχή δεν είχε ακόμα ριζώσει μέσα μου η πίστη πως η κατοχή πλούτου από κάποιους και ο κοινωνικός αποκλεισμός όλων των άλλων είναι λάθος. Παρ’ όλα αυτά είχα ενστικτωδώς την αίσθηση ότι υπήρχε μεγάλη αδικία όσον αφορά τις ευκαιρίες για μόρφωση που δίνονταν σε ανθρώπους που δεν τις άξιζαν ούτε μπορούσαν να τις αξιοποιήσουν, μόνον και μόνον επειδή οι γονείς τους ήταν πλούσιοι. Επρόκειτο για μια εσωτερική διαμαρτυρία – όπως είπε τότε ένας μικρός μου φίλος – «ενάντια σε ανθρώπους με εγκεφάλους των 500 δολαρίων που λάμβαναν μόρφωση 5.000 δολαρίων», την ίδια ώρα που μερικά από τα πιο έξυπνα παιδιά των φτωχών αναγκάζονταν να σταματούν το σχολείο για να πάνε στη δουλειά. Το ίδιο γινόταν και με όλα τα υπόλοιπα υλικά θέματα.
Πέρα όμως απ’ όλα αυτά, ένιωθα και μια άγρια λαχτάρα να απελευθερωθώ από κάθε συμβατικό τρόπο ομιλίας και ντυσίματος, και συνηθειών. Ένιωθα βαθιά απέχθεια για την καταπίεση των αληθινών συναισθημάτων του ανθρώπου και την ταυτόχρονη διαιώνιση της κοινότοπης υποκρισίας που διέτρεχε το σύνολο σχεδόν των κοινωνικών σχέσεων, και είχα πλήρη συναίσθηση πως αυτό που ονομάζεται «κοινωνική αβρότητα» έπαιρνε κατά καιρούς διάφορες ανόητες μορφές δίχως περιεχόμενο και πραγματική εγκαρδιότητα.
Στο ντύσιμο επίσης, είχα πάντα την εντύπωση πως αυτές οι άσχημες μόδες με τις οποίες κατά καιρούς διαστρεβλώνουμε τα σώματά μας, μας επιβλήθηκαν από μια ηλίθια αντίληψη πως πρέπει όλοι να μοιάζουμε με τον «ανώνυμο καθένα» που φοράει κολάρο το καλοκαίρι και ντεκολτέ τα Χριστούγεννα, φοράει λάστιχα μανσέτες στα μανίκια του σήμερα και καμπούρα στην πλάτη του αύριο, ακολουθώντας την κυρίαρχη «μόδα» που ντύνει με «ψαροκόκαλο» τους ψηλούς ωραίους κυρίους σήμερα και με «καρό» τους κοντόχοντρους κυρίους αύριο, στερώντας έτσι την ευκαιρία στον κάθε άνθρωπο να εκφράσει την προσωπικότητά του, και να διαλέξει το στιλ του ελεύθερα, σύμφωνα με το δικό του γούστο.
Είχα επίσης πάντα τον διακαή πόθο για κάτι καλύτερο στη μόρφωση, από αυτό το επιβαλλόμενο άκαμπτο πρόγραμμα της βαθμοθηρίας όπου το μυαλό του κάθε παιδιού συγκρίνεται με το μυαλό ενός άλλου, και κανόνας είναι η ομαδοποίηση, η στοίχιση, η ομοιομορφία και η αρίθμηση ξανά και ξανά. Καμία πρωτοτυπία στη δουλειά των δασκάλων. Μόνον η ίδια λιμνάζουσα στάθμη. Ο αιώνιος «μέσος όρος».
Παράλληλα με όλα αυτά, υπήρχε μια διαρκής αναζήτηση για οτιδήποτε καινούριο και ζωντανό στη λογοτεχνία, και μια ανείπωτη βαρεμάρα για την ανακύκλωση των ίδιων ιδεωδών στη νουβέλα, το θέατρο, την αφήγηση, την ιστορία.
Ένιωθα λοιπόν μια απέχθεια για την «πτωχή πλην τίμια κοπέλα» με τα όμορφα μαλλιά και τα γαλανά μάτια που λατρεύει έναν «μελαχρινό πλούσιο άντρα» με μαύρα μάτια, και τον οποίο έπειτα από πολλές δυσκολίες – που δημιουργεί κάποια αντίζηλος – τελικά παντρεύεται και ζει μαζί του ευτυχισμένα.
Ένιωθα μια επιθυμία να βγουν στο προσκήνιο χαρακτήρες που θα είχαν και κάποιον άλλο ρόλο εκτός του να επιδεικνύουν την ερωτομανία τους. Χαρακτήρες που θα είχαν και κάποιον άλλο σκοπό στη ζωή εκτός του να περιδιαβαίνουν στις σελίδες ενός βιβλίου με μόνο σκοπό να παντρευτούν στο τέλος.
Την ίδια αίσθηση είχα κι όταν διάβαζα περιγραφές ταξιδιωτικών εμπειριών. Ήλπιζα να βρει ο αφηγητής να μας διηγηθεί κάτι παραπάνω από τον τουριστικό θαυμασμό του για τις ντόπιες φορεσιές που έβλεπε για πρώτη φορά ή για κάποιο εξωτικό φαγητό που δεν είχε δοκιμάσει ποτέ στην πατρίδα του. Είχα την επιθυμία να μάθω περισσότερα για τις συνθήκες ζωής, τα όνειρα, τις φιλοδοξίες και τις δραστηριότητες αυτών των παράξενων ανθρώπων.
Και πάλι ένιωθα την ίδια ανησυχία διαβάζοντας Ιστορία. Επαναστατούσα με όλες αυτές τις λεπτομερείς αναλύσεις που αφορούσαν τα ανδραγαθήματα των στρατηγών, τις κινήσεις των στρατευμάτων, τις ενθρονίσεις και τις εκθρονίσεις βασιλιάδων, τις δολοπλοκίες των αυλικών, την αποθέωση και την εκδίωξη των παρατρεχάμενων, την απαρίθμηση εκλογών και ψηφισμάτων, την εναλλαγή διακυβερνήσεων.
Ένιωθα να γεννιέται μέσα μου ένα εύλογο ερώτημα: «Τι έκαναν οι απλοί άνθρωποι όλο αυτό το διάστημα;», «Τι έκαναν αυτοί που δεν πήγαν στον πόλεμο;», «Πώς σχετίζονταν; Πώς ζούσαν; Τι αισθάνονταν; Τι ονειρεύονταν;» Και τέλος: «Τι θα είχαν να πουν, να τραγουδήσουν και να εξιστορήσουν αυτοί οι απλοί άνθρωποι;»
Και όταν τελικά έπεσαν στα χέρια μου μια νουβέλα σαν την «Ιστορία μιας Αφρικανικής Φάρμας», κάποιο δράμα όπως «Ο Εχθρός τον Λαού» ή «Τα Φαντάσματα», ένα ιστορικό έργο όπως «Η Ιστορία του Λαού της Αγγλίας» του Γκριν, βίωσα μια υπερβατική εμπειρία, αφήνοντας πίσω όλες αυτές τις παλιές τετριμμένες φόρμες, τις προαιώνιες απαγορεύσεις, τη στενοκεφαλιά όλων αυτών των παλαιών σχολών και προτύπων, και ξαφνικά αισθάνθηκα πως επιτέλους συναντούσα κάτι νέο, ευρύ και αναπτυσσόμενο.
Το ίδιο συνέβαινε και με τη γλυπτική ή τη ζωγραφική. Ένιωθα μια διαρκή απογοήτευση βλέποντας όλες αυτές τις συμβατικές και τυποποιημένες πόζες, τα συμβατικά θέματα, την καλλιτεχνική ατολμία που έπαιρνε σάρκα και οστά στο απαραίτητο «φύλλο συκής» των γυμνών σωμάτων. Από κάτω υπήρχε πάντα η δίψα για ελευθερία της κίνησης, η ανάγκη για γονιμότερα θέματα, το αίτημα να απεικονιστεί επιτέλους η γονιμότητα του γυναικείου κορμιού, υπήρχε ανάγκη για χαλάρωση, απενοχοποίηση και αποβολή της αιδούς.
Πάνω απ’ όλα, όμως, ένιωθα αποστροφή για τον προκαθορισμένο ρόλο που κάθε γυναίκα υποχρεωνόταν να παίξει στην καθημερινή ζωή της. Είτε στον τομέα της παραγωγικής διαδικασίας, είτε στο οικιακό περιβάλλον, είτε στο εκπαιδευτικό σύστημα, είτε στα «ιδανικά» και τα στερεότυπα που αναπαρήγαν εις βάρος της τα διαφημιστικά ταμπλό, «ιδανικά» που απλώς αντανακλούσαν τον ίδιο τους τον εαυτό. Ένιωθα μια βαθιά πίκρα γι’ αυτή την αδικία και ασέβεια που γινόταν στο πρόσωπο της γυναίκας. Ένιωθα οργή για τους θεσμούς που οι άνδρες είχαν δημιουργήσει προκειμένου να «διατηρήσουν τη γυναικεία αγνότητα», ενώ στην πραγματικότητα επιδίωκαν να καταστήσουν τη γυναίκα ένα «μωρό» πλάσμα, μια ανεύθυνη «κούκλα» που δεν θα είχε καμιά δύναμη και αξία. Μια «κούκλα» που ήταν ανάξια εμπιστοσύνης έξω από τα στενά όρια του «κουκλόσπιτού» της. Ένιωθα αηδία για το γεγονός ότι μια νομική και κοινωνική σύμβαση όπως ο γάμος γινόταν το «άβατο» και το «άσυλο» κάθε είδους αγριότητας και θηριωδίας, και ότι η γυναίκα δεν είχε το δικαίωμα να ξεφύγει από τη δυναστεία του συζύγου της χωρίς να προκαλέσει το σκάνδαλο και την περιφρόνηση της κοινωνίας.
Ένιωθα ιερή αγανάκτηση όταν παρά τις δυσκολίες, τα βάσανα και την τυραννία της ανθρώπινης ύπαρξης, και τα δύο φύλα, άνδρες και γυναίκες, έπρεπε να υπακούουν στην παλαιά ισραηλίτικη εντολή του «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε», μόνον και μόνον επειδή η κοινωνία τους το επέτρεπε, χωρίς να αναλογίζονται τη σκλαβιά που θα επωμιστούν οι άτυχοι καρποί του ερωτικού τους πάθους.
Όλα αυτά τα συναισθήματα, αυτή η ενστικτώδης συμπάθεια προς τους βασανιζόμενους, όλη αυτή η λαχτάρα για κάτι ειλικρινές, κάτι που να έχει πραγματικά νόημα, αυτή η ανάγκη για εγκατάλειψη των απολιθωμένων προτύπων, σιγόβραζε μέσα μου δημιουργώντας έναν αδυσώπητο εσωτερικό πόλεμο. Όλα αυτά καθόρισαν το πεδίο στο οποίο στράφηκε η πνευματική μου αναζήτηση και δραστηριότητα. Όλα αυτά απαιτούσαν μιαν απάντηση. Μιαν απάντηση που θα τα συνταίριαζε όλα, δίνοντάς τους μια νέα κατεύθυνση. Μιαν απάντηση που σαν κόκκινο νήμα θα διέτρεχε όλη αυτή την άμορφη και άτακτη μάζα εμπειριών που είχαν συσσωρευτεί στην ψυχή μου.
Ο χώρος της συνειδητής εκλογίκευσης είχε πια οριοθετηθεί. Όλες οι πνευματικές δυνάμεις και ενέργειες είχαν πλέον επιστρατευτεί στην ανεύρεση ενός ιδεώδους που θα δικαίωνε όλες αυτές τις διαμαρτυρίες και θα αναιρούσε τις απογοητεύσεις.
Και πρώτα απ’ όλα, το μεγάλο ζήτημα που υποσκελίζει όλα τα άλλα. Το ζήτημα του ΕΠΙΟΥΣΙΟΥ. Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι κάθε πρόταση για θεραπεία των δεινών της φτώχειας ήταν έως τώρα επιτυχής μόνον σε τοπικό επίπεδο, και μόνον για σύντομες περιόδους, αφού εξαρτάται από την «καλή θέληση» των ιδιωτών εργοδοτών και την ευσπλαχνία των πιστωτών. Η δύναμη της αυτόβουλης εργασίας θα βρίσκεται πάντα στα χέρια των λίγων. Το θέμα δεν είναι να βρεθεί ένας τρόπος να ανακουφιστεί πρόσκαιρα η πίεση ούτε να εξαρτώνται οι άνθρωποι από την καλοσύνη ή την ευσπλαχνία των άλλων, αλλά να μπορεί ο καθένας ξεχωριστά να σταθεί στα πόδια του.
Η μελέτη της ιστορίας των λαϊκών κινημάτων φανερώνει ότι ενώ οι αγώνες του παρελθόντος ήταν κατά βάση πολιτικοί όσον αφορά στη μορφοποίηση του αντικειμένου τους, και οδήγησαν στην ανατροπή μιας πολιτικής διακυβέρνησης και την αντικατάστασή της από μια άλλη, τα βαθύτερα αίτια της αγανάκτησης υπήρξαν πρωτίστως οικονομικά και αφορούσαν τη μεγάλη ανισότητα στην κατοχή υλικών αγαθών μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Ακόμα και εκείνες οι εξεγέρσεις που υποκινήθηκαν γύρω από κάποιον θρησκευτικό ηγέτη, ήταν σε τελική ανάλυση εξεγέρσεις των χωρικών ενάντια σ’ έναν τυραννικό γαιοκτήμονα όπως την Εκκλησία, που τους άρπαζε τη «δεκάτη».
Είναι εξαιρετικά δύσκολο για έναν Αμερικανό που έχει γαλουχηθεί με τις παραδόσεις της Επανάστασης, να αντιληφθεί το γεγονός ότι η επανάσταση αυτή πρέπει να καταχωριστεί και να συγκριθεί επακριβώς μαζί με άλλες επαναστάσεις και η αξία της να αποτιμηθεί επακριβώς βάσει των αποτελεσμάτων της, όπως αυτά καταγράφηκαν. Είμαι κι εγώ Αμερικανή και ως εκ τούτου ήμουν κι εγώ προσκολλημένη σ’ αυτές τις παραδόσεις, όσο οποιοσδήποτε άλλος. Πίστευα πως αν υπήρχε τρόπος να θεραπευτεί το ζήτημα της φτώχειας, το αμερικανικό Σύνταγμα σίγουρα θα έβρισκε τον τρόπο να το κάνει. Χρειάστηκε πολλή σκέψη πάνω στο θέμα και ένας αμφίρροπος αγώνας ανάμεσα στην προκατάληψη και την εκλογίκευση για να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η πολιτική διακήρυξη της Αμερικής ήταν κενή περιεχομένου. Γιατί μπορεί η διακήρυξη των ίσων δικαιωμάτων στα χαρτιά να αποτέλεσε μιαν εξέλιξη για την ανθρώπινη υπόθεση καθώς αποκρυστάλλωνε ένα αόριστο ιδεώδες, όμως τελικά κατέληξε σε μια ειρωνεία κάτω από το βάρος των γεγονότων.
Γιατί αυτό που χρειαζόταν ο λαός για να είναι ελεύθερος, είναι το δικαίωμα στις πρώτες ύλες. Γιατί μια «ελεύθερη χώρα» της οποίας όλες οι πλουτοπαραγωγικές πηγές έχουν ήδη λεηλατηθεί, δεν είναι καθόλου ελεύθερη.
Γιατί κάθε άνθρωπος που αναγκάζεται να υποταχθεί σ’ ένα πολύπλοκο σύστημα εργασίας – εξάρτησης, που κάποιες αόρατες δυνάμεις έχουν στήσει, προκειμένου να μπει στην παραγωγική διαδικασία και να βγάλει το ψωμί του, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ελεύθερος.
Γιατί αυτοί που εξουσιάζουν τις πρώτες ύλες και τα μέσα παραγωγής, εξουσιάζουν κατ’ επέκταση και τις ζωές των συνανθρώπων μας, καθορίζοντας ακόμη και τον τρόπο που οι συνάνθρωποί μας ψηφίζουν, κι έτσι η κάλπη από «θεματοφύλακας των ατομικών ελευθεριών» μετατρέπεται σε ένα πρόσθετο εργαλείο καταπίεσης στην υπηρεσία των εχόντων. Το ίδιο γίνεται και με την αρχή της πλειοψηφίας, όπου και όταν εφαρμόζεται. Στην πραγματικότητα είναι μια μικρή μειοψηφία που ασκεί την εξουσία, στο όνομα της ονομαστικής πλειοψηφίας. Η μόνη επιθυμητή και δίκαιη κοινωνική συνθήκη, θα ήταν εκείνη στην οποία κανείς δεν θα αναγκαζόταν να αποδεχθεί ένα καθεστώς με το οποίο δεν συμφωνεί.
Αφού είναι λοιπόν ξεκάθαρο πως για να είναι κανείς ελεύθερος πρέπει να έχει ελευθερία πρόσβασης στις πηγές και στα μέσα παραγωγής, προκύπτει και το ερώτημα: «Ποια είναι αυτά τα μέσα και οι πηγές; Και πώς ένας απλός άνθρωπος -που τώρα του αρνούνται την πρόσβαση- θα φτάσει σ’ αυτά;»
Εδώ λοιπόν προκύπτουν ποικίλες προτάσεις από διαφορετικές σχολές σκέψης. Όλες όμως ανεξαιρέτως συμφωνούν σε ένα πράγμα: «Πως η γη, και ό,τι υπάρχει στην επιφάνειά της και στα έγκατά της, είναι η φυσική κληρονομιά όλων μας, και πως κανένας άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να την κατοχυρώσει από πριν ούτε να την παραχωρήσει στους κληρονόμους του, στους διαχειριστές του, στους εκτελεστές της διαθήκης του και στους διορισμένους του».
Έτσι τίθεται το πρακτικό ερώτημα: Πώς αυτή η γη μπορεί να δουλευτεί; Πώς μπορούν να χτιστούν πάνω σ’ αυτή τη γη σπίτια, σχολεία κι εργοστάσια; Το ερώτημα αυτό ανέδειξε με τη σειρά του αρκετές αντικρουόμενες απόψεις.
Πρώτα οι Σοσιαλιστές (δηλαδή το σοσιαλιστικό ρεύμα που είναι κυρίαρχο στη χώρα μας) που ισχυρίζονταν ότι η γη πρέπει να γίνει ιδιοκτησία του Κράτους και η διαχείριση και διανομή της να γίνονται από μια επιτροπή που θα αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία της κοινότητας που ενδιαφέρεται άμεσα για τη γη αυτή. Ωστόσο το δικαίωμα αναδιανομής της γης παραμένει διαρκώς στα χέρια του Κράτους και κανείς δεν μπορεί επωφεληθεί – από ένα πολύ καλό κομμάτι γης – έναντι των υπολοίπων, αφού όλο το πλεόνασμα θα συλλέγεται από το Κράτος και θα ξοδεύεται για το κοινωνικό όφελος. Για να το κατορθώσουν αυτό οι Σοσιαλιστές προτείνουν τη χρήση του υπάρχοντος πολιτικού μηχανισμού, που αποτελεί – όπως ισχυρίζονται – ένα δοκιμασμένο πολιτικό αντανακλαστικό απέναντι στην οικονομία του καπιταλισμού. Το ίδιο παλιό, καλό σχέδιο. Ψηφίζουμε τους δικούς μας ανθρώπους μέσα σ’ αυτόν το μηχανισμό, και όταν αποκτήσουμε την πλειοψηφία, τότε με νομοθετική πράξη αποσπούμε την ιδιοκτησία από τους ιδιοκτήτες, απαλλοτριώνουμε τις εκτάσεις και τις κηρύσσουμε περιουσία όλων.
Εξετάζοντας αυτό το πρόγραμμα, δεν ικανοποιήθηκα ούτε από το τελικό αποτέλεσμα ούτε από τη διαδικασία του. Διότι από το τελικό αποτέλεσμα γίνεται φανερό πως το κάθε άτομο πάλι θα χρειαζόταν την άδεια κάποιου για να εργαστεί. Συνεπώς θα γινόταν έρμαιο των αποφάσεων κάποιων γραφειοκρατών, και θα έμπλεκε σε έναν κυκεώνα κανονισμών και διατάξεων χωρίς τέλος. Πως ενώ θα μπορούσε να έχει περισσότερες απολαβές και ανέσεις, αυτές θα τις έπαιρνε από έναν «ανοιχτοχέρη διανεμητή», ο οποίος θα διέθετε την απαραίτητη γνώση και αυθεντία του «πώς» να κάνει την αναδιανομή, καθορίζοντας το «πότε» και το «πού».
Επίσης κάθε άνθρωπος θα εργαζόταν, όχι στον τομέα που ο ίδιος – ως άτομο – επέλεξε για τον εαυτό του, αλλά εκεί που οι άλλοι θα αποφάσιζαν ότι είναι αναγκαίο για την κοινωνία. Όσο για τον τρόπο με τον οποίο θα πραγμάτωναν αυτό το νέο σύστημα διανομής ευκαιριών, εδώ η θεωρία εύκολα εξατμίζεται με λίγη έρευνα. Ακούγεται υπερβολικά απλό – γενικά οι Σοσιαλιστές θεωρούνται πρακτικοί άνθρωποι εξαιτίας αυτής της «απλότητας» – να λες: «Ψήφισε τους ανθρώπους σου και άσε τους να νομιμοποιήσουν την απαλλοτρίωση». Αγνοούν το γεγονός ότι η εξασφάλιση μιας «νομοθετικής» πλειοψηφίας είναι μια χρονοβόρα διαδικασία και ότι η διασφάλισή της είναι ασταθής, όταν αυτή τελικώς επιτευχθεί. Αγνοούν τον κίνδυνο ότι οι «άνθρωποί σου» μπορεί να παραμείνουν αδιάφθοροι ή να εξελιχθούν σε συμβιβασμένους μεταπράτες – διαχειριστές, όπως οι λοιποί πολιτικοί. Αγνοούν το γεγονός ότι οι διοικούντες, μόλις πιάσουν κάποιο πόστο, γίνονται επιρρεπείς σε ανήθικες προτάσεις και επιδιώξεις, σαν το μικρό αγόρι που θα κάνει τα πάντα για να φτάσει το βάζο με το γλυκό.
Αλλά ακόμα κι αν όλα αυτά ξεπεραστούν, οι Σοσιαλιστές και όλοι οι διοικητικοί νομοθετικοί μεταρρυθμιστές είναι καταδικασμένοι να αντιμετωπίσουν το εξής πρόβλημα: Αποδεχόμενοι τις υπάρχουσες συνταγματικές μεθόδους, θα έρθουν αργά ή γρήγορα αντιμέτωποι με τη δικαστική εξουσία, όπως συνέβη και στο παρελθόν με μεταρρυθμίσεις μικρότερης κλίμακας. Οι δικαστές, από τη μεριά τους, ενεργώντας μέσα στα αυστηρά συνταγματικά πλαίσια, δεν θα έχουν το δικαίωμα να εκφράσουν από καθέδρας την προσωπική τους γνώμη για το αν η μεταρρύθμιση είναι σωστή ή λάθος. Το μόνον που μπορούν να αποφασίσουν είναι αν είναι ή όχι συνταγματικά ορθή. Είναι λοιπόν σίγουρο ότι μια απόπειρα ευρείας απαλλοτρίωσης των γαιών των ιδιωτών προς όφελος του κράτους θα θεωρηθεί αντισυνταγματική. Ποιο θα είναι λοιπόν το αποτέλεσμα όλης αυτής της νόμιμης, πολιτικής, συνταγματικής, εκλογικής προσπάθειας; Το αποτέλεσμα θα είναι να καταλήξεις στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησες.
Μια άλλη σχολή μεταρρυθμιστών υποστηρίζει ότι η ιδιοκτησία γης μπορεί να μείνει κατ’ όνομα αλλά να καταργηθεί στην πράξη. Η σκέψη αυτή βασίζεται στη θεωρία της «οικονομικής επινοικίασης» – όχι το ενοίκιο που όλοι ξέρουμε και μας ταλαιπωρεί κάθε μήνα, αλλά ένα ενοίκιο που απορρέει από τη διφορούμενη φύση της εντοπιότητας.
Ξεκινώντας με την πρόταση ότι οι αξίες της γης δημιουργούνται και καθορίζονται από την κοινότητα και όχι από το άτομο, η λογική αυτής της ιδέας έχει ως εξής: Τα πλεονεκτήματα που παράγονται από όλους δεν πρέπει να μονοπωλούνται από έναν, αλλά όταν μια τοποθεσία αφιερώνεται σε κάποια αγροτική χρήση για κάποιο χρόνο, τότε το άτομο ή η επιχείρηση που εδρεύει εκεί πρέπει να πληρώνει στο κράτος τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε μια καλή και μια κακή σοδειά, και το ποσό αυτό θα χρησιμοποιείται για δημόσιες βελτιώσεις.
Αυτό το σχέδιο φορολόγησης λένε πως θα ωθούσε τους κερδοσκόπους της γης είτε να αφήσουν τα ακαλλιέργητα χωράφια τους να περιέλθουν στα χέρια του κράτους, το οποίο με τη σειρά του θα τα εκχωρούσε – μέσα από δημόσιο πλειστηριασμό – στον υψηλότερο πλειοδότη, είτε θα τους ωθούσε να τα ξεχερσώσουν, να τα βελτιώσουν και να τα καλλιεργήσουν δίνοντας έτσι απασχόληση στους ντόπιους αγρότες, ενδυναμώνοντας την οικονομία και αναζωογονώντας την αγορά κλπ. Μετά από πολλές συζητήσεις είναι πεπεισμένοι ότι μεγάλες ακαλλιέργητες και αναξιοποίητες εκτάσεις γαιών θα απελευθερώνονταν ή θα έφερναν προσόδους από τις ενοικιάσεις ορυχείων, από την εκμετάλλευση τω υδάτινων πηγών ενέργειας κλπ. και – πάνω απ’ όλα – από την επέκταση των πόλεων.
Επεξεργάστηκα διεξοδικά αυτή την πρόταση και έφτασα στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει.
Πρώτον, διότι δεν προσφέρει καμιά ευκαιρία στον άνθρωπο που δεν έχει τη δυνατότητα να πλειοδοτήσει για ένα κομμάτι γης, ενώ αντίθετα εγώ αυτό τον άνθρωπο θέλω να βοηθήσω.
Δεύτερον, αυτή η θεωρία της «οικονομικής επινοικίασης» είναι διάτρητη από παντού. Γιατί ενώ είναι προφανές ότι κάποια κομμάτια γης είναι ανώτερα από κάποια άλλα για τον άλφα ή βήτα λόγο, από την άλλη η ανακάλυψη αυτής της ανωτερότητας έγκειται στο άτομο. Μια τοποθεσία ακατάλληλη για εργοστάσιο κατασκευής τούβλων, μπορεί να είναι κατάλληλη για καλλιέργεια λαχανικών. Εδώ όμως χρειάζεται το διορατικό βλέμμα κάποιου για να μπορέσει να το διακρίνει. Αυτή η θεωρία λοιπόν παραμένει ασαφής, αφού εξαρτάται εξίσου τόσο από το άτομο όσο και από την παρουσία της κοινότητας. Μια κοινότητα λοιπόν θα είχε περισσότερα να χάσει διατηρώντας μια σειρά κρατικών υπηρεσιών που θα είχαν ως αποστολή να συλλέξουν αυτό το ασαφές κέρδος, από το να μην έχει καθόλου τέτοιες υπηρεσίες.
Τρίτον, αφού η διάθεση της κρατικής γης θα ήταν στα χέρια κάποιων κρατικών λειτουργών, ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αυτοί οι λειτουργοί δεν θα ευνοούσαν τους φίλους τους εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος, όπως γίνεται και τώρα.
Και κάτι τελευταίο – αλλά όχι ασήμαντο. Το επιχείρημα ότι «όσοι έχουν μεγάλες ιδιοκτησίες θα εξαναγκαστούν ή να τις εγκαταλείψουν ή να τις βελτιώσουν» και ότι «αυτή η βελτίωση θα ενισχύσει την επιχειρηματικότητα και την απασχόληση των ανέργων» με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι το ζήτημα της γης δεν μπορεί να λυθεί από μόνο του, διότι περιλαμβάνει και το ζήτημα του «πώς ένας άνθρωπος ο οποίος δεν δουλεύει απευθείας τη γη, αλλά μετασχηματίζει την πρώτη ύλη σε βιομηχανικό προϊόν, θα μπορέσει να καρπωθεί το προϊόν του μόχθου του».
Το πρόγραμμα του Ενιαίου Φόρο [Ενιαίος Φόρος (Single Tax): Πρόκειται για ένα σύστημα φορολόγησης, που βασίζεται σε έναν μοναδικό φόρο. Ο Ενιαίος Φόρος προτάθηκε από τον οικονομολόγο μεταρρυθμιστή Χένρι Τζορτζ (1839 – 1897) και ήταν ένας φόρος βασισμένος στην αξία της γης.] δεν προβλέπει τίποτα γι’ αυτόν, κι έτσι απλά συνεχίζει να πουλάει τον εαυτό του στον εκάστοτε εργοδότη του. Αυτή λοιπόν θα είναι η ανακούφιση για τον άνθρωπο που δεν έχει τα χρήματα να κατοχυρώσει γη. Νέα εργοστάσια θα ανοίξουν, θα υπάρχει ζήτηση εργατικού δυναμικού, άρα θα υπάρξει και αύξηση μισθών. Ωραίο πρόγραμμα! Το γεγονός παραμένει πως έτσι «κανείς δεν θα προσλαμβάνει κάποιον να δουλέψει γι’ αυτόν, αν δεν βγάλει περισσότερο κέρδος απ’ όσο πλήρωσε για να το παραγάγει». Έτσι ο φαύλος κύκλος της αγοραπωλησίας και της ανταλλαγής θα οδηγήσει στο ότι «ο άνθρωπος που πληρώθηκε λιγότερο από το προϊόν της δουλειάς του» θα έχει και μειωμένη αγοραστική δύναμη – δηλαδή θα μπορεί να αγοράσει όλο και λιγότερα αγαθά – κι έτσι τα αδιάθετα προϊόντα θα συσσωρεύονται και πάλι στα χέρια των καπιταλιστών. Τότε έρχεται ξανά η ανεργία, και ο εργάτης που δεν έχει μέσα και γη είναι σε ακόμα χειρότερη μοίρα απ’ αυτήν που ήταν πριν από την εφαρμογή του Ενιαίου Φόρου.
Αντιλήφθηκα λοιπόν πως χρειαζόταν μια συνολική λύση του εργατικού ζητήματος, που δεν θα χώριζε για άλλη μια φορά τους ανθρώπους σε ιδιοκτήτες γης και μισθωτούς. Σ’ αυτό συνέτεινε το γεγονός ότι είχα πλέον κουραστεί με τις ατέλειωτες συζητήσεις για την ενοικίαση και την επινοικίαση των προνομιούχων χωραφιών και κλήρων. Κατάλαβα ότι γινόταν τόση κουβέντα γιατί οι άνθρωποι συνωστίζονταν στις πόλεις ενώ η πραγματική τους ανάγκη ήταν να ξεχυθούν σ’ όλη τη χώρα. Γιατί δεν πιστεύω ότι τόσα εκατομμύρια άνθρωποι στοιβάζονται σαν σαρδέλες στις πόλεις, μένουν σε σπίτια – κελιά και αναπνέουν μολυσμένο αέρα από επιλογή. Οι άνθρωποι υποφέρουν μέσα στις πόλεις από ανάγκη. Πώς λοιπόν μπορούμε να δώσουμε στον άνθρωπο, που δεν έχει τίποτα εκτός από τα δυο του χέρια, τη δυνατότητα να επιστρέφει στη γη και να την αξιοποιήσει;
Τότε ήρθε μια άλλη σχολή μεταρρυθμιστών οι οποίοι είπαν: «Όλα είναι θέμα χρημάτων! Η ελεύθερη γη δεν έχει κανένα νόημα για τον εργάτη αν δεν μπορεί να κεφαλαιοποιήσει την πίστωση που του δίνεται για να μπορέσει να την αναπτύξει και να την εκμεταλλευτεί. Αυτό είναι το πρόβλημα. Αυτοί που κατέχουν τον χρυσό και το ασήμι, έχουν την ευχέρεια να διαθέτουν το απαραίτητο χρήμα για τις συναλλαγές. Ας αφήσουμε τον χρυσό και το ασήμι. Αν κρατήσουμε όλες τις μορφές πλούτου στην άκρη σαν εγγύηση και τους τίτλους (ομόλογα, μετοχές, πιστώσεις) ως έχουν, να καθορίζονται από μια κοινή τράπεζα, έτσι θα έχουμε τα χρήματα που χρειαζόμαστε για να χρηματοδοτούμε τις δουλειές μας, χωρίς να πληρώνουμε τόκο για τη χρήση ενός ακριβού μέσου συναλλαγής, το οποίο καλύτερα θα ήταν να χρησιμοποιείται για τις τέχνες. Τότε κάθε άνθρωπος που θέλει να επιστρέφει και να δουλέψει τη γη, θα μπορεί να αγοράσει τα απαραίτητα εργαλεία για να δουλέψει τη γη του».
Αυτή η άποψη φαινόταν να έχει κάποια λογική. Αλλά τότε επέστρεψε το αιώνιο ερώτημα: Πώς ένας άνθρωπος που διαθέτει μόνον τον εαυτό του ως εγγύηση και δεν έχει κανένα περιουσιακό στοιχείο θα μπορούσε να ωφεληθεί από αυτή την τράπεζα;
Άλλο θέμα ήταν τα εργαλεία. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος καταφέρνει να αγοράσει κάποια χειρωνακτικά εργαλεία ή κάποια μικρά μηχανήματα απαραίτητα για τη δουλειά του. Τι γίνεται όμως με τα γιγαντιαία μηχανήματα που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία ενός μύλου ή ενός ορυχείου; Εδώ χρειάζονται πολλοί άνθρωποι για να τα λειτουργήσουν. Εάν αυτά τα μηχανήματα ανήκουν μόνον σε έναν, αυτός δεν θα ζητήσει από τους υπόλοιπους να πληρώνουν ποσοστά σ’ αυτόν για να τα λειτουργήσουν;
Έτσι, έπειτα από χρόνια σκέψης πάνω στα διάφορα προβλήματα και στη θεραπεία τους, κατέληξα στα εξής συμπεράσματα.
Πρώτον: Για να αποκτήσει κάποιος ελευθερία χρήσης της γης χωρίς δολοπλοκίες και παρακάμψεις, το μόνο που έχει να κάνει είναι να εγκατασταθεί εκεί και να αρχίσει να τη δουλεύει, έχοντας πάντα κατά νου ότι και κάθε νεοφερμένος έχει το ίδιο δικαίωμα να έρθει να δουλέψει τη γη και να ενσωματωθεί στην κοινότητα των ανθρώπων του μόχθου, όπως ακριβώς και οι πρώτοι που ξεκίνησαν αυτό το εγχείρημα. Όσον αφορά τον καθορισμό και τη διευθέτηση της χρήσης κάθε τοποθεσίας, κάθε κοινότητα πρέπει να είναι απολύτως ελεύθερη να διαμορφώνει τους δικούς της κανόνες. Επίσης δεν πρέπει να υπάρχει κάποιος παράλογος διαχωρισμός – όπως φανταστικές γραμμές οριοθέτησης ιδιοκτησίας πάνω στη γη – έτσι ώστε κάποια άτομα που δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους και πιθανότατα ζουν εκατοντάδες μιλιά μακριά έχοντας άλλες ασχολίες και άλλα έθιμα, να είναι αναγκασμένα να συμμορφώνονται με διάφορους κανονισμούς που δημιουργούν μεταξύ τους. Γιατί ένας τέτοιος ηλίθιος διαχωρισμός ενώνει μεν όσους δεν μπορούν να ενεργήσουν συλλογικά, αλλά ταυτόχρονα κατακερματίζει μια κοινότητα που την ενώνουν ουσιαστικά πράγματα όπως η γειτνίαση, η κοινή απασχόληση, τα κοινά προβλήματα, οι κοινωνικοί δεσμοί.
Δεύτερον: Συμπέρανα ότι όσον αφορά το ζήτημα της συναλλαγής και του χρήματος επικρατεί μεγάλη διχογνωμία – ακόμα και ανάμεσα στους καθηγητές και τους θεωρητικούς οικονομολόγους – ως προς τη φύση της αξίας, το αντίτιμο της αξίας, την προστιθέμενη αξία και τις αμέτρητες διαβαθμίσεις και πολυπλοκότητες αυτού του προβλήματος γενικότερα. Για μένα το καλύτερο που μπορούν να κάνουν οι εργαζόμενοι είναι να οργανώσουν έτσι την παραγωγή ώστε να ξεφορτωθούν το χρήμα διά παντός. Η σκέψη μου είναι απλή, καθώς δεν είμαι περισσότερο έξυπνη ή ηλίθια από κάθε άλλον άνθρωπο. Σκεφτόμουν λοιπόν για χρόνια πάνω σ’ αυτό το θέμα και όταν νόμιζα ότι έβρισκα μια λύση ερχόταν κάποιος μεταρρυθμιστής και μου έδειχνε ότι η λύση αυτή είχε κενά. Έτσι πιστεύω ότι κανένας «πιστωτικός λογαριασμός», καμία «εργατική νομισματική μονάδα», καμία «χρονική επιταγή», καμία «αμοιβαία τραπεζική αξία», καμία «μονάδα σταθερής αξίας» δεν έχει νόημα.
Πόσες χιλιάδες χρόνια θα ζαλίζουμε το μυαλό μας με διάφορες θεωρίες;
Ας γίνει το εξής: Ας μπει ένα τέλος στα μονοπώλια που ασφαλίζουν και εκδίδουν το χρήμα! Ας αφεθεί κάθε κοινότητα να δημιουργήσει κάποιο δικό της χρήμα μεταξύ των μελών της αν το επιθυμεί. Για τους εργαζόμενους, όμως, είναι καλύτερο να καταργηθεί. Καλύτερα να δουλεύουν και να παράγουν όλοι μαζί συνεργατικά, παρά σαν υπάλληλοι και εργοδότες. Καλύτερα να οργανωθούν σε ομάδες που αδελφωμένες θα χρησιμοποιούν όσο χρειάζονται από το προϊόν που παράγουν και θα αποθηκεύουν το περίσσευμα ώστε να το χρησιμοποιούν κι άλλοι όταν το χρειάζονται.
Με την παραγωγή να χωλαίνει στην παρούσα κατάσταση, με τον μισό πληθυσμό άνεργο, με όλο τον μηχανισμό του κέρδους να παρεμποδίζει κάθε βελτίωση στις μεθόδους, έχουμε παρ’ όλα αυτά ό,τι χρειαζόμαστε για να καλύψουμε τις ανάγκες μας, αρκεί να βρούμε έναν τρόπο διανομής. Εάν το καταφέρουμε αυτό, θα δείτε ότι οι δυνατότητάς μας είναι απεριόριστες. Αν ένας εργαζόμενος σήμερα παράγει δεκαπλάσια αξία από αυτήν που μπορεί να καρπωθεί, τότε φαντάζεστε τις δυνατότητες που θα έχει ο απελευθερωμένος εργαζόμενος του μέλλοντος;
Γιατί τότε έχουμε τέτοια ανησυχία για τον ακριβή υπολογισμό των ανταλλακτικών ισοδύναμων; Εφόσον τα προϊόντα επαρκούν και με το παραπάνω, γιατί αυτός ο φόβος μήπως και κάποιος χρησιμοποιήσει κάτι παραπάνω από αυτό που πρόσφερε;
Δεν ανησυχούμε αν κάποιος πιει λίγο νερό παραπάνω – εκτός κι αν έχουμε ναυαγήσει σε κάποιο ξερονήσι – γιατί ξέρουμε ότι υπάρχει αρκετό νερό για όλους. Κι αφού όλες οι περίπλοκες προσπάθειες καθορισμού των ανταλλακτικών ισοδύναμων καταλήγουν στο ότι αυτός που διαθέτει το χρήμα μπορεί να ιδιοποιείται ένα ποσοστό της παραγωγής, δεν είναι καλύτερο να ρισκάρουμε ακόμα και μια μικρή πρόσκαιρη απώλεια στην ανταλλαγή των αγαθών, παρά να διατηρούμε έναν στρεβλό μηχανισμό που υποτίθεται θα εξομαλύνει τις αντιθέσεις ενώ στην πραγματικότητα θα αυτοχρηματοδοτείται για το τίποτα;
Τρίτον: Ας σταθούμε τώρα στο θέμα των μηχανημάτων και του εξοπλισμού. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι αφού η γη δεν είναι προϊόν κανενός, δεν ανήκει και σε κανέναν. Εύκολα επίσης καταλαβαίνει κανείς ότι όταν υπάρχει επάρκεια αγαθών το χρήμα είναι άχρηστο. Στο θέμα των μηχανημάτων όμως χρειάζεται αρκετή σκέψη για να ζυγίσουμε τα υπέρ και τα κατά. Κάθε μηχάνημα, όσο πολύπλοκο κι αν είναι, αποτελεί το καταστάλαγμα της ανθρώπινης εφευρετικότητας διά μέσου των αιώνων. Κανένας δεν το εφηύρε από μόνος του. Κανείς δεν μπορεί να το κατασκευάσει από μόνος του. Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να έχει την αποκλειστική εκμετάλλευση αυτής της συλλογικής κληρονομιάς τόσων γενεών. Καθετί που απαιτεί κοινωνική – συλλογική ευφυΐα για να εφευρεθεί, κάθε τι που απαιτεί κοινωνική – συλλογική δράση για να χρησιμοποιηθεί, πρέπει να είναι ελεύθερα προσβάσιμο για όποιον θέλει να το χρησιμοποιήσει.
Τέταρτον: Αναλογιζόμενη τα αποτελέσματα που θα έχει η απελευθέρωση της γης, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι λόγω της διάσπασης των μεγάλων κοινοτήτων, πολλές μικρές κοινότητες θα αναπτυχθούν. Επίσης πιστεύω πως οι άνθρωποι θα συνειδητοποιήσουν ότι όλη αυτή η αλόγιστη μεταφορά αγαθών από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη, που θεωρείται ο σύγχρονος θρίαμβος της εμπορευματοποίησης, είναι στην ουσία ένας οικονομικός παραλογισμός. Για παράδειγμα, βούτυρο από το Παρίσι εισάγεται στο Λονδίνο και βούτυρο από το Λονδίνο μεταφέρεται στο Παρίσι!
Ένας φίλος μου στη Φιλαδέλφεια έχει μια βιοτεχνία παπουτσιών. Η βιοτεχνία αυτή έχει μεσοτοιχία με το σπίτι ενός Γερουσιαστή του οποίου η γυναίκα παραγγέλνει τα παπούτσια που φτιάχνει ο φίλος μου, μέσω μιας εμπορικής φίρμας του Σικάγο η οποία τα αγοράζει από τη βιοτεχνία του φίλου μου στη Φιλαδέλφεια και τα ταχυδρομεί πίσω στη γυναίκα του Γερουσιαστή, ενώ πολύ πιο εύκολα ένας εργαζόμενος θα μπορούσε να τη φωνάξει και να της δώσει τα παπούτσια χέρι με χέρι πάνω απ’ τη μάντρα. Όπως καταλαβαίνετε, εάν εστιάζαμε σε απλές λύσεις όλο αυτό το σύστημα μεταφοράς εμπορευμάτων θα εξαφανιζόταν, κι όλες αυτές οι διεθνείς υπηρεσίες, τα τελωνεία και οι διεθνείς κανονισμοί θα ήταν παντελώς άχρηστοι.
Γι’ αυτό κι εγώ οραματίστηκα τον εργάτη όχι με τα πόδια βουλιαγμένα μέσα στη λάσπη της φτώχειας να βλέπει το τρένο της ζωής να περνάει μακριά του, αλλά σαν τον Άτλαντα, να σηκώνει τον κόσμο στους ώμους του και να τον απιθώνει απαλά κάτω στη γη, να ανεβαίνει επάνω του, να τον βάζει σε κίνηση μόνος του και να τον περιδιαβαίνει με χαρά, σαν πραγματικός πολίτης του κόσμου. Ονειρεύομαι τον άνθρωπο κυρίαρχο πάνω στα προϊόντα, κι όχι υπόδουλο στα προϊόντα.
Σ’ αυτό το σημείο ανοίγω μια παρένθεση για να διαπιστώσω τι απέμεινε από την κυβέρνηση. Τίτλοι γης, τέλος. Μετοχές, ομόλογα, τίτλοι ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, τέλος. Τι απομένει λοιπόν από το Κράτος; Τίποτα! Είναι ανύπαρκτο ως προς την προστασία του εργάτη και παραμένει διακοσμητικό ως «ρυθμιστής της ηθικής».
Επίσης κατέληξα στο συμπέρασμα πως όλες οι θεωρίες περί της κατωτερότητας των γυναικών είναι σκουπίδια. Πως αν τους δοθεί η ευκαιρία οι γυναίκες είναι εξίσου υπεύθυνες με τους άντρες, εξίσου ικανές να χαράξουν τον δικό τους δρόμο και να παραγάγουν ισότιμα για το κοινό καλό, όπως οι άντρες. Παρατήρησα πως οι γυναίκες που είναι οικονομικά ανεξάρτητες δεν θεωρούν τη γαμήλια τελετή ως ιερή, παρά μόνον αν συμβολίζει τον εσώτερο ψυχολογικό και φυσιολογικό δεσμό που έχουν με τον σύντροφό τους. Εκείνες που είχαν την ατυχία να κάνουν το αρχικό λάθος να παντρευτούν ή να χωρίσουν αργότερα, κατόρθωσαν να απελευθερωθούν από τα δεσμά του γάμου χωρίς να καταφύγουν στον Νόμο. Συνεπώς, ούτε εδώ το Κράτος έπαιξε κάποιον ρόλο. Η μόνη του ανάμιξη ήταν να λύσει τις τυχόν οικονομικές διαφορές των ανθρώπων με τον γνωστό βάρβαρο και κατάπτυστο τρόπο. Διαφορές, που η οικονομική ανεξαρτησία θα τις επέλυε από μόνη της. Όσο για τα καρδιοχτύπια, τις πικρίες και τις απογοητεύσεις που πηγάζουν από την ίδια τη φύση των ανθρώπινων σχέσεων, όλα αυτά τα θέματα λύνονται σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του καθενός και δεν αφορούν κανένα Κράτος και κανένα κοινωνικό σύστημα.
Στις υπηρεσίες του Κράτους απέμεινε πλέον η πάταξη του εγκλήματος και η επιτήρηση των εγκληματιών. Μια εκτεταμένη όμως έρευνα πάνω στο ζήτημα της εγκληματικότητας απέδειξε ότι τα περισσότερα εγκλήματα είναι εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας! Ακόμα και τα εγκλήματα ζηλοτυπίας είναι εγκλήματα ιδιοκτησίας καθώς προκύπτουν από τη λάθος άποψη ότι το κορμί του άλλου μας ανήκει. Αν εξαλείψουμε την ιδιοκτησία όχι μόνον πρακτικά αλλά και ιδεολογικά, θα μπορέσουμε να εξαλείψουμε και το έγκλημα ή μάλλον τα μόνα εγκλήματα που θα απομείνουν θα είναι αυτά που διαπράττονται από τους διανοητικά πάσχοντες, περιπτώσεις αταβισμού, δηλαδή, που θα εμφανίζονται περιστασιακά στους επόμενους αιώνες σαν αποτέλεσμα της καταπίεσης που βίωσε η ανθρωπότητα για τόσες χιλιάδες χρόνια. Οι πεφωτισμένοι άνθρωποι που θα ζουν κάτω από υγιείς και λογικές συνθήκες θα αντιμετωπίζουν αυτές τις περιπτώσεις σαν αντικείμενο επιστημονικής έρευνας και θεραπείας με συμπόνια και ευαισθησία, και δεν θα αντεκδικούνται αναδεικνύοντας τους εαυτούς τους πιο βάρβαρους από τους εγκληματίες, όπως γίνεται σήμερα.
Το Κράτος λοιπόν απουσιάζει από τη σύλληψη που έχω για τον κόσμο. Αυτό που απομένει είναι η εφαρμογή του Αναρχισμού πάνω σ’ αυτή τη θολή ανάμνηση, με τη διάχυση νέων ιδεών στην εκπαίδευση, τη λογοτεχνία, την τέχνη, τα έθιμα, τις κοινωνικές συναναστροφές και τις ηθικές αντιλήψεις. Ο δρόμος ανοίγει διάπλατα. Όλη αυτή η μονότονη συζήτηση γύρω από το θέμα «του πλούτου» είναι για μένα ξένη.
Το αντίθετο όμως συμβαίνει με την «παιδεία». Από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου, ονειρεύομαι μια εκπαίδευση που θα εξερευνά τα μυστικά της φύσης όχι όπως τα καταγράφουν τα μάτια των άλλων, αλλά η απευθείας εμπειρία. Ονειρεύομαι έναν δάσκαλο που θα βγαίνει έξω με τους μαθητές του, όπως έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες, περιδιαβαίνοντας τον κόσμο ελεύθεροι, μελετώντας παντού, μελετώντας τη φύση, τον άνθρωπο, τη ζωή σ’ όλες της τις μορφές, χωρίς να περιορίζονται σε έναν χώρο και μια πατρίδα και εξιδανικεύοντάς την μόνο και μόνο επειδή εκεί ζουν.
Πήρα το βιβλίο του Ουίλιαμ Μόρις «Νέα από το Πουθενά» και βρήκα το ίδιο πράγμα. Επίσης ανακάλυψα ότι στις νέες καλλιτεχνικές σχολές στη Γαλλία και τη Γερμανία, οι λογοτέχνες, οι επιστήμονες, οι εφευρέτες και οι ποιητές, όλοι απομακρύνονται από τις παλιές φόρμες. Σ’ αυτή την κατεύθυνση έδειχναν ο Έμερσον, ο Τσάνινγκ και ο Θορώ όταν ευαγγελίζονταν μια νέα ηθική, διδάσκοντας την ανωτερότητα της ατομικής συνείδησης έναντι του Νόμου –που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του Προτεσταντισμού και της Δημοκρατίας- που κάθε τόσο σηκώνει το κεφάλι της πάνω από τα κοινώς παραδεκτά σε κάποια φωτεινή προσωπικότητα. Αυτός είναι ο θριαμβικός λόγος του Αναρχισμού. Έρχεται σαν φυσικό αποτέλεσμα τριών αιώνων εξέγερσης απέναντι σε κάθε εξωτερική, πρόσκαιρη, πνευματική εξουσία, ένας λόγος ασυμβίβαστος, που προωθεί και στηρίζει το αδούλωτο ιδεώδες του Ελεύθερου Ανθρώπου.


Ένα εξαιρετικό κείμενο από το ομότιτλο Βιβλίο, εκδόσεις Σοφίτα, 2014, σήμερα εξαντλημένο.
Έρευνα, μετάφραση κειμένων: Γιάννης Γ. Μπαζός.

2 σχόλια:

elias monarchist είπε...

1982 ΑΘΗΝΑ δυτικά προάστια ΒΑΣΙΛΟΦΡΩΝ συντηρητικος
Είσαι αναρχικια
γιατί έχεις θράσος
αλλά τι να τη κάνεις τη γυναίκα
άντε συγχωρεμένες
τι να κάνω
δε μπορώ
βλαμενες
αυτά
γεια

Γιώργος Πρίμπας είπε...

Το 1982 γεννήθηκες (φαντάζομαι) αλλά το 1893 ήταν χορτολιβαδικές εκτάσεις, βοσκοτόπια και καλλιέργειες. Πολιτείες έγιναν το 1922-1930, από τους "τουρκόσπορους" όπως τους έλεγαν οι βασιλόφρωνες τότε.
Γεια σου και σένα.