20 Αυγούστου 2021

Home [Warsan Shire]

Πατρίδα 

κανείς δεν φεύγει απ’ την πατρίδα εκτός κι αν
η πατρίδα στόμα καρχαρία είναι.

προς τα σύνορα μονάχα τρέχεις 
όταν όλους βλέπεις στην πόλη
να τρέχουνε κι αυτοί.

πιο γρήγορα τρέχουν οι γείτονές σου
από σένα, ο παλιός συμμαθητής σου
που ζαλιστικά σε φιλούσε πίσω
απ’ το παλιό εργοστάσιο κασσιτέρου
ένα όπλο κρατά απ’ αυτόν μεγαλύτερο,
εσύ απ’ την πατρίδα φεύγεις μονάχα
όταν η πατρίδα σε διώχνει.

κανείς απ’ την πατρίδα δεν θα ‘φευγε εκτός κι αν η πατρίδα
σε κυνηγά, φωτιά κάτω απ’ τα πόδια,
αίμα στο στομάχι σου καυτό.    

είναι κάτι που δεν σκεφτόσουνα ποτέ
να κάνεις, κι έτσι όταν σου συνέβη –
τον Ύμνο ψέλλιζες,
στου αεροδρομίου την τουαλέτα περιμένοντας
το διαβατήριο μέχρι να ξεσκίσει και να καταπιεί,
με κάθε μπουκιά χαρτιού να ξεκαθαρίζει πως
δεν θα επιστρέψεις ξανά.

να καταλάβεις πρέπει,
ότι κανείς δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα
εκτός κι αν το νερό απ’ τη γη ασφαλέστερο είναι.

ποιος τόσα μερόνυχτα θα επέλεγε να περνά
στη σκεπασμένη φορτηγού καρότσα
εκτός κι αν τα μίλια που ταξιδεύει
κάτι πιο από το ταξίδι πολύ σημαίνουν.

κανείς κάτω από φράκτες δεν θα επέλεγε να συρθεί,
να σε χτυπούν μέχρι ο ίσκιος σου να χαθεί,
να σε βιάζουν, να πνίγεσαι, να σπρώχνεσαι στον πάτο
μιας βάρκας γιατί έχεις πιο σκούρο δέρμα, να σε πουλούν,
να λιμοκτονείς, σαν άρρωστο ζώο να σε πυροβολούν στα σύνορα,
να σε οικτίρουν, να στερείσαι τ’ όνομά σου, τους δικούς σου να στερείσαι,
ένας προσφύγων καταυλισμός να γίνεται το σπίτι σου για ένα, δύο ή και δέκα χρόνια,
απογυμνωμένο να σε ψάχνουν, φυλακές παντού να βρίσκεις
κι αν επιζήσεις, απ’ την άλλη πλευρά να σε χαιρετούνε 
με: σπίτι σας γυρίστε μαύροι, πρόσφυγες
βρομομετανάστες, άσυλου ζητιάνοι
που τη χώρα μας ξεζουμίζετε
αραπάδες, μ’απλωμένα τα χέρια τους
παράξενα μυρίζουν, απολίτιστοι –
δείτε τι στη χώρα τους έχουνε κάνει,
τι στις δικές μας θα κάνουν; 

τα βρόμικα στο δρόμο βλέμματα
πιο μαλακά από ‘να κομμένο ανθρώπου μέλος,
οι καθημερινές βρισιές
πιο τρυφερές από δεκατέσσερις άντρες, που
στον πατέρα σου μοιάζουν, ανάμεσα
στα πόδια σου, προσβολές ευκολότερα να καταπιείς
από ότι μπάζα, απ’ ότι του παιδιού σου το σώμα
σε κομμάτια – για τώρα, την περηφάνια σου ξέχνα
η επιβίωσή σου μετρά.   

θέλω στην πατρίδα να γυρίσω, μα η πατρίδα στόμα καρχαρία είναι
η πατρίδα όπλου είναι κάνη
και κανείς δεν φεύγει απ’ την πατρίδα
εκτός κι αν η πατρίδα προς την ακτή σε κυνηγά
εκτός κι αν η πατρίδα σε καλεί
πίσω σου ν’ αφήσεις, ό,τι δεν μπορούσες να κρύψεις,
ακόμα και αν άνθρωπος ήταν.   

κανείς δεν φεύγει απ’ την πατρίδα εκτός κι αν η πατρίδα
μια φωνή σβησμένη στ’ αυτί σου είναι λέγοντας
φύγε, τρέξε τώρα, δεν ξέρω τι
με περιμένει.


Home

no one leaves home unless
home is the mouth of a shark.

you only run for the border
when you see the whole city
running as well.

your neighbours running faster
than you, the boy you went to school with
who kissed you dizzy behind
the old tin factory is
holding a gun bigger than his body,
you only leave home
when home won't let you stay.

no one would leave home unless home
chased you, fire under feet,
hot blood in your belly.

it's not something you ever thought about
doing, and so when you did -
you carried the anthem under your breath,
waiting until the airport toilet
to tear up the passport and swallow,
each mouthful of paper making it clear that
you would not be going back.

you have to understand,
no one puts their children in a boat
unless the water is safer than the land.

who would choose to spend days
and nights in the stomach of a truck
unless the miles travelled
meant something more than journey.

no one would choose to crawl under fences,
be beaten until your shadow leaves you,
raped, then drowned, forced to the bottom of
the boat because you are darker, be sold,
starved, shot at the border like a sick animal,
be pitied, lose your name, lose your family,
make a refugee camp a home for a year or two or ten,
stripped and searched, find prison everywhere
and if you survive and you are greeted on the other side
with go home blacks, refugees
dirty immigrants, asylum seekers
sucking our country dry of milk,
dark, with their hands out
smell strange, savage -
look what they've done to their own countries,
what will they do to ours?

the dirty looks in the street
softer than a limb torn off,
the indignity of everyday life
more tender than fourteen men who
look like your father, between
your legs, insults easier to swallow
than rubble, than your child's body
in pieces - for now, forget about pride
your survival is more important.

i want to go home, but home is the mouth of a shark
home is the barrel of the gun
and no one would leave home
unless home chased you to the shore
unless home tells you to
leave what you could not behind,
even if it was human.

no one leaves home until home
is a damp voice in your ear saying
leave, run now, i don't know what
i've become.



Για την Βρεττανή, σομαλικής καταγωγής, ποιήτρια, Warsan Shire: en.wikipedia.org.

Δεν υπάρχουν σχόλια: