XXIV
La quiete dopo la tempesta
La quiete dopo la tempesta
Passata è la tempesta:
Odo augelli far festa, e la gallina,
Tornata in su la via,
Che ripete il suo verso. Ecco il sereno
Rompe là da ponente, alla montagna;
Sgombrasi la campagna,
E chiaro nella valle il fiume appare.
Ogni cor si rallegra, in ogni lato
Risorge il romorio
Torna il lavoro usato.
L'artigiano a mirar l'umido cielo,
Con l'opra in man, cantando,
Fassi in su l'uscio; a prova
Vien fuor la femminetta a còr dell'acqua
Della novella piova;
E l'erbaiuolo rinnova
Di sentiero in sentiero
Il grido giornaliero.
Ecco il Sol che ritorna, ecco sorride
Per li poggi e le ville. Apre i balconi,
Apre terrazzi e logge la famiglia:
E, dalla via corrente, odi lontano
Tintinnio di sonagli; il carro stride
Del passeggier che il suo cammin ripiglia.
Si rallegra ogni core.
Sì dolce, sì gradita
Quand'è, com'or, la vita?
Quando con tanto amore
L'uomo a' suoi studi intende?
O torna all'opre? o cosa nova imprende?
Quando de' mali suoi men si ricorda?
Piacer figlio d'affanno;
Gioia vana, ch'è frutto
Del passato timore, onde si scosse
E paventò la morte
Chi la vita abborria;
Onde in lungo tormento,
Fredde, tacite, smorte,
Sudàr le genti e palpitàr, vedendo
Mossi alle nostre offese
Folgori, nembi e vento.
O natura cortese,
Son questi i doni tuoi,
Questi i diletti sono
Che tu porgi ai mortali. Uscir di pena
È diletto fra noi.
Pene tu spargi a larga mano; il duolo
Spontaneo sorge e di piacer, quel tanto
Che per mostro e miracolo talvolta
Nasce d'affanno, è gran guadagno. Umana
Prole cara agli eterni! assai felice
Se respirar ti lice
D'alcun dolor: beata
Se te d'ogni dolor morte risana.
Η νηνεμία μετά την καταιγίδα
Odo augelli far festa, e la gallina,
Tornata in su la via,
Che ripete il suo verso. Ecco il sereno
Rompe là da ponente, alla montagna;
Sgombrasi la campagna,
E chiaro nella valle il fiume appare.
Ogni cor si rallegra, in ogni lato
Risorge il romorio
Torna il lavoro usato.
L'artigiano a mirar l'umido cielo,
Con l'opra in man, cantando,
Fassi in su l'uscio; a prova
Vien fuor la femminetta a còr dell'acqua
Della novella piova;
E l'erbaiuolo rinnova
Di sentiero in sentiero
Il grido giornaliero.
Ecco il Sol che ritorna, ecco sorride
Per li poggi e le ville. Apre i balconi,
Apre terrazzi e logge la famiglia:
E, dalla via corrente, odi lontano
Tintinnio di sonagli; il carro stride
Del passeggier che il suo cammin ripiglia.
Si rallegra ogni core.
Sì dolce, sì gradita
Quand'è, com'or, la vita?
Quando con tanto amore
L'uomo a' suoi studi intende?
O torna all'opre? o cosa nova imprende?
Quando de' mali suoi men si ricorda?
Piacer figlio d'affanno;
Gioia vana, ch'è frutto
Del passato timore, onde si scosse
E paventò la morte
Chi la vita abborria;
Onde in lungo tormento,
Fredde, tacite, smorte,
Sudàr le genti e palpitàr, vedendo
Mossi alle nostre offese
Folgori, nembi e vento.
O natura cortese,
Son questi i doni tuoi,
Questi i diletti sono
Che tu porgi ai mortali. Uscir di pena
È diletto fra noi.
Pene tu spargi a larga mano; il duolo
Spontaneo sorge e di piacer, quel tanto
Che per mostro e miracolo talvolta
Nasce d'affanno, è gran guadagno. Umana
Prole cara agli eterni! assai felice
Se respirar ti lice
D'alcun dolor: beata
Se te d'ogni dolor morte risana.
Η νηνεμία μετά την καταιγίδα
Πάει πια, πέρασε η καταιγίδα:
Ακούω πουλιά να στήνουνε γιορτή και την πουλάδα,
Που πάλι βγήκε μες τη στράτα,
Να ξαναλέει το σκοπό της. Να! καθαρός ο ουρανός
Σκάει εκεί απ’ τη δύση, ψηλά από το βουνό.
Καθάρισε η εξοχή,
Και το ποτάμι φαίνεται καθάριο στην κοιλάδα.
Κάθε καρδιά νιώθει χαρά, από κάθε μεριά
Ο θόρυβος υψώνεται ξανά,
Γυρίζει με του καθένα τη συνηθισμένη του δουλειά.
Ο τεχνίτης αντικρίζει τον νοτισμένο ουρανό,
Με το έργο του ανά χείρας, τραγουδώντας,
Κι ανοίγει την πόρτα. Και σαν απόδειξη,
Το κοριτσάκι νάτο! που βγαίνει να τρέξει στο νερό,
Θαρρείς ακόμα βρέχει.
Κι ο κήπος με τα βότανα
Από μονοπάτι σε μονοπάτι
Όλο δυναμώνει την καθημερινή κραυγή του.
Νάτος κι ο ήλιος που επιστρέφει, νάτος και που χαμογελά
Στους λόφους και τα εξοχικά. Ανοίγει τα μπαλκόνια,
Η φαμελιά ανοίγει τις βεράντες και τις λότζες:
Κι, από τον κανονικό το δρόμο, ακούς πολύ μακριά
Που κλαψουρίζουν κουδουνίστρες. Η άμαξα τρίζει
Του επιβάτη που το ταξίδι ξαναρχίζει.
Κάθε καρδιά πώς χαίρεται!
Μα ναι πόσο γλυκιά η ζωή, ναι καλώς να ‘ρθει.
Πότε είναι η ζωή όπως τώρα;
Όταν με τόση αγάπη
Εγκύπτει ο νέος στις σπουδές του;
Ή επιστρέφει στο έργο του; Ή κάτι νέο αναλαμβάνει;
Πότε θυμάται πιο λίγο τα δεινά του;
Χαριτωμένος γιός όλο μπελάδες.
Μάταιη χαρά, που είναι καρπός
Απ’ το φόβο που πέρασε, τα κύματα φούσκωναν
Και φοβήθηκε το θάνατο
Όποιος ένιωθε πλήξη στη ζωή.
Ώστε σε μεγάλο βάσανο,
Κρύοι, αμίλητοι, ανήμποροι
Οι άνθρωποι ιδρώνοντας και με πολλούς παλμούς, κοιτάζοντας
Μεταφερθήκαμε στις αδικίες μας,
Αστραπές, σύννεφα κι άνεμος.
Ω ευγενική φύση,
Αυτά είναι τα δώρα σου,
Αυτές είναι οι απολαύσεις
Που προσφέρεις στους θνητούς. Να βγούμε απ’ τον μπελά
Είναι απόλαυση για μας.
Κρίματα που σκορπάς με απλωμένο χέρι. Ο πόνος
Αναδύεται αυθόρμητα και με χάρη, τόσο πολύς
Στην όψη και τί θαύμα μερικές φορές
Γεννιέται από μπελά, κι είναι μεγάλο κέρδος.
Γόνε του ανθρώπου αγαπητέ στους αιώνες!
Είσαι πολύ ευτυχής, αν σου το επιτρέπει
Κάποιος πόνος να αναπνέεις: μακάριος
Αν από κάθε πόνο σε θεραπεύει ο θάνατος.
Ακούω πουλιά να στήνουνε γιορτή και την πουλάδα,
Που πάλι βγήκε μες τη στράτα,
Να ξαναλέει το σκοπό της. Να! καθαρός ο ουρανός
Σκάει εκεί απ’ τη δύση, ψηλά από το βουνό.
Καθάρισε η εξοχή,
Και το ποτάμι φαίνεται καθάριο στην κοιλάδα.
Κάθε καρδιά νιώθει χαρά, από κάθε μεριά
Ο θόρυβος υψώνεται ξανά,
Γυρίζει με του καθένα τη συνηθισμένη του δουλειά.
Ο τεχνίτης αντικρίζει τον νοτισμένο ουρανό,
Με το έργο του ανά χείρας, τραγουδώντας,
Κι ανοίγει την πόρτα. Και σαν απόδειξη,
Το κοριτσάκι νάτο! που βγαίνει να τρέξει στο νερό,
Θαρρείς ακόμα βρέχει.
Κι ο κήπος με τα βότανα
Από μονοπάτι σε μονοπάτι
Όλο δυναμώνει την καθημερινή κραυγή του.
Νάτος κι ο ήλιος που επιστρέφει, νάτος και που χαμογελά
Στους λόφους και τα εξοχικά. Ανοίγει τα μπαλκόνια,
Η φαμελιά ανοίγει τις βεράντες και τις λότζες:
Κι, από τον κανονικό το δρόμο, ακούς πολύ μακριά
Που κλαψουρίζουν κουδουνίστρες. Η άμαξα τρίζει
Του επιβάτη που το ταξίδι ξαναρχίζει.
Κάθε καρδιά πώς χαίρεται!
Μα ναι πόσο γλυκιά η ζωή, ναι καλώς να ‘ρθει.
Πότε είναι η ζωή όπως τώρα;
Όταν με τόση αγάπη
Εγκύπτει ο νέος στις σπουδές του;
Ή επιστρέφει στο έργο του; Ή κάτι νέο αναλαμβάνει;
Πότε θυμάται πιο λίγο τα δεινά του;
Χαριτωμένος γιός όλο μπελάδες.
Μάταιη χαρά, που είναι καρπός
Απ’ το φόβο που πέρασε, τα κύματα φούσκωναν
Και φοβήθηκε το θάνατο
Όποιος ένιωθε πλήξη στη ζωή.
Ώστε σε μεγάλο βάσανο,
Κρύοι, αμίλητοι, ανήμποροι
Οι άνθρωποι ιδρώνοντας και με πολλούς παλμούς, κοιτάζοντας
Μεταφερθήκαμε στις αδικίες μας,
Αστραπές, σύννεφα κι άνεμος.
Ω ευγενική φύση,
Αυτά είναι τα δώρα σου,
Αυτές είναι οι απολαύσεις
Που προσφέρεις στους θνητούς. Να βγούμε απ’ τον μπελά
Είναι απόλαυση για μας.
Κρίματα που σκορπάς με απλωμένο χέρι. Ο πόνος
Αναδύεται αυθόρμητα και με χάρη, τόσο πολύς
Στην όψη και τί θαύμα μερικές φορές
Γεννιέται από μπελά, κι είναι μεγάλο κέρδος.
Γόνε του ανθρώπου αγαπητέ στους αιώνες!
Είσαι πολύ ευτυχής, αν σου το επιτρέπει
Κάποιος πόνος να αναπνέεις: μακάριος
Αν από κάθε πόνο σε θεραπεύει ο θάνατος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου