Ο Χαζίμ Χικμέτ αναφέρει για πρώτη φορά τα «Ποιήματα των 9 ως 10 μ.μ.» σ’ ένα γράμμα που γράφει στη γυναίκα του Πιραγιέ από τις φυλακές της Προύσας το 1945: «Κοίτα να δεις τι κάνω. Ολάκερη τη μέρα δουλεύω σε μεταφράσεις, κάνω διορθώσεις. Αυτό κρατάει ως το βράδυ. Μετά, όταν γίνει 9 η ώρα, δε σκέφτομαι παρά μόνο εσένα. Μη θαρρείς πως δε σε σκέφτομαι τις άλλες ώρες. Μα από τις 9 και μετά δε σκέφτομαι παρά μόνο εσένα, και σου γράφω ποιήματα ως τις 10. Τους έδωσα τον τίτλο «Τα Ποιήματα των 9 ως 10 μ.μ., γραμμένα για την Πιραγιέ». Άρχισα να γράφω γύρω στα τέλη του Σεπτέμβρη. Τις πρώτες δυο βραδιές αφαιρέθηκα τόσο πολύ με τη σκέψη σου που δε μπόρεσα να γράψω τίποτα. Εκτός απ’ αυτά τα δυο βράδια, όσα άλλα ποιήματα σου ‘γραψα θα σου τα στείλω ξεχωριστά. Έτσι θα ‘χεις τόσα ποιήματα όσες και οι μέρες του μήνα. Και θα σου τα ταχυδρομώ κάθε πρώτη του μήνα. Είναι κάτι μικρούλια ποιηματάκια, δεν είναι αντάξιά σου, όμως πίστεψέ με είναι τα ποιήματα που ένιωσα περισσότερο, τα βλαστάρια μου που πάσκισα να είναι τα πιο τέλεια απ’ όλα».
Όπως φαίνεται από τις ημερομηνίες των ποιημάτων, στην αρχή έγραφε κάθε βράδυ κι από ένα ποίημα. Ωστόσο ύστερα άρχισε να τ’ αραιώνει, ώσπου σταμάτησε γύρω στα μέσα του Δεκέμβρη 1945. Αυτό φαίνεται κι από ένα άλλο γράμμα που γράφει στη γυναίκα του: «Τα ποιήματα των 9 ως 10 έγιναν 32 κομμάτια. Κάποτε θα τα εκδώσουμε σε μια ξεχωριστή συλλογή. Για την ώρα θα τα καθαρογράψω πάλι απ’ την αρχή». Το πρώτο ποίημα δεν έχει ημερομηνία, και δε γράφτηκε την ίδια εποχή με τ’ άλλα. Άλλωστε ο Χικμέτ το βάζει σαν πρώτο ποίημα και στη συλλογή του «Από τις τέσσερις φυλακές». Σ’ ένα απ’ τα χειρόγραφα υπάρχει η ημερομηνία 1 του Ιούλη 1945. Σ’ άλλο πάλι 28 του Ιούλη 1945. Επίσης σ’ ένα απ’ τα χειρόγραφα ο Χικμέτ σημειώνει για τη γυναίκα του: «Να το βάλεις σαν πρώτο ποίημα στη συλλογή των 9 ως 10».
Τα «Ποιήματα των 9 ως 10» κυκλοφόρησαν συγκεντρωμένα, και τα 32, για πρώτη φορά στην Τουρκία το Σεπτέμβρη του 1965 από τις εκδόσεις «Ντε».
Τι ωραίο να σε θυμάμαι,
ακούγοντας ειδήσεις για νίκες και θανάτους,
στη φυλακή,
κι όταν τα χρόνια μου πέρασαν τα σαράντα...
Τι ωραίο να σε θυμάμαι,
το χέρι σου πάνω σ’ ένα γαλάζιο ύφασμα, ξεχασμένο
και στα μαλλιά σου
η περήφανη τρυφεράδα απ’ το χώμα της Σταμπούλ, τ’ αγαπημένο...
Μέσα μου ένας δεύτερος άνθρωπος
η ευτυχία να σ’ αγαπώ...
Η μυρουδιά του γερανιού στ’ ακροδάχτυλά σου
μια λιόλουστη γαλήνη
και το κάλεσμα της σάρκας:
ένα ζεστό
βαθύ σκοτάδι
χαραγμένο με πορφυρές γραμμές...
Τι ωραίο να σε θυμάμαι,
να γράφω για σένα,
να ξαπλώνω ανάσκελα στη φυλακή και να σε σκέφτομαι.
Ένας λόγος που είπες κάπου, κάποια μέρα,
όχι ο ίδιος ο κόσμος
μα η ανέμελη εικόνα του...
Τι ωραίο να σε θυμάμαι.
Πρέπει κάτι να σου σκαλίσω πάλι:
μια ξύλινη κασετίνα
ένα δαχτυλίδι,
και να σου υφάνω ως τρία μέτρα λεπτό μεταξωτό.
Και παρευτύς
απ’ τη θέση μου να πεταχτώ
κι αγκαλιάζοντας τα σίδερα του παραθύρου μου
στης λευτεριάς το πεντακάθαρο γαλάζιο
αυτά που έγραφα για σένα να φωνάξω...
Τι ωραίο να σε θυμάμαι,
ακούγοντας ειδήσεις για νίκες και θανάτους,
στη φυλακή,
κι όταν τα χρόνια μου πέρασαν τα σαράντα...
20 του Σεπτέμβρη 1945
Αυτό τ’ απόβραδο
αυτή τη φθινοπωρινή νύχτα
ξεχειλώ με τις λέξεις σου.
Λέξεις σαν το χρόνο, αιώνιες σαν την ύλη,
γυμνές σαν το μάτι
βαριές σαν το χέρι,
και λαμπερές σαν τ’ άστρα.
Οι λέξεις σου ήρταν σε μένα,
λέξεις απ’ την καρδιά, τη σκέψη, και τη σάρκα σου.
Οι λέξεις σου σ’ έφεραν κοντά μου,
αυτές η μάνα,
αυτές η γυναίκα,
αυτές ο σύντροφός μου...
Ήταν θλιμμένες, πικρές, χαρούμενες, ηρωικές, γεμάτες έλπίδα,
ήταν ά ν θ ρ ω π ο ι οι λέξεις σου...
21 του Σεπτέμβρη 1945
O γιός μας άρρωστος,
o πατέρας του στη φυλακή,
τo σκοτισμένο κεφάλι στα κουρασμένα χέρια σου,
η μοίρα όλου του κόσμου είναι και δική μας...
Οι άνθρωποι οδηγούν τους ανθρώπους σε καλλίτερες μέρες.
Ο γιός μας θα γιάνει,
ο πατέρας του θα βγει απ’ τη φυλακή,
θα γελάσει πάλι το χρυσάφι των ματιών σου,
η μοίρα όλου του κόσμου είναι και δική μας.
22 του Σεπτέμβρη 1943
Διαβάζω βιβλία:
μέσα τους βρίσκω εσένα,
ακούω τραγούδια:
μέσα τους εσύ.
Κάθομαι να φάω το ψωμί μου:
και συ κάθεσαι αντίκρυ μου,
δουλεύω:
αντίκρυ μου εσύ.
Εσύ, που είσαι «παντού και πάντα» κοντά μου,
δε μπορώ να σου μιλήσω,
τη φωνή σου δε μπορώ ν’ ακούσω,
εσύ ’σαι η γυναίκα μου, χήρα μου οχτώ χρόνια...
23 του Σεπτέμβρη 1945
Εκείνη τι κάνει τώρα,
αυτή τη στιγμή, τώρα, τώρα;
Είναι στο σπίτι, στο δρόμο,
δουλεύει, ξάπλωσε, είναι στο πόδι;
Μπορεί να σήκωσε το χέρι,
— αχ, ρόδο μου εσύ,
πώς γυμνώνει αυτή ή κίνηση το λευκό, γερό καρπό του χεριού της!...
Εκείνη τι κάνει τώρα,
αυτή τη στιγμή, τώρα, τώρα;
Μπορεί να κρατάει στα γόνατά της ένα γατάκι,
να το χαϊδεύει.
Μπορεί να περπατάει έτοιμη ν’ απλώσει το πόδι,
— εκείνα τ’ αγαπημένα πόδια που τη φέρνουν γοργά - γοργά
κοντά μου σε κάθε μαύρη μέρα!..
Και τι συλλογάται,
εμένα;
Ή μήπως
ξέρω γω
γιατί δε βράζουν τόσην ώρα τα φασόλια;
Ή μήπως γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι
είναι τόσο δυστυχισμένοι;
Εκείνη τι συλλογάται τώρα,
αυτή τη στιγμή, τώρα, τώρα;
24 του Σεπτέμβρη 1945
Η πιο ωραία θάλασσα:
αυτή πού ακόμα δε διαβήκαμε.
Το πιο ωραίο παιδί:
ακόμα δε μεγάλωσε.
Οι πιο ωραίες μέρες μας:
αυτές που ακόμα δε ζήσαμε.
Κι ο πιο ωραίος λόγος που θέλω να σου πω:
αυτός που ακόμα δε σου είπα.
2 του Οχτώβρη 1945
Ο αγέρας κυλάει και φεύγει,
ποτέ το ίδια κλαρί κερασιάς δεν κουνιέται με τον ίδιο αγέρα.
Πουλιά κελαϊδούν στο δέντρο:
τα φτερά θέλουν να πετάξουν.
Οι πόρτες κλειστές:
Θέλουν σπρώξιμο ν' ανοίξουν.
Εγώ θέλω εσένα:
να ‘ναι ωραία σαν εσένα ή ζωή,
φίλη
κι αγαπημένη...
Ξέρω δεν τέλειωσε ακόμα
της δυστυχίας ή γιορτή...
Όμως θα τελειώσει κάποια μέρα...
6 του Οχτώβρη 1945
Περνούν τα σύννεφα: φορτωμένα ειδήσεις, βαριά.
Στη φούχτα τσαλακώνω το γράμμα που δεν πήρ’ ακόμα.
Στην άκρη των ματιών μου η καρδιά
τη γης ξεπροβοδίζει π’ απλώνεται στον ορίζοντα.
Και θέλω να φωνάξω: — «Πιραγιέ,
Πιραγέ!...» —
7 του Οχτώβρη 1945
Κραυγές ανθρώπινες έσκισαν νύχτα τις ανοιχτές θάλασσες
με τους αγέρηδες.
Είν’ ακόμα επικίνδυνο
να ταξιδεύεις νύχτα στις ανοιχτές θάλασσες...
Έξι χρόνια δεν έσπειραν αυτό το χωράφι,
φαίνονται ακόμα τα ίχνη απ’ τις ερπύστριες.
Το χιόνι θα σκεπάσει φέτος το χειμώνα
τα ίχνη απ’ τις ερπύστριες.
Αχ, φως των ματιών μου, φως των ματιών μου,
πάλι ψέματα λεν οι κεραίες.
Για να κλείσουν οι έμποροι του ιδρώτα με κέρδος τις δουλειές.
Μα κείνοι πού γύρισαν απ’ του χάρου το τραπέζι
γύρισαν αποφασισμένοι...
8 του Οχτώβρη 1945
Έγινα πάλι αφόρητος: άυπνος, ανάποδος, απότομος.
Τη μια μέρα βλέπεις
να δουλεύω σα να βρίζω τη φύτρα μου, σα να χτυπώ ένα λυσσασμένο ζώο,
και την άλλη μέρα βλέπεις
να ξαπλώνω ανάσκελα απ’ το πρωί ως το βράδυ,
στα χείλη μου ένα ψόφιο τραγούδι, σα σβησμένο τσιγάρο.
Κι ακόμα πιο έξαλλο με κάνει
το μίσος
που νιώθω για τον εαυτό μου
κι’ ό οίκτος...
Έγινα πάλι αφόρητος: άυπνος, ανάποδος, απότομος.
Δεν υπάρχει λόγος,
κι ούτε μπορεί να υπάρχει.
Είναι ντροπή αυτό πού κάνω,
αίσχος.
Μα είμ’ άνήμπορος
συγχώρα με
σε ζηλεύω...
27 του Οχτώβρη 1945
Το μισό μήλο εμείς
τ’ άλλο μισό αυτός ό θεόρατος κόσμος.
Το μισό μήλο εμείς
τ’ άλλο μισό οι άνθρωποι.
Το μισό μήλο εσύ
τ’ άλλο μισό εγώ
οι δυο μας...
12 του Νοέμβρη 1945
Φύσηξαν οι τελευταίοι νοτιάδες
ζεστοί κι ανταριασμένοι σαν αίμα πού χύνεται απ’ τις φλέβες.
Μυρίζω τον αγέρα: έπεσε ο σφυγμός.
Τ’ Ουλουντάγ χιονισμένες οι κορφές,
και στ’ οροπέδιο του Κιρεζλί γλύκες και θαυμαστές,
πάνω σε κόκκινα καστανόφυλλα κοιμούνται οι αρκούδες.
Γδύνονται στον κάμπο οι ιτιές.
Κ’ οι μεταξοσκώληκες μπαίνουν στο κουκούλι τους.
Το φθινόπωρο πάει να φύγει,
κ’ η γης πάει να κοιμηθεί τον καρπερό της ύπνο.
Κι εμείς θα περάσουμε άλλον ένα χειμώνα
με τη μεγάλη οργή μας
και τη ζεστασιά απ’ τη φωτιά τής άγιας ελπίδας...
13 τον Νοέμβρη 1945
Δεν περιγράφεται — λένε — της Σταμπούλ η δυστυχία,
η πείνα — λένε — θερίζει τον κόσμο,
το χτικιό — λένε — θεριεύει.
Μια στάλα κοριτσόπουλα — λένε —
μέσα στα ερείπια, στα θεωρεία των κινηματογράφων...
Μαύρα μηνύματα έρχονται απ’ τη μακρινή μου πολιτεία,
την πολιτεία με τους τίμιους, τους δουλευτάδες, τους φτωχούς
ανθρώπους, την αληθινή μου Σταμπούλ.
Αυτή που ’ναι το σπίτι σου, αγαπημένη,
την πολιτεία που κουβαλάω πάντα
στην πλάτη μου μέσα στο δισάκκι μου,
σαν τού παιδιού τον πόνο στην καρδιά μου,
σαν τ’ όραμά σου στα μάτια μου,
όπου κι αν με σύρουν, σ’ όποια φυλακή κι αν με κλείσουν...
20 τον Νοέμβρη 1945
Κι αν ανθίζει ακόμα στις γλάστρες κανένα γαρούφαλο
στον κάμπο τέλειωσε κιόλα το φθινοπωρινό όργωμα,
άρχισαν τη σπορά.
Και μαζεύουν τις ελιές.
Καθώς ετοιμάζονται για το χειμώνα,
ανοίγουν τόπο για τους ανοιξιάτικους απόρους.
Κ’ εγώ γεμάτος με τη δική σου νοσταλγία
κι όλος ανυπομονησία για μεγάλα ταξίδια
κάθομαι στην Προύσα σαν αγκυροβολημένο καράβι...
1945, τέσσερις του Δεκέμβρη μήνα
Βγάλε απ’ το σεντούκι το φουστάνι πού φορούσες σαν πρωτοειδωθήκαμε,
ντύσου, στολίσου,
να γίνεις σαν ανοιξιάτικο δέντρο...
Βάλε στα μαλλιά σου
το γαρούφαλο που σου ‘στειλα απ’ τη φυλακή μέσα στο γράμμα,
σήκωσε το λευκό, φαρδύ μέτωπό σου
με τις ρυτίδες που θέλω να φιλήσω·
Θλιμμένη κι απελπισμένη μια τέτοια μέρα ποτέ.
Μια τέτοια μέρα
σα λάβαρο της επανάστασης ωραία
πρέπει να ‘ναι η γυναίκα του Ναζίμ Χικμέτ...
12 του Δεκέμβρη 1945
Στον κάμπο τα δέντρα λάμπουν με μια τελευταία προσπάθεια:
φύλλα χρυσάφι
χαλκός
μπρούντζος και ξύλο...
Των βοδιών τα πέλματα στο υγρό χώμα βουλιάζουν μαλακά.
Και τα βουνά βυθισμένα στην καταχνιά
υγρά και μολυβένια...
Πάει καλά,
σήμερα ίσως τέλειωσε το φθινόπωρο.
Τώρα δα πέρασαν ορμητικές οι αγριοπάπιες,
σίγουρα κατεβαίνουν στου Ιζνίκ τη λίμνη.
Ψύχρανε κι ο καιρός,
κάτι σα μυρουδιά ομίχλης στον αγέρα,
μυρίζει χιόνι ό αγέρας...
Να ‘σαι τώρα έξω,
να καλπάζεις ίσα πάνω στα βουνά.
Ξέρω, θα πεις: — «Αφού δεν ξέρεις ιππασία» —
Μη ζηλεύεις κι άσε τ’ αστεία,
στη φυλακή απόκτησα μια καινούργια συνήθεια:
κι αν δεν την αγαπώ σαν εσένα
σχεδόν όσο εσένα αγαπώ τη φύση...
Κ’ είστε κ’ οι δυο σας μακριά μου...
Πηγή: Δοκιμασία – περιοδική έκδοση λογοτεχνικού προβληματισμού – τεύχος 3 (1973).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου