Όχι, δεν ζήτησα τον ξένον ουρανό,
ούτε φτερούγας ξένης προστασία —
ήμουν με τον λαό μου τότε εδώ
όπου ο λαός μου ζούσε μες στη δυστυχία.
Αντί προλόγου
Στα φοβερά χρόνια της γιεζόβσινα, πέρασα δεκαεφτά μήνες περιμένοντας στην ουρά, μπροστά στις φυλακές του Λένινγκραντ. Μια μέρα, κάποιος με «αναγνώρισε». Τότε, μια γυναίκα που στεκόταν πίσω μου και δεν είχε ακούσει βέβαια ποτέ της το όνομά μου, ξύπνησε απ’ την άκαμπτη νάρκη όπου πέφταμε όλοι μας και με ρώτησε με τα μελανιασμένα χείλη της, σκύβοντας στ’ αυτί μου (εκεί, όλοι μίλαγαν ψιθυριστά):
— Κι αυτό, μπορείτε να το περιγράψετε;
Κι εγώ της είπα:
— Μπορώ.
Τότε, κάτι σαν χαμόγελο γλίστρησε πάνω σ’ αυτό που ήταν κάποτε το πρόσωπό της.
1 Απριλίου 1957, Λένινγκραντ
Αφιέρωση
Τα βουνά λυγίζουν μπρος σ’ αυτή τη συμφορά
δεν κυλάει ο μέγας ποταμός
μα της φυλακής τα σίδερα γερά
κι από πίσω τους του κάτεργου η «μονιά»
κι ο θανατερός καημός.
Δροσερό φυσάει το αγέρι γι’ άλλους, ξένους
γι’ άλλους γλυκοφέγγει αχνά το δειλινό
ίδιοι εμείς παντού, δεν παίρνουμε είδηση κανένας,
τα κλειδιά μονάχα ακούμε σιχαμένα
και τα βήματα βαριά των στρατιωτών.
Σηκωνόμασταν, λες κι ήτανε για τους εωθινούς
μες στην αποθηριωμένη πόλη οδεύοντας ξανά,
συναντιόμασταν πιο ξέπνοοι κι από τους νεκρούς,
χαμηλότερος ο γήλιος και στο πούσι ο Νέβας, στους καπνούς
κι όμως τραγουδάει η ελπίδα πέρα μακριά.
Καταδίκη ...και τα δάκρια ευθύς, μα τι να σώσουν
έχει απ’ όλους ήδη αποκοπεί,
λες και τη ζωή με πόνο απ’ την καρδιά θα ξεριζώσουν
λες και βάναυσα τ’ ανάσκελα θα την ξαπλώσουν
μα βαδίζει... και τρικλίζει... μοναχή.
Τάχατες οι αθέλητές μου φίλες πού είναι τώρα εκείνες
των σατανικών μου δύο ετών;
Τι στης Σιβηρίας τις θύελλες βλέπουν, στου χιονιού τη δίνη
τι φαντάζονται στον κύκλο γύρω απ’ τη σελήνη;
Στέλνω σ’ όλες τους τον ύστατο χαιρετισμό.
Μάρτιος 1940
Εισαγωγή
Ήταν τότε που μόνο ο νεκρός χαμογέλαε κι όταν
τη γαλήνη απολάμβανε. Κι άχρηστη σαν κατιμάς
όλη η πόλη του Λένινγκραντ ταλαντευόταν
στις υγρές φυλακές της σιμά.
Κι ήταν τότε που πια απ’ το μαρτύριο τρελές και χαμένες
των καταδίκων βάδιζαν κιόλας οι φάλαγγες. Στη διαπασών
όλο σφύριζαν σύντομα χαίρε κλαμένες
οι σειρήνες σφύριζαν αργά των ατμομηχανών.
Του θανάτου τ’ αστέρια ψηλά ακινητούσαν
διπλωμένη στα δυο η αθώα Ρωσία καταγής
με αιματόβρεχτες μπότες καθώς την πατούσαν
και με λάστιχα οι μαύρες οι κλούβες στο φως της αυγής
1
Συνοδεία σε πήραν καθώς χάραζε η μέρα
από πίσω σου βάδιζα σαν σ’ εκφορά
τα παιδιά στο σκοτάδι της κάμαρας κλαίγαν
και στο εικόνισμα στάζαν εμπρός τα κεριά.
Πα στα χείλη σου η ψύχρα της άγιας εικόνας.
Τον ιδρώ του θανάτου στο μέτωπο δεν τον ξεχνώ.
Σαν των δόλιων στρελτσί* τις γυναίκες, πεσμένη στο χώμα
δίπλα εκεί στου Κρεμλίνου τους πύργους θα ουρλιάζω κι εγώ.
1953
* στρελτσί = τάγμα του Ιβάν του Τρομερού, προσωπική φρουρά του τσάρου.
2
Ήρεμος ο Ντον, γαλήνια κατεβαίνει
κίτρινο φεγγάρι μες στο σπίτι μπαίνει.
Μπαίνει και φοράει τον σκούφο του στραβά
βλέπει εκεί το κίτρινο φεγγάρι μια σκιά.
Τούτη εδώ η γυναίκα απ’ την αρρώστια λιώνει
είναι μια γυναίκα μόνη.
Μες στο μνήμα ο άντρας, το παιδί στη φυλακή,
κάντε και για με μια προσευχή.
3
Όχι, δεν υποφέρω εγώ, μα κάποιος άλλος.
Εγώ δεν θα το άντεχα. Κι αυτό που έχει συμβεί,
ας το καλύψουν οι μαύρες οθόνες
κι ας πάρει κάποιος τα φανάρια...
Νύχτα.
4
Ποιος να στο ‘λεγε τότε που οι φίλοι σου
φιλενάδα τους σ’ έλεγαν κι έτοιμο το ‘χες το σκώμμα.
Κι αμαρτάνοντας πρόσφερες τ’ άλικα χείλη σου,
στη ζωή σου να πάθεις τι σου ‘μελλε ακόμα.
Στην ουρά τριακοστή με το δέμα σου
να σταθείς στα Κρεστί* και μπροστά να κοιτάς
και με δάκρυα καυτά, με το αίμα σου
του χειμώνα τον πάγο να καις, να τρύπας.
Στο προαύλιο μια λεύκα κουνάει τα κλαδιά λυπημένη
κι ούτε θρόισμα ακούγεται — κι όμως κει στα κελιά
πόσοι αθώοι πεθαίνουν και πάνε χαμένοι...
* Κρεστί = φυλακές του Λένιγκραντ.
5
Φωνάζω μήνες δεκαεφτά
και σε καλώ στο σπίτι να γυρίσεις.
Στου δήμιου πρόσπεφτα τα πόδια ταχτικά
αχ, γιε μου εσύ και φρίκη μου, να ζήσεις.
Όλα μπερδεύτηκαν για πάντα εδώ,
δεν ξεχωρίζω τίποτα, δεν έχω λύση.
Άνθρωπος ποιος και ποιος θεριό;
Η εκτέλεση θ’ αργήσει; Δε θ’ αργήσει;
Και μόνο τ’ άνθη σκονισμένα στις πρασιές·
το θυμιατήρι κουδουνίζει· κι οι πατημασιές
πηγαίνουν πού; Στο πουθενά.
Κι ίσα στα μάτια με κοιτάει χλωμό
με σύντομο απειλώντας με χαμό
ένα τεράστιο αστέρι από ψηλά.
6
Οι βδομάδες σαν πουλιά πετάνε
τι συνέβη ποιος θα μου το πει;
Πώς σε κοίταζαν στη φυλακή
οι λευκές οι νύχτες, που καταραμένες να ‘ναι
πώς και τώρα σε ξανακοιτούν
με αετίσιο μάτι φλογερό
και για τον ψηλό σου το σταυρό
και για θάνατο μιλούν.
7
Η καταδικαστική απόφαση
Κι έπεσεν η λέξη η πέτρινη του νόμου
πα στο στήθος μου το ακόμα ζωντανό.
Τι να γίνει, από καιρό προετοιμαζόμουν
όπως - όπως θα τα βγάλω πέρα και μ’ αυτό.
Έχω σήμερα πολλές δουλειές. Για μέτρα:
Πρέπει κάθε μνήμη ευθύς να σκοτωθεί
πρέπει την καρδιά να κάνω πέτρα
πρέπει πάλι τη ζωή να μάθω απ’ την αρχή.
Γιατί αλλιώς... Θροΐζει, να, ζεστά το θέρος
στο παράθυρό μου στέκω κι είναι σαν γιορτή.
Το ‘λεγε η καρδιά μου από καιρό, τα ξέρω
τούτο εδώ το φως και τ’ άδειο σπίτι στη σιωπή.
Καλοκαίρι 1939
8
Προς θάνατον
Έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθεις, γιατί όχι τούτη τη στιγμή;
Σε περιμένω, αδύνατο να επουλωθεί το τραύμα.
Όλα τα φώτα τα ‘σβησα κι η πόρτα μου ανοιχτή
να μπεις εσύ καθημερνός και σπάνιος ως θαύμα.
Όποια μορφή σ’ αρέσει πάρε για να ‘ρθεις
σαν βλήμα εισόρμησε και σκότωσέ με
ή μ’ ένα ζύγι ζύγωσε σαν έμπειρος ληστής
ή με του τύφου τον καπνό φαρμάκωσέ με.
Η ως μύθος που ’χεις σοφιστεί και λες από καιρό
κι όλοι τον μάθαν πια μέχρι ναυτίας, μέχρι κόρου
ώστε το μπλε πηλίκιο στην αυλή να δω
κι από τον τρόμο του χλωμό τον θυρωρό μου.
Το ίδιο πια μου κάνει. Ο Γιενισέι κυλάει μες στον αφρό
το πολικό τ’ αστέρι φέγγει μες στην αμφιλύκη
και την γαλάζια λάμψη των αγαπημένων μου ματιών
η τελευταία την καλύπτει φρίκη.
19 Αυγούστου 1939, σπίτι της Φοντάνκα
9
Έχουν σκεπάσει τη μισή μου την ψυχή
με τις φτερούγες τους η τρέλα κι η λωλάδα
και με ποτίζουν φλόγινο κρασί
και με καλούν στη σκοτεινή κοιλάδα.
Και το κατάλαβα πως πρέπει πιά να υποταχτώ
στην τρέλα αυτή και να υπομένω
αφουγκραζόμενη το παραμιλητό
που είναι δικό μου κι έχει γίνει κιόλας ξένο.
Δε θα μ’ αφήσει τίποτα να πάρω αυτή
μαζί μου τίποτα να πάρω πια δε θα μπορέσω
(όσες παράκλησες κι αν πω γονατιστή
και μ’ όσες ικεσίες κι αν της προσπέσω):
Μήτε του γιου τα μάτια που φαντάζαν τρομερά
λες κι ήταν μάτια πετρωμένου μαρτυρίου
μήτε τη μέρα που με βρήκε η συμφορά
μήτε τη λίγην ώρα του επισκεπτηρίου
μήτε τα χέρια που δροσίζανε τον πυρετό μου
μήτε της λεύκας την τρεμάμενη σκιά
μήτε τα λόγια που αχνοσβήναν στη γωνιά του δρόμου —
τα «μην ανησυχείς» στερνή παρηγοριά.
4 Μαΐου 1940, σπίτι της Φοντάνκα
10
Σταύρωση
Μη θρηνείς δι’ εμέ, Μήτερ,
ότι εν τάφω κείμαι.
Ι
Χορός αγγέλων δόξασε την υπερούσια μέρα
και ανεώχθης εν πυρί, ω ουρανέ.
Ίνα τι με εγκατέλειπες, εκραύγασε προς τον πατέρα
και στη μητέρα του είπε: Μη θρηνείς δι’ εμέ.
II
Η Μαγδαληνή θρηνούσε και χτυπιόταν
πέτρα απόμεινε ο καλός του μαθητής,
μα τη μάνα του που αμίλητη στεκόταν
δεν ετόλμησε να την κοιτάξει ουδείς.
1940 - 1943
Επίλογος
I
Έμαθα πώς τα πρόσωπα σουρώνουν, πώς κρυφοκοιτάζει
ο τρόμος κάτω απ’ τα χαμηλωμένα βλέφαρα και πώς
με τη σφηνοειδή γραφή της πα στα μάγουλα χαράζει
η οδύνη τις τραχιές, σκληρές σελίδες της στο λίγο φως,
πώς ξάφνου οι βόστρυχοι, τεφροί και μαύροι εκεί στο μέτωπό μου
γυρνάν από τη μια στιγμή στην άλλη στο ασημί,
μαραίνεται στα χείλη τα πειθήνια το χαμόγελό μου
κι ο φόβος μες απ’ το στεγνό γελάκι μου κρυφαντηχεί.
Και δεν προσεύχομαι για μένα μοναχά
μα μνημονεύω κι όσες στάθηκαν μαζί μου, δίχως ήχο
στην κάψα του Ιουλίου και μες στην παγωνιά
κάτω απ’ τον κόκκινο, τον τυφλωμένο τοίχο.
II
Και πάλι πλησίασε, να, του μνημόσυνου η ώρα
και βλέπω κι ακούω και νιώθω σας όλες σας τώρα:
κι εκείνην που σύραν βαστώντας την ως τη σιγή
κι εκείνην που πια δεν πατάει τη γενέθλια γη
κι εκείνην που κούνησε αχνά τ’ όμορφό της κεφάλι
και είπε: «Ξανάρχομαι εδώ σαν στο σπίτι μου πάλι».
Θα το ‘θελα να ‘τανε τρόπος τα ονόματα εδώ να τα πω
μα μου ‘χουνε τους καταλόγους παρμένους και πού να τους βρω.
Γι’ αυτές έχω υφάνει ένα κάλυμμα φέρετρου μαύρο, φαρδύ
με λέξεις δικές τους, φτωχές, που κρυφάκουσα εκεί.
Και πάντα θυμάμαι κι η μνήμη τις φέρνει κοντά μου
και δε θα ξεχάσω τες, μήτε στη νέα συμφορά μου
κι αν κλείσουν, φιμώσουν μου το ματωμένο μου στόμα
μ’ αυτό που εκατό εκατομμύρια λαού ξεφωνίζουν ακόμα
παρόμοια ας με φέρνουν στη μνήμη ως εγώ μελετώ τες, οϊμένα,
καθώς θα χαράζει μνημόσυνου μέρα για μένα.
Κι αν κάποιοι σε τούτη τη χώρα θελήσουν
τιμώντας τη μνήμη μου μια προτομή να μου στήσουν
το ναι μου τους δίνω γι’ αυτή τη λαμπρή τελετή
με μια συμφωνία: να μη το μνημείο στηθεί
στη θάλασσα δίπλα, εκεί που πρωτόδα το φως
γιατί με τη θάλασσα κόπηκε πια κι ο στερνός μου δεσμός
και μήτε στου Κήπου των τσάρων την πέρα τη μύχια γωνιά
εκεί που με ψάχνει στενάζοντας κάποια σκιά
μα εδώ που στεκόμουν ατέλειωτες ώρες ορθή
εδώ που για με στο λουκέτο δε βάλαν κλειδί.
Γιατί και στον όλβιο τον θάνατο θέλω να μείνει
της μαύρης ο θόρυβος κλούβας για πάντα στη μνήμη
κι ο χτύπος, ο βρόντος της πόρτας που σκίζει τ’ αυτιά
κι ωσάν πληγωμένου θεριού το ουρλιαχτό της γριάς.
Κι ας στάζει απ’ τα βλέφαρα ασάλευτα μπρούντζινα, ως λιώνει
σαν δάκρυ ας κυλάει και σαν δάκρυ ας σταλάζει το χιόνι
κι ας γλούγλου κι ας γλου φυλακής περιστέρι μακριά
και πέρα τα πλοία του Νέβα ας πορεύονται αργά.
Μάρτιος 1940
Πηγή: Δοκιμασία - περιοδική έκδοση λογοτεχνικού προβληματισμού - Τεύχος 4 (1973).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου