Γυρισμός
Την πατρική μου πόλη πώς να βρω;
Ακολουθώντας σμήνη βομβαρδιστικών
γυρίζω σπίτι.
Πού να ‘ναι πια; Κει που θεόρατα
βουνά καπνών υψώνονται.
Κει μες στις φλόγες
είναι.
Η πατρική μου πόλη πώς να με δεχτεί;
Πριν από μένα φτάνουν βομβαρδιστικά. Σμήνη θανάτου
σας μηνούν το γυρισμό μου. Η πυρκαγιά
πριν απ’ το γιο πηγαίνει.
Κωπηλασία, συνομιλία
Είναι βράδυ. Γλιστρούν μπροστά
δυο βάρκες, μέσα
δυο γυμνά παλικάρια. Πλάι πλάι κωπηλατώντας
κουβεντιάζουν. Κουβεντιάζοντας
κωπηλατούν πλάι πλάι.
Άσχημο πρωινό
Η λεύκα γοητεία ξακουστή στον τόπο μας
σήμερα τόσο γέρικη. Η λίμνη
τέλμα με ξεπλύματα, μη πλησιάζετε!
Οι φούξιες κάτω απ’ το λυκόστομο φτηνές και τιποτένιες.
Γιατί ;
Απόψε είδα στ’ όνειρο δάχτυλα να με δείχνουν
καθώς λεπρό. Ήταν φθαρμένα απ’ τη δουλειά
κι ήταν σπασμένα.
Ανίδεοι / εκραύγασα
γεμάτος ένοχή.
Το σκυλί
Ο κηπουρός μου λέει: Το σκυλί
είναι γερό και γνωστικό κι αγορασμένο
τον κήπο να φυλάει. Μα σεις
το μάθατε να είναι φίλος των ανθρώπων. Με τι
θα βγάζει το ψωμί του!
Καιροί δύσκολοι
Ορθός μπροστά στο γραφείο μου
κοιτάζω απ’ το παράθυρο στον κήπο την κουφοξυλιά
και ξεχωρίζω κει κάτι σαν άλικο και μαύρο
και ξαφνικά θυμάμαι την κουφοξυλιά
των παιδικών μου χρόνων στο Άουξμπουρκ.
Για κάμποσα λεπτά στοχάζομαι
στα σοβαρά, μην πρέπει απ’ το τραπέζι
να πάρω τα γυαλιά μου
τις μαύρες ρώγες στ’ άλικα κλαδάκια να ξαναντικρύσω.
Πηγή: Δοκιμασία - περιοδική έκδοση λογοτεχνικού προβληματισμού. Τεύχος 5 (1974).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου