O Κιθ Ντάγκλας (γεν. 1920) ήταν ένας ολοκληρωμένος Άγγλος ποιητής του τελευταίου πολέμου. Χαρακτηριστικός τύπος της γενιάς του, μιας γενιάς σοβαρότερης από την προηγούμενη, είχε ξεπεράσει το στάδιο της νεανικής ξενοιασιάς. Δεν συνήθιζε ποτέ του να ξεφεύγει από τα πράγματα με μιαν άστοχη ευφυολογία, με μια φράση του πεζοδρομίου ή με ένα σκοτεινό ύφος. Θεωρείται σαν το σύμβολο της γενιάς του πολέμου, γιατί έπαιρνε τις ευθύνες της με σοβαρότητα και αγωνίζονταν για μιαν ανασύνθεση που θα αναζωογονούσε την ποίηση μέσ’ από τα ερείπια που άφησε ο χαμός των πραγμάτων. Η στάση του Ντάγκλας απέναντι στον πόλεμο είναι ρεαλιστική, θετική και στωική. Είναι η στάση του ανθρώπου που επέζησε από την πρώτη του επαφή με τη μάχη. «Μια και πάρεις μέρος σε μια μάχη», έλεγε ο ίδιος, «είναι σαν να πήρες μέρος σε όλες». Υπήρξε, ίσως, ο μόνος ποιητής του τελευταίου πολέμου που απόχτησε τόσο άμεση και πολύχρονη πείρα στον πόλεμο. Στα 1940 πήγε στο στρατό και τον άλλο χρόνο τον έστειλαν στη Βόρεια Αφρική, όπου, σαν αξιωματικός των τεθωρακισμένων, πήρε μέρος σ’ όλες τις επιχειρήσεις της 8ης Στρατιάς, από την Αίγυπτο μέχρι την Τύνιδα. Τις εντυπώσεις από την πολεμική του αυτή εμπειρία θα τις συνοψίσει στο χρονικό «Από το Αλαμέιν μέχρι το Ζεμ-Ζεμ», που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του. Το βιβλίο αυτό αποκαλύπτει έναν τεχνίτη που ήξερε να χειρίζεται τέλεια και τον πεζό λόγο. Από την Αφρική επέστρεψε στην Αγγλία και τοποθετήθηκε στο εκστρατευτικό σώμα που ετοιμαζόταν για την απόβαση στην Ευρώπη. Την τρίτη μέρα της εισβολής, τον Ιούνιο του 1944, σκοτώθηκε στη Νορμανδία σε ηλικία 24 χρονών. Όσο ζούσε, ο Ντάγκλας δεν πρόλαβε να βγάλει κανένα ποιητικό του βιβλίο. Πολλά ποιήματά του είχαν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά, που μαζί με τα ανέκδοτά του συγκεντρώθηκαν σ’ έναν τόμο που κυκλοφόρησε στα 1951.
Από τα ποιήματα που δημοσιεύονται, το «Σε μιαν επιστροφή από την Αίγυπτο» είναι και το τελευταίο που έγραψε ο ποιητής. Το άρχισε στην Αίγυπτο και το τελείωσε όταν έφτασε στην Αγγλία. Το θέμα τον απασχολούσε για πολύν καιρό, γιατί είχε τους τελευταίους μήνες την έμμονη πια ιδέα ότι δεν θα επιζούσε από τον πόλεμο αυτόν. Η προφητικότητα του ποιήματος είναι τραγική. ο Ισαάκ Ρόζενμπεργκ, που αναφέρεται στα «Λουλούδια της Ερήμου», ήταν ένας αγγλοεβραίος ποιητής το έργο της σύντομης ζωής του (1890- 1918) δεν βρήκε την αναγνώριση που έπρεπε. Σκοτώθηκε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Λουλούδια της ερήμου
Τα λουλούδια ζούνε σε μιαν έκταση αχανή —
Ρόζενμπεργκ, επαναλαμβάνω μόνο αυτά που έλεγες —
η οβίδα και το γεράκι κάθε ώρα
σφάζουν ανθρώπους και ποντίκια, σφάζουν
το νου: μα το κορμί φτάνει για να χορτάσουν
τα πεινασμένα λουλούδια και τα σκυλιά που τις νύχτες
αλυχτούνε λέξεις, αυτές που πιότερο εχθρεύεσαι.
Δεν είναι κάτι το καινούργιο αυτό. Κάθε φορά που η νύχτα
παραμερίζει στα μάτια κουρτίνες κι αφήνει ξύπνιο το νου
ψάχνω σε κάθε μεριά από τα θυρόφυλλα του ύπνου
να βρω το νόμισμα που θα μου χρειαζόταν
για ν’ αγοράσω το μυστικό που δε θα το κρατήσω.
Βλέπω ανθρώπους σαν τα δέντρα, να υποφέρουν
ή να συγχέουν τη λεπτομέρεια και τον ορίζοντα.
Απίθωσε το νόμισμα στη γλώσσα μου κι εγώ θα τραγουδήσω
εκείνα που οι άλλοι δεν αντίκρισαν ποτέ.
Αίγυπτος 1943
Σε μιαν επιστροφή από την Αίγυπτο
Να στέκομαι εδώ, αποκαρδιωμένος, στα παρασκήνια
της Ευρώπης, έφτασα φεύγοντας μακριά
απ’ την αρρωστημένη χώρα που στον ήλιο πλάγιαζαν
οι ήρεμοι φονιάδες του εαυτού τους με τα μάτια
σαν κορόμηλο, λιμοκοντόροι τρισκατάρατοι·
εδώ για να γυμνάσω την εξαντλημένη μου οργή.
Γιατί η καρδιά είναι ένα κάρβουνο, που ψύχεται
καθώς πετραδοστόλιστες γαλάζιες θάλασσες αλλάζουν
σε γκρίζους βράχους, σε γκρίζα κρόσια του νερού,
θάλασσα κι ουρανό αλλάζοντας σαν ένα ρούχο
ώσπου χρώμα και λάμψη χάνονται και τα δυο:
το κρύο είναι ναρκωτικό για το στρατιώτη.
Κι όλοι μου οι κόποι άτυχοι εξερευνητές
ξαναγυρίζουν παρατώντας την αποστολή·
τα δείγματα, κρινάκια της φιλοδοξίας,
βλασταίνουν άδρεπτα στο κλίμα τους ακόμα:
μα ο χρόνος, εκείνο που μου έλειπε είναι ο χρόνος
για να τα βρω, όπως πριν από μένα οι τρανοί συλλέκτες.
Ο επόμενος, λοιπόν, μήνας είναι ένα παραθύρι
και μ’ έναν πάταγο το κρύσταλλο θα θρυμματίσω.
Πίσω του στέκει κάποιος που πρέπει να φιλήσω,
πρόσωπο έρωτα ή πρόσωπο θανάτου
κάποιο πρόσωπο ή κάποιο φάντασμα,
φοβούμαι τι θα συναντήσω.
Αίγυπτος - Αγγλία, 1943-44
Μεθύσι του Καΐρου
Θα μεθύσω ή θα κόψω μόνος μου ένα κομμάτι γλύκισμα,
την πλαδαρή σύρια με τις λίγες εγγλέζικες λέξεις
ή την τουρκάλα που λέει πως είναι πριγκίπισσα — χορεύει
αιωρούμενη προφανώς δι’ υπνωτισμού; Ή την παριζιάνα τη Μαρκέλλα
που πάντα συλλογίζεται τον πληκτικά νεκρό εραστή της:
έχει όλες τις φωτογραφίες και τα γράμματά του
δεμένα σε μια δέσμη και με σφραγίδα Décédé με μωβ μελάνη.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια δυσοσμία γιασεμιού.
Υπάρχουν όμως οι δρόμοι που είναι αφιερωμένοι στον ύπνο
η μπόχα κι οι ξινίλες, οι στριγγές φωνές
δεν ενοχλούνε το συνταίριασμά τους με τον ύπνο
ολημερίς, σκορπισμένες στο λιθόστρωτο σαν τα κουρέλια
θλιμμένες από τη μοιρολατρία και το χασίς. Οι γυναίκες
προσφέροντας στα παιδιά τους βυζιά σαν χαρτί περιτυλίγματος
στεγνά και στριμμένα, μακρουλά σαν νεκροκεφαλή,
του Χόλμπαϊν την υπογραφή. Όμως η λεκιασμένη άσπρη πολιτεία
είναι κάτι σύμφωνα με τις κοσμικές συμβάσεις —
Η Μαρκέλλα αφήνει το γαλατικό της ύφος και την τραγωδία,
ξάφνου πατάει τσιρίδες στ’ αραβικά για το αγώγι
στον ταξιτζή, και σμίγει έτσι
με τους υπνοβάτες και με τους κουτσούς ζητιάνους:
όλα γίνονται ένα, όλα όπως τ’ ακούγατε.
Όμως με μιας μέρας ταξίδι φτάνεις σ’ έναν καινούργιο κόσμο,
η βλάστηση είναι από σίδερο
άρματα μάχης νεκρά, σωλήνες πυροβόλων σχισμένοι σαν το σέλινο,
μήτε λουλούδια μήτε μούρα στους μετάλλινους βάτους
κι υπάρχουν όλων των ειδών λιπάσματα, μπορείς να φαντασθείς
τους ίδιους τους νεκρούς, τις μπότες τους, ρούχα και μικροπράγματα
κολλημένα στη γη, ένας άνθρωπος χωρίς κεφάλι
έχει ένα πακέτο σοκολάτα κι ένα ενθύμιο της Τριπόλεως.
Πηγή: Δοκιμασία - περιοδική έκδοση λογοτεχνικού προβληματισμού - Τεύχος 5 (1974).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου