BEFORE I KNOCKED
Before I knocked and flesh let enter,
With liquid hands tapped on the womb,
I who was shapeless as the water
That shaped the Jordan near my home
Was brother to Mnetha’s daughter
And sister to the fathering worm.
I who was deaf to spring and summer,
Who knew not sun nor moon by name,
Felt thud beneath my flesh’s armour,
As yet was in a molten form,
The leaden stars, the rainy hammer
Swung by my father from his dome.
I knew the message of the winter,
The darted hail, the childish snow,
And the wind was my sister suitor;
Wind in me leaped, the hellborn dew;
My veins flowed with the Eastern weather;
Ungotten I knew night and day.
ΠΡΙΝ ΧΤΥΠΗΣΩ
Πριν χτυπήσω, πριν η σάρκα μού ανοίξει,
με χέρια υγρά ψαχούλεψα τη μήτρα,
εγώ, ρευστός σαν το νερό
που έτρεξε Ιορδάνη στο σπίτι μου κοντά,
υπήρξα αδελφός της θυγατέρας της Μνεθά
και θυγατέρα σκούληκα πατερικού.
Εγώ που δε λογάριαζα άνοιξη ή καλοκαίρι,
και αγνοούσα ονόματα για ήλιο και φεγγάρι,
ένιωσα γδούπο κάτωθε της σάρκας μου οπλισμό
κι ενώ ακόμη γύρευα να πάρω ένα σχήμα,
αστέρια μολυβένια και βροχερό σφυρί,
στο θόλο του ο πατέρας μου δούλευε με μανία.
Γνώριζα το νόημα του χειμώνα,
το ξαφνικό χαλάζι, το χιόνι που ήμουνα παιδί
κι ο άνεμος: μνηστήρας
της αδελφής μου· άνεμος, μέσα μου ορθωμένος
η χθόνια δροσιά·
οι φλέβες μου χτυπούσανε πώς έρχεται το Πάσχα·
ασύλληπτος και ήξερα τι μέρα και τι νύχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου