06 Δεκεμβρίου 2021

Εκεί που το λευκό ρόδο χάθηκε [Voltairine de Cleyre, μετ. Γιάννης Γ. Μπαζός]


ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΡΟΔΟ ΧΑΘΗΚΕ

Ήταν αργά. Κι η νύχτα είχε πέσει κρύα και σκληρή πάνω στους ώμους των ανθρώπων αναγκάζοντάς τους να βρουν απάγκιο στις γωνιές του δρόμου, και οι λιγοστοί επιβάτες του λεωφορείου που τραβούσε για τις βόρειες συνοικίες της πόλης είχαν κλειστεί στον εαυτό τους σαν σκαντζόχοιροι.
Ξαφνικά στο λεωφορείο μπήκε ένας επιβάτης με παράξενο σουλούπι, ντυμένος στα χρώματα του Πολεμικού Ναυτικού. Το μπλε φανελένιο παντελόνι του ανέμιζε καθώς έπεφτε φαρδύ, μέχρι χαμηλά στα πόδια του. Παρατήρησα πρώτα τα πόδια του που ήταν τόσο αδύνατα, σχεδόν κοριτσίστικα, καθώς έστρωνε το φαρδύ παντελόνι του κοκέτικα σαν υπηρέτρια που διπλώνει τη φούστα της. Έπειτα παρατήρησα τα χέρια του, που ήταν κι αυτά λεπτά και δεν μπορούσαν να σταθούν ήσυχα σε μια μεριά. Τέλος σήκωσα το βλέμμα να δω το πρόσωπό του, περιμένοντας να δω το φρέσκο νεανικό πρόσωπο ενός χωριατόπαιδου. Όμως αντί γι’ αυτό αντίκρισα το σκαμμένο από τον ήλιο και τις ρυτίδες πρόσωπο ενός σαρανταπεντάρη, που φωτιζόταν όμως από ένα ζευγάρι ζωηρά νεανικά μάτια που παρατηρούσαν τα πάντα γύρω τους καλοπροαίρετα, κι έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τα αυστηρά γκρίζα φρύδια του.
Το γείσο του καπέλου του - με τα διακριτικά του πλοίου του - ήταν κατεβασμένο μπροστά. Τα χέρια του έκαναν μια ακόμα νευρική κίνηση διορθώνοντας το καπέλο, κι ύστερα έστρωσαν ξανά το φαρδύ σαν φούστα φανελένιο παντελόνι του. Έπειτα τα σταύρωσε αμήχανα μπροστά στο στήθος, ενώ τα πόδια του συνέχιζαν να παίζουν νευρικά κάνοντας μικρά επιτόπια βήματα πάνω στο πάτωμα του λεωφορείου. Τα μάτια του ναυτικού έφεραν ένα γύρο στο λεωφορείο ψάχνοντας κάποιο φιλικό βλέμμα, μα καθώς δεν βρήκαν ανταπόκριση, καρφώθηκαν κι αφέθηκαν να κοιτάζουν την ίδια του την αντανάκλαση στο τζάμι. Αμέσως τότε, διόρθωσε πάλι το καπέλο του κι έστρωσε ξανά το παντελόνι του. Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα ο εισπράκτορας. Ο ναύτης αναθάρρησε. Επιτέλους, θα έβρισκε κάποιον να ανταλλάξει δυο κουβέντες!
«Θα με ειδοποιήσετε όταν φτάσουμε στη γωνία Ενάτης και Ρέις;» ρώτησε τον εισπράκτορα.
Ένα αδιόρατο χαμόγελο σχηματίστηκε στα πρόσωπα των υπόλοιπων επιβατών.
«Ενάτη και Ρέις!»
Λοιπόν, δεν υπήρχε περίπτωση να συναντήσεις στρατιώτη στο λεωφορείο που να μην κάνει αυτή την ερώτηση στον ελεγκτή.
Ο ελεγκτής κούνησε ελαφρά το κεφάλι του.
«Πρέπει να είστε καινούριος στα μέρη μας!» είπε συγκαταβατικά.
Ο ναύτης έβγαλε το καπέλο του κι έδειξε τα διακριτικά του στον εισπράκτορα, μ’ έναν παιδιάστικο ενθουσιασμό.
«Μάλιστα, κύριε! Έρχομαι από τη Νέα Υόρκη με τριήμερη άδεια! Υπηρετώ στο καταδρομικό “Αλαμπάμα”!»
«Είναι καλά εκεί;» ρώτησε ο εισπράκτορας, βρίσκοντας την ευκαιρία να μείνει λίγο ακόμα μέσα στο λεωφορείο.
Ο επιβάτης φόρεσε ξανά το καπέλο του κι απάντησε με υπερηφάνεια: «Μάλιστα, κύριε! Έκλεισα δεκάξι χρόνια υπηρεσίας. Μάλιστα, κύριε! Το Ναυτικό είναι ό,τι καλύτερο μου συνέβη. Ζω γι’ αυτό και ελπίζω να πεθάνω γι’ αυτό αν χρειαστεί. Δεκάξι χρόνια υπηρεσίας είναι αυτά! Δεν θα ξεχάσετε να με ειδοποιήσετε όταν φτάσουμε στη γωνία Ενάτης και Ρέις;»
«Μην ανησυχείτε! Πάτε να δείτε την Τσαϊνατάουν;» είπε ο ελεγκτής.
«Ακριβώς! Μ’ αρέσει η Τσαϊνατάουν. Την επισκέφτηκα όταν πιάσαμε στο Χονγκ Κονγκ. Τώρα θέλω να την επισκεφθώ και στη Φιλαδέλφεια!» απάντησε ο ναυτικός.
Αχ, πατρίδα μου! Λίκνο της ελευθερίας! Αυτοί είναι οι υπερασπιστές σου; Τρελαίνονται για το στιφάδο και τα μπουρδέλα σου, στρώνονται στο χαρτοπαίγνιο και στα οπιοποτεία σου, τριγυρνώντας όλη νύχτα στης πόλης τον απόπατο. Φτάνει να βρουν τις «απολαύσεις» του Χονγκ Κονγκ, κι όλα τα άλλα είναι περιττά. Η υπηρεσία να ’ναι καλά! Το Ναυτικό να ’ναι καλά! Δεν υπάρχουν πια οι πατριωτικοί μύθοι. Η καμπάνα που σήμανε τη γέννηση της Ελευθερίας σίγησε πια. Δεν υπάρχουν πια οράματα για έναν καινούριο κόσμο. Κι όταν οι υπερασπιστές σου επιστρέφουν πίσω στην πατρίδα, δεν προσκυνούν τον βωμό της ελευθερίας, αλλά κάνουν προσκύνημα στα παλιόσπιτα που στεγάζουν την ανθρώπινη λέπρα και την κακομοιριά. Εκεί, στην Τσαϊνατάουν με τα αμέτρητα καταγώγιά της, που στέκει κατάφωτη κι άγρυπνη κάτω από τους χιλιάδες ηλεκτρικούς λαμπτήρες της. Το Ναυτικό να ’ναι καλά, κι αυτός θα συνεχίσει να πυροβολεί υπακούοντας εντολές, μέχρι να ξεψυχήσει.
Τακ, τακ, τακ...
Τώρα χτυπούσε νευρικά τα μικροκαμωμένα πόδια του στο πάτωμα του λεωφορείου, και κάθε τόσο διόρθωνε το καπέλο του. Το λεωφορείο σταμάτησε και κάποιος μεθυσμένος προσπαθούσε να μπει μέσα. Ο ναυτικός τον άρπαξε για να μην τσακιστεί και τον έβαλε να καθίσει δίπλα του, λέγοντάς του με συμπάθεια:
«Ελάτε, κύριος, κάτσε εδώ μαζί μου! Έτσι μπράβο! Μη φοβάσαι τίποτα, φίλε μου!»
Ο μεθυσμένος είχε ένα αποχαυνωμένο ύφος. Τα θολά του μάτια έσταζαν αλκοόλ. Στα τρεμάμενα χέρια του κρατούσε ένα μπουκέτο κρεμ και ροζ τριαντάφυλλα θερμοκηπίου, που το άρωμά τους έφερε αδιόρατα στο λεωφορείο μια πνοή καλοκαιριού. Οι «σκαντζόχοιροι» του λεωφορείου, όταν σιγουρεύτηκαν ότι δεν θα τους ενοχλούσε ο μεθυσμένος, άφησαν έναν αναστεναγμό ανακούφισης, και μια ντουζίνα μάτια καρφώθηκαν στα δύστυχα λουλούδια, τα τόσο άδολα κι εύθραυστα, που τόσο μάταια είχαν θυσιαστεί.
Η ζέστη, η μπόχα του αλκοόλ και οι αδέξιες κινήσεις του μεθυσμένου τα είχαν ταλαιπωρήσει, κι αυτά έγερναν κάτω βαριά. Ο μεθυσμένος, μέσα στην οίηση της μπίρας, έριξε το αλλήθωρο βλέμμα του ένα γύρο μέσα στο λεωφορείο, κι ύστερα βάλθηκε να κοιτάζει μια νέα γυναίκα που καθόταν απέναντι του. Ξαφνικά σηκώθηκε και προχώρησε προς το μέρος της σαν ρομπότ, προσφέροντάς της το μπουκέτο με τα λουλούδια. Αυτή γύρισε προς το μέρος του σοκαρισμένη, αγνοώντας κι αυτόν και το ρημαγμένο του μπουκέτο. Έδειχνε να μην τον βλέπει ούτε να τον ακούει, λες και το βλέμμα της απλά τον διαπερνούσε.
«Συγγνώμη, κυρία... δεν ήθελα να σας προσβάλω...» μουρμούρισε ο μεθυσμένος και βυθίστηκε ξανά στη θέση του.
Το τρεμάμενο χέρι του τράβηξε αμήχανα ένα λουλούδι κι αυτό κόπηκε από το κοτσάνι του κι έπεσε στο λερό πάτωμα του λεωφορείου, σαν πεταλούδα δίχως φτερά. Κανένας δεν έσκυψε να το μαζέψει. Ο μεθύστακας είχε γείρει τώρα στον ώμο του ναύτη, κι αυτός με τη σειρά του έδειξε την κατανόησή του αφήνοντάς τον να βολευτεί και χτυπώντας τον ελαφρά στο κατακόκκινο μάγουλό του.
Ο ελεγκτής διέκοψε αυτό το «τρυφερό στιγμιότυπο» σκουντώντας τον μεθυσμένο και ζητώντας το αντίτιμο του εισιτηρίου. Αυτός έτριψε τα μάτια του με απορία και αντί για χρήματα πρόσφερε στον ελεγκτή το μπουκέτο. Ο ελεγκτής δεν το δέχτηκε, και ο μεθυσμένος άρχισε με άγαρμπες κινήσεις να ψάχνει τις τσέπες του για να βρει τελικά ένα ταλαιπωρημένο κέρμα. Τα λουλούδια συνέχιζαν να βασανίζονται στα χέρια του.
Ο μεθύστακας βυθίστηκε ξανά στον λήθαργο. Ξαφνικά, άνοιξε τα μάτια του διάπλατα, και βλέποντάς με, έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια να σηκωθεί στα πόδια του, όμως παραπάτησε και κινδυνεύοντας να χάσει την ισορροπία του, άρπαξε τα λουλούδια από το πάνω μέρος και μου πρόσφερε το μπουκέτο τείνοντάς μου τα κοτσάνια. Ένα πνιχτό γέλιο απλώθηκε στο λεωφορείο.
Εγώ τα ήθελα! Αχ, πόσο τα ήθελα, αυτά τα λουλούδια! Αλλά δεν το έδειξα...
Η καρδιά μου φούσκωσε από οίκτο και οργή, καθώς δείλιασα να τα δεχτώ. Μα τι ήταν τέλος πάντων αυτός ο μεθύστακας που εγώ φοβήθηκα να πάρω τα λουλούδια του; Γιατί έπρεπε να κάτσω άπραγη σφίγγοντας νευρικά τα δόντια μου και βλέποντας αυτά τα όμορφα λουλούδια να καταστρέφονται;
Θα μπορούσα να τα σώσω! Θα τα έπαιρνα σπίτι, θα τους έβαζα φρέσκο νερό κι αυτά θα συνεφέρνανε! Θ’ ανασήκωναν τα όμορφα κεφάλια τους, θ’ άνοιγαν τα πέταλά τους κι η κάμαρά μου θα ομόρφαινε. Θα έφερναν ένα χαρμόσυνο μήνυμα μες στον βαρύ χειμώνα. Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν τα ήθελε! Κανένας δεν νοιαζόταν! Ακόμα και ο μεθυσμένος ήθελε με κάθε τρόπο να τα ξεφορτωθεί! Εγώ, γιατί τα αρνήθηκα;
Το βλέμμα μου έπεσε στο τριαντάφυλλο που ήταν πεσμένο στο πάτωμα. Το θέαμα μου προξένησε πόνο. Ο εισπράκτορας το είχε κατά λάθος πατήσει, κι αυτό είχε διαλυθεί. Τα πέταλά του, ρημαγμένα από την ανθρώπινη αδιαφορία, έμοιαζαν με διψασμένα χείλη που λαχταρούν απεγνωσμένα ένα φιλί.
Κι εγώ δεν τολμούσα να σώσω τα υπόλοιπα. Τόσο δειλή ήμουν λοιπόν; Έσφιξα τα χέρια μου βαθιά μέσα στις τσέπες του παλτού μου και γύρισα το κεφάλι μου αλλού, αφήνοντας το βλέμμα μου να περάσει από το τζάμι μέσα στη νύχτα και στον δρόμο που κυλούσε πίσω μας.
Ξαφνικά μέσα στον μελαγχολικό ρεμβασμό μου, άκουσα μια φωνή: «Ο Θεός έπλασε τον Άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωση!»
Ήταν ο ναυτικός που προσπαθώντας να με βγάλει από τη δύσκολη θέση έκανε μια κίνηση να πιάσει να λουλούδια. Ο μεθύστακας νόμιζε ότι ο ναύτης ήθελε λουλούδι, κι άρχισε τότε να μαδάει το μπουκέτο προσπαθώντας να διαλέξει το πιο όμορφο για τον «φίλο» του. Στο τέλος έμεινε ένα μόνον άθικτο και ο μεθύστακας πήρε και το καρφίτσωσε στο πέτο του μπλε πανωφοριού του ναύτη.
Όλοι οι «σκαντζόχοιροι» του λεωφορείου γέλασαν με κακεντρέχεια.
Ήμασταν όλοι συνένοχοι, αφού δεν καταδεχτήκαμε να σώσουμε τα λουλούδια. Τι πείραζε λοιπόν που το τελευταίο απ’ αυτά καρφώθηκε από τα βάρβαρα χέρια του; Ο μεθυσμένος είχε τώρα αποκοιμηθεί, κρατώντας στα χέρια του τα κοτσάνια. Τα όμορφα κρεμ και ροζ πέταλα είχαν γεμίσει τον τόπο σκορπισμένα στο πάτωμα του λεωφορείου. Πού να ήταν τώρα αυτά τα χέρια που τα βοήθησαν να μεγαλώσουν μέσα στον κρύο αυτό χειμώνα; Ποια χέρια, άραγε, τα φρόντιζαν μέχρι τώρα στοργικά; Γιατί, άραγε, τα πούλησαν;
«Ενάτη και Ρέις!» ακούστηκε ξάφνου η ένρινη φωνή του εισπράκτορα.
Ο ναυτικός πετάχτηκε όρθιος, χαιρέτησε ευδιάθετος τους επιβάτες και στάθηκε μπροστά στην πόρτα του λεωφορείου τρίβοντας τα χέρια του, σαν να έλεγε: «Επιτέλους! Φτάσαμε στην Τσαϊνατάουν!»
Τον είδα να βγαίνει πηδώντας από το λεωφορείο και να ξεμακραίνει περπατώντας ζωηρά, ποιος ξέρει για ποιο καταγώγιο. Στο στήθος του ήταν καρφιτσωμένο εκείνο το όμορφο λουλούδι - που μου προσφέρθηκε και το αρνήθηκα - και που το αγάπησα, όχι όμως τόσο πολύ ώστε να το σώσω. Τα υπόλοιπα λουλούδια του μπουκέτου είχαν ήδη πεθάνει, κι αυτό, αγνό και άσπιλο, προοριζόταν να συρθεί μέσα στη βρόμα και να βρει εκεί μαρτυρικά τον θάνατό του.


Από το βιβλίο: Γιατί είμαι αναρχική, εκδόσεις Σοφίτα, 2014, σήμερα εξαντλημένο. Έρευνα, μετάφραση κειμένων: Γιάννης Γ. Μπαζός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: