12 Νοεμβρίου 2022

The Feast of Vultures [Voltairine de Cleyre]

Το πανηγύρι των Γυπών 

(Καθώς οι τρεις αναρχικοί, Vaillant, Henry και Caserio, οπαδοί της «Έμπρακτης Προπαγάνδας» οδηγούνταν στις εκτελέσεις τους, μια φωνή απ’ τη φυλακή κραύγασε: «Ζήτω η αναρχία». Μέσ’ από το φυλάκιο η κραυγή έφυγε, και κανείς ποτέ άνθρωπος διεκδίκησε τη φωνή, αλλά η κραυγή ξαπλώθηκε σ’ όλο τον κόσμο.)

Ένας στεναγμός, την ώρα τού λυκόφωτος, στ’ αγέρα τα πέρατα ακούστηκε –
Το Πουλί του Οιωνού – το άγριο, βίαιο Πουλί,
Πετούσε
Μες στη νύχτα,
Σαν ένας φωτεινός συριγμός,
Σα βέλος μπροστά στην καταιγίδα φτερούγιζε,
Πέρα μακριά πετούσε
Το σφύριγμα, τραγούδι,
Λευκοί σβώλοι στάζουν, ανεμοδαρμένοι και ζεστοί,
Απ’ το κτύπημα, το πλατάγισμα,
Των βροντερών του φτερών·
Πέφτοντας με κρότους  
Η σκισμένη νύχτα φτερουγίζει· 
Και λικνίζεται και παραπαίει,
Αιμορραγώντας από τη λάμψη του,
Ψυχορραγώντας κλονισμένο και παραμιλώντας
Μια κατάρα προς τους Ουρανούς!
Κλονισμένο και παραμιλώντας και λικνιζόμενο πεθαίνει,
Με μια άγρια αστραπή από τα μαύρα, τυφλά του μάτια.

Μακριά, μακριά, πέρα μακριά
Μέσ’ απ’ την κόκκινη, τρελή αυγή,
Σαν ένα ταχύτατο αστέρι,
Που διατρέχει τον αέρα ανεβαίνοντας,
Ο Κήρυκας Τραγουδιστής,
Ο Τρόμου Κομιστής,
Τρέχει – και πίσω, μέσ’ απ’ τα σκισμένα κουρέλια νεφών,
Ένα εκατομμύριο ανέμους μαζεύει και στριφογυρνά·
Όπως το σίδηρο κλαγγάζοντας όπου το σφυρί χτυπά·
Ο κατατροπωμένος ουρανός αναταράζεται,
Η Λευκή Πύλη σείεται,
Ο σχισμένος θρόνος τρέμει,
Ο ανόητος Θεός ξυπνά,
Και μες στην καρδιά του των νυχιών το γδάρσιμο νοιώθει.
«Όλεθρος! Όλεθρος!» ο Ανεμοστρόβιλος ουρλιάζει,
Και στο λαιμό του πηδά και τα μάτια του δακρύζουν·
«Θάνατος για θάνατο, όπως έχει από καιρό συμφωνηθεί·
Τα κεφάλια των θυμάτων σας τα κεφάλια σας θα χτυπήσουν·
Το αίμα που στραγγίσατε να μεθύσετε,
Πείτε το και θα δηλητηριαστείτε! Κατά πως σας αναγγέλθηκε!»        

Να, κοίτα,
Πώς η μουρμούρα μεγαλώνει!
Μια κραυγή εκσφενδονίστηκε ψηλά ενάντια στου ικριώματος το δοκάρι!
Η Φωνή τής Ανυπακοής – η αυθάδης, άγρια Φωνή!
Που στροβιλίζεται
Απ’ άκρη σ’ άκρη στον κόσμο,
Ένα δακτυλίδι καπνού τυλίγεται
(Αναπνεύστε παντού καυτά φιλιά) γύρω απ’ τη φωτιά!
Δες! η βάση μουγκρίζει
Με κόκκινη ροή αιμάτινων θρόμβων από χρόνια παγωμένη οργή, 
Που από το πέταγμα αφυπνίστηκε
Της άγριας φωνής καθώς περνούσε· 
Αναστενάζοντας και κλαίγοντας,
Το κύμα των μαζών
Κυλά και λάμπει
Με βροντερούς βρυχηθμούς – 
Τσουγκρανίζει και χτυπά
Την ωχρή ακτή – 
Τσουγκρανίζει και χτυπά και συνθλίβει με ρυθμό,
Και σέρνει έναν κουρελιασμένο τοίχο στην φοβερή του οπισθοχώρηση!  

Γοργά, γοργά, γοργά,
Αποκρούστε την αιμάτινη βροχή,
Πυροβολώντας 
Μέσ’ απ’ τον σπασμένο τοίχο,
Το κλάμα του προφήτη
Το τραγούδι στεναγμός τής καταιγίδας,
Πετά – και σαν κεραυνός ακούγεται απ’ το υψωμένο κάτω της Νύχτας πέπλο,   
Σμήνος, δέκα εκατομμυρίων βελών απειλή,
Ανερχόμενα κομμάτια από ανθρώπινα θραύσματα!

Α! ήχος χτυπήματος λευκών δοντιών,
Κι ανόητες γνάθοι πέφτουν,
Την ώρα που φτερωτές φωτιές σκορπίζουν
Μέχρι που η σκοτεινιά να τα τυλίξει όλα
Κρατήστε τούς κρότους τού κανονιού που καταιγίζει τα κάστρα
Που οι άνθρωποι με τις συντροφικές τους τις καρδιές βομβαρδίζουν·
«Εκδίκηση! Εκδίκηση!», οι φωνές κραυγάζουν,
Και οι γύπες με τα κοφτερά ράμφη στριφογυρίζουν!
«Μαχαίρι για μαχαίρι, όπως έχει από καιρό συμφωνηθεί·
 Στο κοφτερό όριο που εξ αιτίας σας νοιώθουμε,
 Στους λαιμούς, τους δικούς σας, μπαλτάς!           
Γύμνωσέ τον, Δειλέ Προφήτη!»    

Προσέξτε πόσο ψηλά μπορεί
Να βροντήξει μια κραυγή από το κάτεργο!  


The Feast of Vultures

(As the three anarchists, Vaillant, Henry and Caserio, were led to their several executions, a voice from the prison cried loudly, “Vive l’ anarchie!” Through watch and vard the cry escaped, and no man owned the voice, but the cry is still resounding through the world.)

A moan in the gloam in the air-peaks heard —
The Bird of Omen — the wild, fierce Bird,
Aflight
In the night,
Like a whizz of light,
Arrowy winging before the storm,
Far away flinging
The whistling, singing,
White-curdled drops, wind-blown and warm,
From its beating, flapping,
Thunderous wings;
Crashing and clapping
The split night swings,
And rocks and totters,
Bled of its levin,
Atd reels and mutters
A curse to Heaven!
Reels and mutters and rolls and dies,
With a wild light streaking its black, blind eyes.

Far, Far, Farw
Through the red, mad morn,
Like a hurtling star,
Through the air upborne,
The Herald-Singer,
The Terror-Bringer,
Speeds — and behind, through the cloud-rags torn,
Gather and wheel a million wings,
Clanging as iron where the hammer rings;
The whipped sky shivers,
The White Gate shakes,
The ripped throne quivers,
The dumb God wakes,
And feels in his heart the talon-stings.
“Ruin,!Ruin!” the Whirlwind cries,
And it leaps at his throat and tears his eyes;
“Death for death, as ye long have dealt;
The heads of your victims your heads shall pelt;
The blood ye wrung to get drunk upon,
Drink, and be poisoned! On, Herald, on!”

Behold, behold,
How a moan is grown!
A cry hurled high ‘gainst a scaffold’s joist!
The Voice of Defiance — the roud, wild Voice!
Whirled
Through the world,
A smoke-wreath curled
(Breath ‘round hot kisses) around a fire!
See! the ground hisses
With red-streaming blood-clots of long-frozen ire,
Waked by the flying
Wild voice as it passes;
Groaning and crying,
The surge of the masses
Rolls and flashes
With thunderous roar —
Seams and lashes
The livid shore —
Seams and lashes and crunches abe beats,
And drags a ragged wall to its howling retreats!

Swift, swift, swift,
‘Thwart the blood-rain’s fall,
Through the fire-shot rigt
Of the broken wall,
The prophet-crying
The storm-song sighing,
Flies — and grom under Night’s lifted pall,
Swarming, menace ten million darts,
Uplifting fragments of human shards!

Ah, white teeth chatter,
And dumb jaws fall,
While winged fires scatter
Till gloom gulfs all
Save the boom of the cannon that storm the forts
That the people bombard with their comrades’
hearts;
“Vengeance! Vengeance!” the voices scream,
And the vulture pinions whirl and stream!
“Knife for knife, as ye long have dealt;
The edge ye whetted for us be felt,
Ye chopper o necks, on your own, on your own!
Bare it, Coward! On, Prophet, on!”

Behold how high
Rolls a prison cry!

Philadelphia, August 1894
Anarchist martyrs Auguste Vaillant, Emile Henry and Sante Geronimo Caserio were European exemplars of “propaganda by the deed.”

Δεν υπάρχουν σχόλια: