26 Μαρτίου 2023

Nietzsche and Anarchism [Daniel Colson] - μέρος II (Αυτονομισμός)

Separatism

When Nietzsche distinguishes between masters and slaves, it is also for him a way of opposing Hegel, his way of dialectically uniting the two terms. For Nietzsche, the antagonism between masters and slaves is only a secondary effect or (if not) a simple slave point of view. There is nothing dialectical about their relationship, in a relationship where, worse, the active principle would be on the side of negation, of the one who denies in order to affirm himself. How could an affirmation be born from a negation, from nothingness? For Nietzsche, this is indeed a slave’s thought. For him, it is necessary to adopt the point of view of the masters (in the sense that he gives to this word), to understand how what distinguishes them from the slaves is precisely a separation, a differentiation. The antagonism between masters and slaves presupposes first of all a relation of differentiation of the masters, not as a struggle that connects and attaches, but as a separation that detaches and distinguishes. But it is precisely here and from this point of view that we can understand why the libertarian workers’ movements have always been, historically, so radically alien to Marxism (a variant of Hegelianism) and its conception of the class struggle, insofar as they obey a movement of differentiation of the strong and the masters of which Nietzsche speaks.

Αυτονομισμός

Όταν ο Νίτσε κάνει διάκριση μεταξύ αφεντικών και δούλων, είναι επίσης για αυτόν ένας τρόπος να εναντιωθεί στον Χέγκελ, τον τρόπο του να ενώνει διαλεκτικά τους δύο όρους. Για τον Νίτσε, ο ανταγωνισμός μεταξύ αφεντικών και δούλων είναι μονάχα ένα δευτερεύον αποτέλεσμα ή (αν όχι) μια απλή άποψη από την πλευρά τού σκλάβου. Δεν υπάρχει τίποτα διαλεκτικό στη σχέση τους, σε μια σχέση στην οποία, στη χειρότερη περίπτωση, η ενεργητική δράση θα ήτανε στην πλευρά τής άρνησης, εκείνης που αρνείται με σκοπό να επιβεβαιώσει τον εαυτό της. Πώς θα μπορούσε να γεννηθεί μια επιβεβαίωση από μια άρνηση, από το τίποτα; Για τον Νίτσε, αυτή είναι πράγματι η σκέψη ενός σκλάβου. Γι' αυτόν, είναι απαραίτητο να υιοθετήσει την άποψη των κυρίων (με την έννοια που δίνει σε αυτή τη λέξη), για να καταλάβει πώς αυτό που τους διακρίνει από τους σκλάβους είναι ακριβώς ένας διαχωρισμός, μια διαφοροποίηση. Ο ανταγωνισμός μεταξύ αφεντικών και δούλων προϋποθέτει πρώτα απ' όλα μια σχέση διαφοροποίησης των κυρίων, όχι ως αγώνα που συνδέει και δεσμεύει, αλλά ως διαχωρισμό που αποσπά και διαχωρίζει. Αλλά είναι ακριβώς εδώ και από αυτή την οπτική γωνία που μπορούμε να καταλάβουμε γιατί τα ελευθεριακά εργατικά κινήματα ήταν πάντα, ιστορικά, τόσο ριζικά ξένα προς τον μαρξισμό (μια παραλλαγή του εγελιανισμού) και την αντίληψή του για την ταξική πάλη, στο βαθμό που υπακούν ένα κίνημα διαφοροποίησης από τους δυνατούς και τα αφεντικά για το οποίο μιλάει ο Νίτσε. 

Indeed, in the anarcho-syndicalist or revolutionary syndicalist conception, the working class, considered from the point of view of the emancipation of which it is the bearer, is not first or mainly defined by the class struggle, by the exploitation, the oppression and the physical and moral misery that these do not fail to cause. Its emancipatory power depends essentially on its capacity, historically and locally defined, to constitute itself as an autonomous, independent and affirmative force, having at its disposal all the services, all the institutions and all the values necessary to its independence, which depend only on it, on its capacity to bring about another world. For anarcho-syndicalism and revolutionary syndicalism, the working class must first make a radical secession, having nothing in common with the rest of society. In the discourse proper to this libertarian component of the workers’ movement, but which largely overflows the often uncertain ideological borders, this movement of differentiation bears the quite limpid name, from a Nietzschean point of view, of “workers’ separatism”. The workers’ movement must “separate” itself from the rest of society. What Proudhon explains thus in his posthumous book, De la Capacité politique des classes ouvrières, undoubtedly one of the texts most read by the workers’ militants of before the First World War: “The separation that I recommend is the very condition of life. To distinguish oneself, to define oneself, is to be; in the same way that to merge and absorb oneself is to lose oneself. To make a split, a legitimate split, is the only way we have to assert our right [...]. Let the working class, if it takes itself seriously, if it pursues something other than a fantasy, hold it to be true: above all, it must get out of its tutelage, and [...] act henceforth and exclusively by itself and for itself”.

Πράγματι, στην αναρχοσυνδικαλιστική ή επαναστατική συνδικαλιστική αντίληψη, η εργατική τάξη, θεωρούμενη από τη σκοπιά τής χειραφέτησης τής οποίας είναι φορέας, δεν ορίζεται πρώτα ή κυρίως από την ταξική πάλη, από την εκμετάλλευση, την καταδυνάστευση και τη φυσική / σωματική και ηθική δυστυχία που αυτά δεν παραλείπουνε να προκαλέσουν. Η χειραφετητική της δύναμη εξαρτάται ουσιαστικά από την ικανότητά της, ιστορικά και τοπικά καθορισμένη, να συγκροτείται ως μια αυτόνομη, ανεξάρτητη και καταφατική δύναμη, έχοντας στη διάθεσή της όλες τις υπηρεσίες, όλους τους θεσμούς και όλες τις αξίες που είναι απαραίτητες για την ανεξαρτησία της, οι οποίες εξαρτώνται μόνο από την ικανότητά της να δημιουργήσει έναν άλλο κόσμο. Για τον αναρχοσυνδικαλισμό και τον επαναστατικό συνδικαλισμό, η εργατική τάξη πρέπει πρώτα να κάνει μια ριζική απόσχιση, ώστε να μην έχει τίποτα κοινό με την υπόλοιπη κοινωνία. Η συζήτηση / έρευνα αναφορικά με αυτό το ελευθεριακό στοιχείο τού εργατικού κινήματος αυτονομισμού, η οποία ξεπερνά σε μεγάλο βαθμό τα συχνά αβέβαια ιδεολογικά σύνορα, φέρει το πολύ ξεκάθαρο όνομα, από μια νιτσεϊκή σκοπιά, του «εργατικού αυτονομισμού». Το εργατικό κίνημα πρέπει να «αυτονομηθεί» από την υπόλοιπη κοινωνία. Αυτό ακριβώς εξηγεί ο Προυντόν στο βιβλίο του: De la Capacité politique des classes ouvrières, το οποίο εκδόθηκε μετά το θάνατό του και αναμφίβολα είναι ένα από τα κείμενα που διαβαστήκανε περισσότερο, από τους εργάτες αγωνιστές, πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: «Ο αυτονομισμός που προτείνω είναι η ίδια η προϋπόθεση τής ζωής. Το να διαχωρίσει κανείς τον εαυτό του, να ορίσει τον εαυτό του, σημαίνει να είναι• όπως όταν συγχωνεύεται και απορροφιέται κανείς χάνει τον εαυτό του. Το να κάνουμε μια διάσπαση, μια νόμιμη διάσπαση, είναι ο μόνος τρόπος που έχουμε να διεκδικήσουμε το δίκιο μας [...]. Αφήστε την εργατική τάξη, αν παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της, αν επιδιώκει κάτι άλλο πέρα από μια φαντασίωση, να υπερασπίζεται την αλήθεια: πάνω απ' όλα, πρέπει να ξεφύγει από τους κηδεμόνες της και [...] να ενεργεί στο εξής και αποκλειστικά μόνη της και για τον εαυτό της».
In this way of seeing, the class struggle is obviously not absent, but it has nothing dialectical anymore. For revolutionary syndicalists and anarcho-syndicalists, the strike, the privileged expression of the class struggle, is first of all a founding and untimely act that could in many ways be qualified as autistic, a tearing of time that is always singular and circumstantial, a rupture of the previous links and fetters that, through the multiplication of partial conflicts, contributes decisively to the transformation of the very being of the worker. In this incessant repetition of the strike, the workers’ organizations can give themselves immediate objectives, make agreements; these objectives are always secondary and these agreements always provisional. For what constitutes them as revolutionary forces, they do not aim at any reasonable compromise because defined by the framework in which it is made, at any “satisfaction” that would come from the economic and social order from which they obtain it. Even and especially when they sign conventions, the workers are not in a situation of demand. They are content to obtain a part of their “right”, provisionally, while waiting to obtain it in its entirety, freely, without other “respondents” than themselves. If the workers don’t ask for anything, it’s because they don’t feel any envy for the old world they want to abolish. Their revolt is a pure affirmation of the forces and the movement that constitute them, and it is only in a derivative way that they are forced to fight the reactive and reactionary forces that oppose this affirmation. They ask nothing from anyone, but everything from themselves, from their capacity to express and develop the power they carry.

Υπό αυτήν την οπτική, είναι προφανές πως η ταξική πάλη δεν απουσιάζει, αλλά αυτό που απουσιάζει τελείως είναι η διαλεκτική. Για τους επαναστάτες συνδικαλιστές και τους αναρχοσυνδικαλιστές, η απεργία, η προνομιακή έκφραση τής ταξικής πάλης, είναι πρώτα απ' όλα μια θεμελιώδης και πρώιμη πράξη που θα μπορούσε με πολλούς τρόπους να προσδιοριστεί ως αυτιστική, ένα σκίσιμο τού χρόνου που είναι πάντα μοναδικό και περιστασιακό, μια ρήξη με τους προηγούμενους δεσμούς και εμπόδια, που μέσω του πολλαπλασιασμού των επιμέρους συγκρούσεων συμβάλλει αποφασιστικά στη μεταμόρφωση τής βαθιάς ουσίας τού εργάτη. Σε αυτήν την αδιάκοπη επανάληψη τής απεργίας, οι εργατικές οργανώσεις μπορούνε να δώσουνε στους εαυτούς τους άμεσους στόχους, να κάνουνε συμφωνίες• αυτοί οι στόχοι είναι πάντα δευτερεύοντες και αυτές οι συμφωνίες πάντα προσωρινές. Διότι οτιδήποτε τις κάνει να είναι επαναστατικές δυνάμεις, είναι πως δεν στοχεύουνε σε κανέναν εύλογο συμβιβασμό γιατί θα ορίζεται από το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται και οποιαδήποτε «ικανοποίηση» θα προερχόταν από την οικονομική και κοινωνική τάξη από την οποία την αποκτούσαν. Ακόμα και ειδικά όταν υπογράφουνε συμβάσεις, οι εργάτες / εργαζόμενοι δεν βρίσκονται σε κατάσταση ζήτησης. Αρκούνται να αποκτήσουν ένα μέρος τού «δικαιώματος» τους προσωρινά, ενώ περιμένουνε να το αποκτήσουνε στο σύνολό του, ελεύθερα, χωρίς άλλους «ενδιαφερόμενους» εκτός από τους ίδιους. Αν οι εργάτες / εργαζόμενοι δεν έχουν αιτήματα, είναι γιατί δεν νοιώθουνε φθόνο για τον παλιό κόσμο τον οποίο θέλουνε να καταργήσουν. Η εξέγερσή τους είναι μια καθαρή επιβεβαίωση των δυνάμεων και του κινήματος που τους συνιστούν, και μόνο δευτερογενώς αναγκάζονται να πολεμήσουνε την αντίδραση και τις αντιδραστικές δυνάμεις που αντιτίθενται σε αυτήν την επιβεβαίωση. Δεν ζητάνε τίποτα από κανέναν, αλλά τα πάντα από τον εαυτό τους, από την ικανότητά τους να εκφράζουνε και να αναπτύσσουνε τη δύναμη που έχουν.
In another way, we find Nietzsche’s approach, perceptible as early as Zarathustra and later in his will to overthrow values (not in the sense of turning them into their opposite but in the sense of destroying the tables of the law), to cut history in two and to establish an entirely new world. As with Nietzsche, the libertarian project, affirmative and differential, is part of a messianic type of approach that can be found almost everywhere in industrializing societies, from Spanish anarchism to the libertarian Judaism of Central Europe described by Michael Löwy. The theme of the general strike or its popular expression of the “Big Night”, illustrates well this radical conception of the revolutionary struggle of the libertarian workers’ movement. With the general strike, which gives the meaning of partial strikes, the working class stops everything, crossing its arms. Like the trumpets of Jericho, it is its way to break down the walls of the existing order, deploying the power of another possible. In this conception of the Revolution, the working class has effectively nothing to ask, nothing to say to anyone else, since it claims to be everything and, above all, something entirely new that no one can give it, since it is it that brings it.

Διαφορετικά, συναντάμε την προσέγγιση τού Νίτσε, αντιληπτή ήδη από τον Ζαρατούστρα και αργότερα στη θέλησή του να ανατρέψει τις αξίες (όχι με την έννοια να τις μετατρέψει στο αντίθετό τους αλλά με την έννοια τής καταστροφής των βίβλων τού νόμου), να κοπεί η ιστορία στα δύο και να δημιουργηθεί ένας εντελώς νέος κόσμος. Όπως και με τον Νίτσε, το ελευθεριακό εγχείρημα, καταφατικό και διαφορoποιημένο, είναι μέρος μιας μεσσιανικού τύπου προσέγγισης η οποία μπορεί να βρεθεί σχεδόν παντού στις βιομηχανικές κοινωνίες, από τον ισπανικό αναρχισμό μέχρι τον ελευθεριακό Ιουδαϊσμό τής Κεντρικής Ευρώπης ο οποίος περιγράφεται από τον Michael Löwy. Το θέμα τής γενικής απεργίας ή υπό τη λαϊκή της έκφραση ως η «Μεγάλη Νύχτα», απεικονίζει καλά αυτή τη ριζοσπαστική αντίληψη τής επαναστατικής πάλης τού ελευθεριακού εργατικού κινήματος. Με τη γενική απεργία, η οποία δίνει το νόημα στις μερικές απεργίες, η εργατική τάξη σταματάει τα πάντα, σταυρώνοντας τα χέρια της. Όπως οι τρομπέτες τής Ιεριχούς, είναι ο τρόπος της να γκρεμίσει τα τείχη τής υπάρχουσας τάξης, αναπτύσσοντας τη δύναμη μιας άλλης δυνατότητας. Υπό αυτήν την αντίληψη τής Επανάστασης, η εργατική τάξη ουσιαστικά δεν έχει τίποτα να ζητήσει, τίποτα να συζητήσει με κανέναν άλλον, αφού ισχυρίζεται ότι είναι τα πάντα και, κυρίως, κάτι εντελώς νέο που κανείς δεν μπορεί να το δώσει, αφού είναι αυτή που το φέρνει.

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: