Ο αμερικανικός νότος, χρόνια θρεμμένος από την κοινωνική απομόνωση και τον περιορισμό, συνέπειες ενός ισχυρού, ρατσιστικού μηχανισμού, έδωσε στον τόπο του, μα και σε ολόκληρο τον κόσμο το απόσταγμα αυτής, ακριβώς της αίσθησης. Τα «μπλουζ» της Λουιζιάνα και της πολιτείας της Τζόρτζια συμπύκνωσαν όλη την απομόνωση, όλη τη χυδαιότητα και την περιθωριοποίηση, με τις οποίες η «κοινωνία των λευκών» αντιμετώπισε την επουσιώδη, δερματική διαφοροποίησή τους. Ίσως μερικοί από τους πιο σημαντικούς κιθαριστές και βαθιά συνειδητοποιημένους μουσικούς, προέκυψαν από εκείνα τα μέρη, στις όχθες του μεγάλου Μισισίπι. Άνθρωποι που ανέδειξαν ένα νέο, μουσικό άκουσμα, το τίμησαν, το προίκισαν με εμπειρίες και αισθήματα ζωής, καλλιεργώντας ένα είδος μουσικής τέχνης, το οποίο κάλλιστα μπορεί να χαρακτηριστεί «συναισθητικό.» Με τούτο τον όρο, περιγράφεται εν γένει η παράλληλη διέγερση περισσοτέρων της μιας, αισθήσεων. Έτσι και η μουσική του αμερικανικού νότου, με τον κατακτημένο της ρυθμό, κατόρθωσε να ερεθίσει ολόκληρο τον κόσμο, ένα παγκόσμιο, με άλλα λόγια κοινό, προτού εισαχθεί με θριαμβολογίες και «δάφνες» θεωρητικές μες στα πιο σπουδαία, μουσικά θέατρα. Οι Ρόμπερτ Τζόνσον και Μπλάιντ Λέμον Τζέφερσον, -για να αναφέρουμε ορισμένες από τις μυθικές, «προπατορικές» μορφές του μπλουζ, με αφετηρία τις διασταυρώσεις των λεωφόρων 61 και 49 της αμερικανικής ενδοχώρας και τα «θεάματα των ιατρικών», τραγουδώντας άρρυθμα, λυπημένα ημιτόνια, εκκλησιαστικής καταγωγής, κατέκτησαν τη μουσική σκηνή, προτείνοντας ένα νέο είδος, το οποίο έμελλε να διαμορφώσει ως τις μέρες μας τον παγκόσμιο, μουσικό «χάρτη.» Η αισθαντικότητα και η σκληρή πείρα του νότου αποτέλεσαν έναν συνδυασμό ακαταμάχητο, ένα πεδίο έμπνευσης που πρότεινε το δικό της, παρθένο, ψυχικό τοπίο.
Πολλές οι αντιστοιχίες, οι γειτνιάσεις, αν συλλογιστεί κανείς τους Έλληνες πρόσφυγες μιας παλιάς Ελλάδας. Περιθώριο, απομόνωση, λανθάνουσες, κοινωνικές συμπεριφορές, όνειρα και διαψεύσεις τραγουδήθηκαν από τους πρώτους ρεμπέτες, μιας κοινωνίας, η οποία στα πρότυπα των δυτικών επιταγών, φρόντιζε πάντα να καλλιεργεί μικρές ή μεγαλύτερες, πληθυσμιακές απομονώσεις. Ανθρώπινα σύνολα, εγκαταστημένα σε φτωχά προάστια, εκτός των μέσων παραγωγής, έξω από κάθε δράση, καταδικασμένοι να βιώνουν με επώδυνο τρόπο το παρόν, προικισμένοι να ονειρεύονται με χάρη το λαμπρό παρελθόν των πατρίδων τους.
Η κοινωνία γεννά. Με τούτο το αξίωμα κατά νου, μπορούμε να ερμηνεύσουμε την ανάγκη αυτών ακριβώς των ανθρώπων να μιλήσουν στην ίδια γλώσσα, για ίδια ζητήματα. Η καταγωγή τους αρχικά έφτανε, αποτελούσε με ικανοποιητικό τρόπο έναν κοινό, καλλιτεχνικό παρονομαστή. Γρήγορα όμως, το ίδιο το εν εξελίξει αστικό τοπίο, προσέφερε περισσότερο υλικό για την καλλιτεχνική διέγερση αυτών των ανθρώπων. Η καλλιτεχνική τους φύση, προέκταση της ίδιας της ζωής, τράφηκε από την τελευταία, φιλτράροντας την οδύνη, το αίσθημα της διάψευσης μες στην ίδια τη μουσική.
Η μουσική θεώρηση της συγγένειας των μπλουζ του αμερικανικού νότου και των ρεμπέτικων ρυθμών των πειραιώτικων προαστίων συνιστά μια εξειδικευμένη οπτική. Εκείνο που εξηγεί και αποδεικνύει ακόμα και τούτη την όψη του πράγματος, δεν είναι άλλο από την κοινωνική συγγένεια, η οποία μοιάζει να ξεπερνά σε πλήθος περιπτώσεων συνοριακές ή κατευθυντήριες γραμμές. Η γένεση των μπλουζ εντοπίζεται στο αφροαμερικανικό στοιχείο. Πρόκειται για τους απογόνους εκείνων των πρώτων ανθρώπων, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στο «νέο», τότε «κόσμο» ως δούλοι και σκλάβοι εκείνων που ευαγγελίζονταν τις περίφημες, αναπτυξιακές πορείες για τα έθνη και τις φυλές. Μέσα τους επωάζεται μια συγκλονιστική πρόσμιξη αμερικανικής και αφρικανικής κουλτούρας, στα σώματα και τις ψυχές βαραίνει από τη μια η αρχαία ήπειρος και από την άλλη μια δεύτερη πατρίδα, καινούρια μα σκληρή.
Κάπως έτσι και οι πρόσφυγες από την ανατολή, απομεινάρια μιας καιόμενης Ελλάδας, κάμουν ένα βήμα κοντύτερα στη δύση, καθώς εγκαθίστανται στα μεγάλα, αστικά κέντρα της ηπειρωτικής χώρας. Μες σε τούτα θα δεχτούν και θα αφομοιώσουν την ελληνική κουλτούρα. Φυσικά δεν πρόκειται για ένα αυτόνομο υλικό, μα για ένα κληροδότημα ευρωπαϊκών ρευμάτων και τάσεων, το οποίο κατέστη αντικείμενο οικειοποίησης και εμπλουτισμού με ένα είδος ελληνικότητας, οριοθετημένου από μεμονωμένα πρόσωπα και αντιλήψεις, διοχετευμένου σε κάθε μορφή τέχνης, ακριβώς με τούτο το διώμα. Η ιαμβική «προίκα» της ανατολής, το αρχαιοελληνικό υλικό, όπως κατοχυρώθηκε ως μια σπουδαία, ιστορική ακμή με ισχυρή εντοπιότητα προσδίδει το καινούριο ύφος στην τέχνη των «φερμένων» Το ελληνικό, ρεμπέτικο τραγούδι δεν θα προσφέρει ποτέ έναν ανοδικό ψυχισμό, αντίστοιχο με τη δυτική, πολυφωνική μουσική. Ετούτος ο μελωδικός σκοπός, σχεδόν αποκλειστικά μονόργανος, «τραγουδά» τη λύπη και τον καημό, ακριβώς γιατί ετούτα τα στοιχεία κυριάρχησαν στα ερείπια της ελληνικής γης, ύστερα από τη διάψευση του «μεγάλου οράματος.»
Τα ειδικά, κοινωνικά χαρακτηριστικά ομοιάζουν κατά πολύ. Τόσο για τους εκφραστές του νέου είδους, όσο και για τους μύστες και στους δυο, φυσικά ορίζοντες. Πλήρης αποδοχή της κοινωνικής σκληρότητας, αίσθημα ήττας και ταπείνωσης, μεταφρασμένο σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως τεχνητοί παράδεισοι αποτέλεσαν για χρόνια τη μόνη παρηγοριά για ανθρώπους, οι οποίοι απώλεσαν, δίχως προσωπική υπαιτιότητα την ίδια την αξιοπρέπειά τους. Η απομόνωση αρχικά λειτούργησε ως φωλιά για την κύηση των νέων, αυτών ειδών. Η θεώρησή τους αυτή, όμως και η κοινωνική καταδίκη των εκφραστών τους γρήγορα μετεβλήθη σε τροχοπέδη για την περαιτέρω ανάδειξή τους, όχι μόνο ως λαογραφική πτυχή μα κυρίως ως ζωντανός οργανισμός, ικανός να «αναπνεύσει» την αίσθηση της εποχής και των ανθρώπων της. Τούτο θα μεταβληθεί τα επόμενα χρόνια, όταν τελικά το κοινό θα εκτιμήσει την ίδια την τέχνη και όταν θα σταθεί «ορθάνοιχτο» στις νέες προσφορές. Προσφορές ψυχής, εμπορευόμενες από τα πιο μύχια, τα πιο συγκλονιστικά βιώματα.
Τα «μπλουζ» και τα ρεμπέτικα τραγούδια γεννιούνται και ακμάζουν, αντλώντας το συναισθηματικό υλικό τους από την ίδια την ανθρώπινη ιστορία, όπως εξειδικεύεται μέσα από τις προσωπικές ιστορίες. Η τέχνη, η μουσική η ίδια προκύπτει μες στον ψυχισμό, τροφοδοτείται από το μεγαλύτερο σύνολο της ιστορίας και τελικά γίνεται κτήμα του ίδιου του ατόμου. Η πορεία των καιρών απέδειξαν την ειλικρίνεια και τη μοναδικότητα των δύο μουσικών ειδών. Με σαφείς κουλτούρες, ξέχωρες, διαχρονικές, έχοντας ως αφορμή την ιστορία, η μουσική κατορθώνει να περιγράψει τις αγωνίες και τους πόνους των ανθρώπων. Τέτοια τέχνη, λοιπόν, από όπου και αν εκπορεύεται, είτε δηλαδή από τα χαμηλά, σαν ντροπή σπίτια των προσφυγικών συνοικισμών, είτε πάλι από τις βαλτώδεις, παράκτιες περιοχές ήσυχων ποταμών, συνιστά μέγεθος καθολικό. Τούτο, επειδή ερμηνεύει με τον πιο ολοκληρωτικό τρόπο το ανθρώπινο συναίσθημα.
Πρόκειται περί μιας επανειλημμένως ειπωμένης θεώρησης. Μα δεν υφίσταται μια τέτοια στόχευση. Ο λόγος εδώ, περί ψυχής και αισθήματος ανθρώπινου. Τίποτε άλλο.
Ο Μπουφετζής και το “how dry i am”
Το “how dry i am” (πόσο στεγνός είμαι) είναι το τραγούδι των μπαρ των αμερικάνικων λιμανιών (στεγνός από την έλλειψη οινοπνεύματος). Ο Γιώργος Μπάτης αντέγραψε το ρυθμό, νοιώθοντας οικεία τη μουσική των φτωχολαπηλειών των ΗΠΑ και όχι την αστική μουσική της Αθήνας) αντέγραψε και έφτιαξε τον δικό του ανεπανάληπτο “Μπουφετζή” (Γ.Δ)
Πηγή: 24grammata.com.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου