LIV
The chariot-wheels of Doom! Now, hear them roll
Across the desert and the noisy mart,
Across the silent places of your heart –
Smile on the driver you will not cajole.
Οι ρόδες των αρμάτων τής Μοίρας! Να, άκουσέ τες που κυλούν
Μέσ’ από την έρημο και τη θορυβώδη αγορά,
Μέσ’ από τα ήσυχα μέρη τής καρδιάς σου –
Στον οδηγό χαμογέλα που μάταια θα καλοπιάσεις.
LV
I never look upon the placid plain
But I must think of those who lived before
And gave their quantities of sweat and gore,
And went and will not travel back again.
Ποτέ δεν κοιτάζω τα γαλήνια πεδία
Αλλά πρέπει να σκεφτώ εκείνους που ζήσανε προτού
Κι όλο τους τον ιδρώτα και το αίμα δώσανε,
Και πήγανε και δεν θα επιστρέψουνε ποτέ.
LVI
Aye! verily, the fields of blandishment
Where shepherds meditate among their cattle,
Those are the direst of the fields of battle,
For in the victor's train there is no tent.
Ναι! Πράγματι, τα λιβάδια τού ξελογιάσματος
Που οι βοσκοί διαλογίζονται στα βοοειδή τους ανάμεσα,
Είναι τα τρομερότερα πεδία μαχών,
Γιατί δεν υπάρχει σκηνή για του νικητή το καραβάνι.
LVII
Where are the doctors who were nobly fired
And loved their toil because we ventured not,
Who spent their lives in searching for the spot
To which the generations have retired?
Πού είναι οι γιατροί που απολύθηκαν ευγενικά
Και αγαπούσανε τη δουλειά τους γιατί δεν τολμήσαμε,
Που πέρασαν τις ζωές τους ψάχνοντας
Τον τόπο που οι γενιές έχουν αποσυρθεί;
Πηγή: gutenberg.org.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου