LXXI
We suffer – that we know, and that is all
Our knowledge. If we recklessly should strain
To sweep aside the solid rocks of pain,
Then would the domes of love and courage fall.
Υποφέρουμε – αυτό ξέρουμε, και αυτό είναι
Ό,τι γνωρίζουμε. Αν απερίσκεπτα κοπιάσουμε
Να παραμερίσουμε τούς στέρεους βράχους τού πόνου,
Τότε θα πέφτανε τής αγάπης και του θάρρους οι θόλοι.
LXXII
But there is one who trembles at the touch
Of sorrow less than all of you, for he
Has got the care of no big treasury,
And with regard to wits not overmuch.
Αλλά υπάρχει κάποιος που τρέμει στο άγγιγμα
Της θλίψης λιγότερο από όλους σας, γιατί
Δεν έχει φροντίσει για κανένα μεγάλο θησαυρό,
Και με μέτρο όσον αφορά το πνεύμα.
LXXIII
I think our world is not a place of rest,
But where a man may take his little ease,
Until the landlord whom he never sees
Gives that apartment to another guest.
Νομίζω πως ο κόσμος μας δεν είναι τόπος ανάπαυσης,
Αλλά κει που ένας άνθρωπος μπορεί να ηρεμήσει λίγο,
Μέχρις ο ιδιοκτήτης, τον οποίον ποτέ δε βλέπει,
Να δώσει αυτό το χώρο σ’ έναν άλλον επισκέπτη.
LXXIV
Say that you come to life as 'twere a feast,
Prepared to pay whatever is the bill
Of death or tears or – surely, friend, you will
Not shrink at death, which is among the least?
Πες πως έρχεσαι στη ζωή ως να ‘ταν ένα γλέντι,
Προετοιμασμένος να πληρώσεις, όποιος κι αν είναι του θανάτου ή των δακρύων
Ο λογαριασμός ή – σίγουρα, φίλε, δεν θα περιοριζόσουνα
Στο θάνατο, που είναι απ’ τα πιο μικρά;
LXXV
Rise up against your troubles, cast away
What is too great for mortal man to bear.
But seize no foolish arms against the share
Which you the piteous mortal have to pay.
Επαναστάτησε κόντρα στα προβλήματά σου, ξεφορτώσου
Ό,τι ‘ναι πολύ βαρύ για να τ’ αντέξει ο θνητός άνθρωπος.
Αλλά μην αρπάζεις ανόητα όπλα κόντρα στο μερίδιο
Που εσύ, ο αξιολύπητος θνητός, πρέπει να πληρώσεις.
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου