09 Μαρτίου 2011

Χαριτίνη Ξύδη - δύο ποιήματα

Αλμανάκ.


κοιμάμαι μόνη τα βράδια σ' ένα κλουβί
μετά τα μεσάνυχτα είμαι άσαρκη
κοντά στις τρεις τα ξημερώματα βλέπω
ήλιους δεμένους σε καλάμια
που τυφλώνουν
σε μερικές πόλεις ο ήλιος είναι ρολόι
στη Σαϊγκόν ό,τι σκοτώνεις σαν σκοτάδι
ζωντανεύει σαν ήλιος - σε καταδιώκει το φως του
μικρά τίποτα κάτεργα
είναι το μυαλό μου από φλόγες
αντηχεί πυρρό
μόλις που προλαβαίνω να τον σώσω
πέφτουν πάνω του φύλλα οριστικά
γύρω στις πέντε τον κρατώ και φεύγουμε
στον καταυλισμό
τα βεδικά σήμαντρα λένε
ama et fac quod vis
καμπύλες που τρέχουν τα ποιήματα
είναι πύλες συμπάντειες
περίβλεπτα δυστυχείς
η τσιγγάνα το διάβασε
από τη Δύση ώς την Ανατολή
όλα αντίστροφα
όταν πέφτει τ' άστρο του Κρόνου στο ποτάμι
το δέντρο ο πάπυρος οι αυγές η νύχτα ο δείκτης
με τυλίγουν ρίζες αστρικές
ομφάλιοι λώροι
με τρώνε έντομα φρικτά
με κοιμίζουν στις στάχτες
κι ανάμεσα ονειρεύομαι
λυμένη ν' ανασαίνω θάλασσα θάλασσα
όλα τα ασχήματα θάλασσα
κι αυτός δίπλα μου νεκρός
στον Νότο ήρωες αμίλητοι
με φαλλούς ολάνθιστους
με μεταμορφώνουν σε Καρυάτιδα
χρειάζομαι φρανόλ
κάποια ακινδυνότητα σφυρίγματος
κι ονόματα πολλά βαρυπενθή
βαβυλωνιακά περσικά δάση με
σπινθήρες
-in girum imus nocte et consumimur igni-*
παλίνδρομα ψιχαλίσματα
καρκινικές νύχτες
χαμήλωσε τόσο το σκοτάδι που πέρασε
μέσα μου τρέμοντας σαν Χριστός
μετά τον Μυστικό Δείπνο
έμμισθοι ακροβάτες
πιστωτές αγοραίοι
ιερές εξετάσεις
χωράνε στα αφροδισιακά κόκκινα
πώς αστράφτει ο σφυγμός σου
σαν αστραπή κι είσαι χωρίς ανάσα τόσο γενναίος
σπείρα σπείρα η Αστάρτη με τη σκιά της
σε άμαξα εφήμερη
τι να σου στείλω από την άκρη
το νήμα το προεδεμικό να πιάσεις
πικρέ πρίγκιπα στο σκοτεινό σκαλοπάτι
αναζητείς αυτό που θα υπάρξουμε
κι αυτό πάλλεται κι αυτοσχεδιάζει
και ξεφεύγει
στο καμπαναριό στα όστρακα
στα σκαθάρια στις πινέζες
στα βυτιοφόρα και στα βενζινάδικα
στους τροχαίους έρωτες και στη λαχτάρα
που κεντά τατουάζ στο σώμα των κομητών
και πας και κρύβεσαι στα εκκοκιστήρια
πεσσός με φωνήεντα που ήταν κάποτε ελεύθερα αγρίμια
λεόντειος σέρνεσαι στο τσουβάλι
ασκητής και νηστεύεις από στρόβιλους και παπαρούνες
λέγεται το ποίημα σπόρος πλανόδιος βέβηλος
μπαστούνι που λικνίζεται μπροστά στη χάση του οφθαλμού
αγνοείς τις αψίδες αλλα σταυροφόρος μόνο εκεί καταλήγεις
για την αλήθεια που έχω κρύψει μάκρυνες από τα κουκούλια
απολήγει στη σαρκοφάγο η ανάσταση και η αντανάκλασή της
πολικός αστέρας ο παράδεισος
αμέθυστοι αχάτηδες τρύπες και σαϊτες και εγώ δεν ξέρω
πώς να βαδίσω μια σταλιά επιτάφιο ωκεανό όρθια






Η άμπελος


Η άμπελος, η άμπελος, είπε κι έτρεξε προς τα κει, σαν ελάφι που τα κέρατά του ήταν κλαδιά, και τα χνάρια του άδυτα. Ετρεξα πίσω του, παρ' όλο που δεν είχε πέρασμα ,αλλά μπορούσα συχνά και να πετάω.Τον βρήκα να μασάει τα κληματόφυλλα,να τρώει βουλιμικά τα σταφύλια. Ηπιε κρασί και μέθυσε κι άρχισε να λέει ακατάληπτα λόγια όπως ότι ο κύκλος του θα κλείσει τελειώνοντας στα δάχτυλά μου. Οτι σημαδεμένοι θα ζήσουμε στην τόση έκσταση της λατρείας και μετά κανείς δεν θα μας συγχωρεί. Μπορεί -έλεγε- να πάθουμε και κανένα κακό γιατί οι αμαρτίες πληρώνονται εδώ και γρήγορα. Είχα ακούσει ότι έκαιγε βοτάνια αγιόριζα και κινάμωμο προκειμένου να τους κάνει να μην με φωνάζουν μάγισσα άλλου καιρού - αυτό τον ενοχλούσε αφόρητα, πιθανόν γιατί μερικές φορές το πίστευε κι εκείνος. Κάποτε έτσι με κοίταζε σαν κινούμενο σκοτεινό είδωλο που -ορμητικός ποταμός- τον κυνηγούσε. Γι' αυτό έτρεχε και τώρα προς την άμπελο γιατί με είχε δει στην παραφροσύνη. Ηθελε να γλιτώσει από μένα.

Στην άμπελο ζούσαμε και κανείς δεν το ήξερε πως όλες τις νύχτες του μήνα είχε πανσέληνο-ερείπια που όρθριζαν και κυοφορούσαν το πιο εύθραυστο άνθος μιας άπληστης ερωτικής παράνοιας.


Ξαφνικά όλα σώπασαν -όλα έπρεπε να μείνουν βουβά- ώς τη φανέρωση και το βήμα αλάνθαστο για μια νύχτα ακριβή όλο εξομολογήσεις. Σ' αυτή την ευδία του μισοσκόταδου -το φεγγάρι μελάνιαζε αργά, ώσπου έγινε ολοστρόγγυλος μώλωπας στο κέντρο του ουρανού- το τάνυσμα του ανεξήγητου τον είχε τρελάνει και κλονισμένος είπε πως είναι η Σελήνη θαμμένη θεά κι εγώ στην ομίχλη των νερών δείχνω ξωτικό. Αρχισε να με φοβάται σίγουρα. Γι' αυτό τον μεταμόρφωσα σε νερολούλουδο και του επέστρεψα το πρόσωπό μου σταγόνα σταγόνα όπως το ήξερε πριν μαγέψω. Στις σκήτες της αμπέλου τώρα με την όραση της Πυθίας φρουρώ την έρημο ενώ μόνο η θάλασσα με κατοικεί. Αυτός είναι ο τριγωνικός κύκλος αν θες να ξέρεις.


πηγή: poema