06 Φεβρουαρίου 2012

από "Το Κουτσό" του Julio Cortazar



[...] μια ανώνυμη τρομπέτα και ύστερα το πιάνο, όλα τυλιγμένα μέσα στους αχνούς ενός παλιού γραμμοφώνου και μιας άθλιας εγγραφής, μιας ορχήστρας της συμφοράς πριν από την εποχή της τζαζ, σε τελική ανάλυση απ' αυτούς τους παλιούς δίσκους, απ' αυτά τα showboats και τις νύχτες στο Στόρυβιλ είχε γεννηθεί η μοναδική παγκόσμια μουσική του αιώνα, κάτι που πλησίαζε τους ανθρώπους περισσότερο και καλύτερα από την Εσπεράντο, την Ουνέσκο ή τις αεροπορικές εταιρίες, μια μουσική αρκετά πρωτόγονη ώστε να φτάνει στην παγκοσμιότητα και αρκετά καλή ώστε να δημιουργεί τη δική της ιστορία, με τα σχίσματα, τις αποκηρύξεις, τις αιρέσεις, το τσάρλεστον, το μπλακ-μπότομ, το σίμυ, το φόξ-τρότ, το στομπ, τα μπλουζ της, ώστε να επιτρέπει τις ταξινομήσεις και τις ετικέτες, αυτό ή εκείνο το στυλ, το σουίνγκ, το μπήμποπ, η cool, να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο ρομαντισμό και τον κλασικισμό, τη hot και την εγκεφαλική τζαζ, μια ανθρώπινη μουσική, μια μουσική με διαφορετική ιστορία από εκείνη της ζωώδους και ηλίθιας μουσικής χορού, της πόλκας και του βαλς, της σάμπας, μια μουσική που σου έδινε τη δυνατότητα να την αναγνωρίζεις και να την εκτιμάς τόσο στην Κοπεγχάγη όσο και στη Μεντόσα ή στο Κέηπταουν, που έφερνε πιο κοντά τα νέα παιδιά με τους δίσκους κάτω απ' τη μασχάλη, που τους χάριζε ονόματα και μελωδίες σαν σύμβολα για να αναγνωρίζονται και να συνδέονται και να νιώθουν λιγότερο μόνα, περιστοιχισμένα καθώς ήταν από αφεντικά και οικογένειες και απέραντα δυστυχισμένους έρωτες, μια μουσική που δε δέσμευε τη φαντασία και επέτρεπε το προσωπικό γούστο, τη συλλογή εβδομηνταοχτάρηδων χωρίς τραγούδι με τον Φρέντυ Κέπαρντ ή τον Μπανκ Τζόνσον, τον αντιδραστικό εκλεκτικισμό του Ντίξιλαντ, την ακαδημαϊκή εξειδίκευση στον Μπιξ Μπάιντερμπεκε ή το άλμα στους χώρους της μεγάλης περιπέτειας απ' τον Τελόνιους Μονκ, τον 'Οράς Σίλβερ ή τον Θαντ Τζόουνς, την κακογουστιά του Έρολ Γκάρνερ ή του Αρτ Τέιτουμ, τις μεταμέλειες και τις απαρνήσεις, την προτίμηση για τα μικρά συγκροτήματα, τις μυστηριώδεις εγγραφές με ψευδώνυμα και τίτλους που επέβαλλαν οι εταιρίες δίσκων ή το κέφι της στιγμής και όλον αυτόν τον ελευθεροτεκτονισμό του σαββατόβραδου στο δωμάτιο ενός φίλου φοιτητή ή στο υπόγειο της παρέας, με κορίτσια που προτιμούσαν να χορεύουν, ενώ άκουγαν το Star Dust ή το When your man is going to put you down, και μύριζαν γλυκά και απαλά άρωμα και δέρμα και ζέστη, που άφηναν να τις φιλήσεις όταν ήταν πια αργά, γιατί κάποιος είχε ήδη βάλει το The blues with a feeling και σχεδόν κανείς δε χόρευε πια, μόνο στέκονταν όρθιοι και λικνίζονταν και όλα ήταν θολά και βρόμικα και άθλια και όλα τ' αγόρια θα 'θελαν να βγάλουν αυτά τα ξεμανίκωτα χλιαρά φορέματα ενώ τα χέρια χάιδευαν την πλάτη και τα κορίτσια είχαν το στόμα μισάνοιχτο και παραδίνονταν σε ένα θεσπέσια ηδονικό τρόμο και στη νύχτα. Τότε ξεπηδάει μια τρομπέτα και τις κατακτά εξ ονόματος όλων των αντρών, παίρνοντας τις με μια μοναδική ζεστή φράση που τις κάνει να πέσουν σαν κομμένα φυτά μες στην αγκαλιά των καβαλιέρων τους και γίνεται ένας αγώνας δρόμου μέσα στην ακινησία, ένα πήδημα στον αέρα της νύχτας, πάνω από την πόλη, ώσπου ένα μικροσκοπικό πιάνο τις γυρίζει πίσω στον εαυτό τους, εξαντλημένες και συμφιλιωμένες και ακόμα παρθένες ως το επόμενο Σάββατο, κι όλα αυτά με μια μουσική που τρομοκρατεί τους ακροατές στην πλατεία, όλους αυτούς που πιστεύουν πως τίποτα δεν είναι αληθινό αν δεν υπάρχουν τυπωμένα προγράμματα και ταξιθέτριες, και έτσι προχωρεί ο κόσμος και η τζαζ είναι ένα πουλί που μεταναστεύει ή μετακινείται ή μετοικεί ή μετεμψυχώνεται, πηδώντας εμπόδια, εξαπατώντας τους τελωνειακούς, κάτι που τρέχει και βιάζεται και απόψε το βράδυ η Έλα Φιτζέραλντ τραγουδάει στη Βιέννη ενώ ο Κένυ Κλαρκ εγκαινιάζει στο Παρίσι μια υπόγεια μπουάτ και στο Περπινιάν χοροπηδάνε τα δάχτυλα του Όσκαρ Πήτερσον και ο Σάτσμο βρίσκεται παντού μ' αυτό το δώρο της πανταχού παρουσίας που του παραχώρησε ο Κύριος, στο Μπέρμινχαμ, στη Βαρσοβία, στο Μιλάνο, στο Μπουένος Άιρες, στη Γενεύη, σ' όλο τον κόσμο, είναι αναπόφευκτο, είναι η βροχή και το ψωμί και το αλάτι, κάτι που αδιαφορεί πλήρως για τις εθνικές εορτές, για τις ιερές παραδόσεις, για τη γλώσσα, για τη λαογραφία: ένα σύννεφο χωρίς σύνορα, ένας κατάσκοπος του νερού και του αέρα, μια αρχετυπική μορφή, κάτι από πριν ή από κάτω, που συναδελφώνει τους Μεξικανούς με τους Νορβηγούς και τους Ρώσους και τους Ισπανούς, τους ενσωματώνει και πάλι στην αμυδρή απολησμονημένη κεντρική φωτιά, αδέξια και άσχημα και επισφαλώς τους ξαναγυρίζει στην προδομένη τους κοινή καταγωγή, τους φανερώνει πως υπάρχουν ίσως και άλλοι δρόμοι κι αυτός που πήρανε δεν ήταν ο μοναδικός μα ούτε κι ο καλύτερος ή πως υπάρχουν ίσως κι άλλοι δρόμοι και πως αυτός που πήρανε ήταν ο καλύτερος, πως υπάρχουν όμως ίσως κι άλλοι δρόμοι που είναι όμορφο να τους περπατάς και εκείνοι δεν τους πήραν ή τους άφησαν στη μέση και πως ο άνθρωπος είναι πάντα κάτι περισσότερο από άνθρωπος και πάντα κάτι λιγότερο από άνθρωπος, περισσότερο από άνθρωπος γιατί εμπεριέχει αυτά που ή τζαζ υπαινίσσεται και παρακάμπτει και ακόμα προβλέπει και λιγότερο από άνθρωπος γιατί απ' αυτήν την ελευθερία που του δόθηκε έφτιαξε ένα παιχνίδι αισθητικής ή ηθικής, μια σκακιέρα όπου περιορίζεται να είναι ο τρελός ή το άλογο, έναν ορισμό της ελευθερίας που τον διδάσκουν στα σχολεία, στα σχολεία ακριβώς όπου ποτέ δε διδάχτηκαν και ποτέ δε θα διδαχτούν στα παιδιά τα πρώτα μέτρα ενός ράγκταϊμ ή η πρώτη μελωδική φράση ενός μπλουζ, κ.λπ. ,κ.λπ.

I could sit right here and think a thousand miles away
I could sit right here and think a thousand miles away
Since I had the blues this bad, I can't remember the day...






Δεν υπάρχουν σχόλια: