Οι Πέπλοι.
Άρχισαν να ξετυλίγουνται
και να κατεβαίνουν
από παντού τριγύρω μου...
Πρώτα κατέβηκαν οι μακρινοί,
μόλις διακρινόμενοι
νόμιζα πως ερχότανε,
νόμιζα πως πλησίαζαν
καπνίζουσες ομίχλες,
κατέβαιναν οι πέπλοι,
κατέβαιναν από παντού
- σαν να τερμάτιζαν θεάματα
και πίσω τους οι θεατές
να 'χαν συναποθάνει
ή να ΄γιναν φασματικοί
κι αποπνευματωμένοι -
κατέβαιναν οι πέπλοι
- από που δεν ξέρω,
ίσως από τον ουρανό,
ίσως από στρώματα υπέρτερα -
κατέβαιναν, κατέβαιναν παράλληλοι,
κατέβαιναν από παντού τριγύρω μου...
Πρώτα κατέβηκαν οι μακρινοί,
μόλις διακρινόμενοι,
κι ύστερα οι πλησιέστεροι,
πυκνοί, σαν υποκύανοι,
λίγο τεφροί, κάπως γλαυκώδεις...
Ήταν αργό το ξεδίπλωμα.
Σε κάθε πέπλο τελείωνε
το σάλεμα του κατεβάσματος
κι ύστερα κάθε πέπλο ακινητούσε
με πτυχώσεις αμετάβλητες
αποφασισμένες ν' αναμείνουν την αιωνιότητα.
Εδώ που ήμουνα
κανένας άνεμος
ποτέ δεν μπορούσε να πνεύσει.
Οι πτυχώσεις λοιπόν έμεναν.
Τ' αργό κατέβασμά τους ήτανε
ψυχορραγία της κινήσεως
κι οριστικός κατόπι θάνατος της.
Κατέβηκαν, κατέβηκαν
κι όλα συντελεστήκανε
χωρίς κανένα θόρυβο
- μ΄αυτήν την έλλειψη θορύβου
ίσως μονάχα η σκέψη λειτουργεί -
κατέβηκαν από παντού και με κυκλώσανε,
που, αν άπλωνα τα χέρια μου,
τους πιο κοντά ν΄αγγίξω...
Τότε μονάχα κατάλαβα:
Κατάλαβα το μάταιο κάθε κινήσεως μου,
την κύκλωση και την αιχμαλωσία μου
απ' αυτά τα χωρίς αντίσταση
τ΄αραχνοειδή κι ατέλειωτα πράγματα.
Αν άπλωνα τα χέρια μου
τα πρώτα να παραμερίσω,
αλλά κατόπι
κι άλλα μετά
κι ύστερα κι άλλα
και συνέχεια πολλά
θα 'πρεπε να παραμερίζω
κι όλο να περνώ
και πουθενά να μην πηγαίνω...
(Τους πέπλους που κατέβηκαν
και στάθηκαν να περιμένουν την αιωνιότητα
δεν τους μέλει
η λίγη και παροδική
σμασμωδική φρικίαση
που θα τους δώσει η μάταιη
προσπάθεια της φυγής μου.)
Καταλαβα τη ματαιότητα
κάθε κινήσεως μου,
κατάλαβα και στέκουμαι
με κρεμασμένα χέρια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου