Κατωτέρω παρατίθενται οι "Ύμνοι" του ποιητή Ρήγα Γκόλφη από τα τεύχη του Νουμά, υπ' αριθμό 633 και 658 (του 1919) και 711 (του 1920):
Ο Νουμάς - Τεύχος 711Βιολί
Το δοξάρι σου μαχαίρι.
Το βιολί σου, εγώ.Σφάζεις.Το σκληρό σου χέρι
ξέρω να οδηγώ.
Δάκρυ του βιολιού τον ήχο
στάζ΄ η δοξαριά.
Το κυλά η ψυχή στο στίχο
μ'άυλη μαστοριά.
Μες στης τέχνης σου το κύμα
που αρμενίζεις, πας,
μιας ξανθιάς παίρνεις το σκήμα
και μ' αεροχτυπάς.
Α!τ' αλάλητο τραγούδι
αφίλητο φιλί!
Σα μπουμπούκι για λουλούδι
γύρο απ' το βιολί…
Το μαχαίρι σου μου αγγίζει
την καρδιά. Πονώ.
Τ'άλικο αίμα μου φλογίζει
τον πικρό ουρανό.
Πλανεμένο το φεγγάρι
μοίρεται βουβά.
Το παθητικό δοξάρι
εντός μου το τραβά.
Της ζωής λυγά τα τέλια
μιας θυσίας ορμή.
Στα θλιμμένα χαμογέλια
ποια χαρά θερμή!
Μες στης νύχτας την αχνάδα
-θεία παρηγοριά -
σα μιαν άσβηστη λαμπάδα
τρέμ'η δοξαριά.
Κ'ύστερα μηνώντας πάλι
την ανατολή,
νέα πνοή απ' το μυρογιάλι
ο ήχος στο βιολί.
Μες στ' αψά τα μεσημέρια
τι δροσιά ο σκοπός!...
φωτοπάλατα,λημέρια,
κόσμος χαρωπός.
Τα χινόπωρα, οι χειμώνες
κ'η καλοκαιριά,
ποια πλημμύρα στους αιώνες,
ποια φυρονεριά!
Το δοξάρι σου να λείψει -
πάει μου κι ο σφυγμός…
Όλα η μοίρα ας τα συντρίψει!
Κι ο βαθύς λυγμός
της στερνής, που θα σωπάσει,
μαύρης δοξαριάς,
-χάρος, αέρας μες στην πλάση,
νότος και βοριάς.
Πώς να σβήσω
Της εξοχής προσκέφαλο
χάρισέ μου ένα βράδυ,
ν’απολάψω τον ύπνο μου
στ’ανοιξιάτικο χάδι.
Με τα πρώτα χαράματα
μαγικά να ξυπνήσω,
κι όλη μέρα, στο ηλιόνειρο
της χαράς σου, να ζήσω.
Μες στ’ απόσκια του κήπου σου,
στο καλύβι σου απ’ όξω,
να δεθώ με τον έρωτα,
κάθε μίσος να διώξω.
Του απονήρευτου γέλιου σου
το τραγούδι ν’ ακούσω.
Μες στη γάργαρη ανάβρα του
ποια κρίματα να λούσω!
Κι όταν καταμεσήμερο
πέσει γαλήνη γύρω,
στα χρυσόμαυρα μάτια σου
ζυγιασμένος να γείρω.
Τα χωράφια ν’ ανοίξουνε
παπαρούνες γεμάτα,
μα τ' αγκάθια της φρόνησης
να μου φράξουν τη στράτα.
Και σαν έρθει το σούρουπο
και μάθεις πως θα φύγω,
τ'ασυγνέφιαστο βλέμμα σου
να θαμπώσει για λίγο.
Μ’ένα δάκρυ αφανέρωτο
την καρδιά σου να βρέξω,
δέντρα,δρόμους, φαντάσματα,
στεφάνι να τα πλέξω.
Δουλειά,φαρμάκι, σκύψιμο…
Στη ζωή μου καμιά σκόλη.
Πληγωμένος,μεσάνυχτα
να γυρίσω στην πόλη.
Να φτάσω αγάλια σπίτι μου,
Με θολό, μαύρο πνέμα,
Να πέσω στο κρεβάτι μου
σα να μου ‘λειψε το αίμα.
Και πριν χάσω τ' αχνάρια σου
σε χάρου μονοπάτια,
να γυρέψω τη μάνα μου
να μου κλείσει τα μάτια.
Η καρδιά
Στο βαθύ το μεσονύχτι
που αγρυπνά με ένας καημός,
το κορμί μου όλο ταράζει
μυστικός,αργός ρυθμός.
Η καρδιά μου είναι μια στάλα,
κι όμως τόσα έχει αιστανθεί
που όλη η ζήση μου εκεί μέσα
στένεψε για να κριθεί.
Πιο πολύ κι από το νου μου,
τρέχει,ορέγεται, νογά.
Κάθε λύπης ή χαράς μου
τους καρπούς τρυγά.
Μέσα της ο κόσμος όλος
Πάθη,αγάπες της ζωής,
ως την ώρα εκεί σταλάζουν
της στερνής πνοής.
Ω χαρές, πόσα φαρμάκια
την ποτίσατε κρυφά,
κι ω μαράζια, πόσες γλύκες
από σας ρουφά…
Η καρδιά μου είναι μια στάλα,
κι όμως τόσα έχει αιστανθεί,
που τα πάντα βλέπει τώρα
μ’ένα νόημα βαθύ.
Και ποτέ δε θα λυγίσει,
δε θα γείρει να χαθεί,
σαν το λούλουδο στο βάζο
δε θα μαραθεί.
Σα δεν έβρει τη γαλήνη
την ελπίδ’ απανεμιά,
θα παλέψει όσο να σπάσει,
με την τρικυμιά.
Να γράψω
Πάνω στ’ ώριμο στήθος σου
που απ’ τον ίμερο τρέμει,και που γερά το δείρανε
των ερώτων οι ανέμοι,
πάνω στ’ ώριμο στήθος σου
που πλατύ φέγγει μπρος μου,
μ’όλα μαζί τ' απόκοτα
του ανονείρευτου κόσμου,
που φαντάζει σα ρόδινο
χαρτί,γι’ αγάπης γράμμα,
σα μετώπη μαρμάρινη
στου κορμιού σου το θάμα,
πάνω στ’ ώριμο στήθος σου
-ω πιο πολύ από Μούσα -,
τεχνίτης πολυστέναχτος
πριν χαθώ, να μπορούσα
σε φαρμάκι χρυσάχτιδο,
τα χείλη μου αφού βάψω,
με φιλήματα πύρινα,
τον ύμνο σου να γράψω.
Λίγη άνοιξη
Η αγάπη σου μ’ ανέβασε
στον παράδεισο απάνω.
Τη μαύρη μοίρα πάτησα,
τ'άσπρο όνειρό μου φτάνω.
Κι α γυρίζω ασυντρόφιαστος
πονεμένος ακόμα,
στο μαρτύριο της νιότης μου
και στ’ αχάριστο χώμα,
προσμένω λίγην άνοιξη
παπαρούνες ν’ αδράξω,
κι απάνω στον παράδεισο
της γης αίμα να στάξω.
Λουΐζα
Στης ζωής το ταξίδι,
-τι ταξίδι γοργό -λίγης ώρας παιχνίδι
σε λαχτάρησα εγώ…
Σε φωτόλουστη μπύρα,
κάποια νύχτα θολή,
μεθυσμένος σου πήρα
πληρωμένο φιλί.
Τότες ήμουν στην πρώτη
του καημού απελπισιά.
Φλογισμένη μου η νιότη
και ζητούσε δροσιά…
Μα σα μείναμε μόνοι,
ω Λουΐζα μικρή,
της καρδιάς μας ποιοι πόνοι
πλημμυρίσαν πικροί!
Γι’άλλη κλαίω, πληγωμένος,
και μεθώ να ξεχνώ,
Της αγάπης διωγμένος
Από γη και ουρανό.
Γι’άλλον κλαις. Κι αν το μάτι
σου δακρύζει φριχτά -
γκρεμός, δόλος, απάτη
χάσκουν μπρος σου ανοιχτά.
Κ’οι δυο πόνοι ενωμένοι,
νοιώσαν τέτοια χαρά,
τη χαρά που μας δένει
μια,μα αιώνια φορά.
Στης ζωής το ταξίδι,
-το ταξίδι γοργό -
λίγης ώρας παιχνίδι
Σ'είδα, σ’ έχασα εγώ…
Μ’από τότε Λουΐζα,
φως η απλή μου καρδιά,
κ’έχει κλείσει, κορνίζα,
την τρελή μας βραδιά.
Σε παιδικό φίλο
Γιαννάκη φίλε ˙ από τα πρώτα νιάτα
την απάτη αρματώθηκες, θυμήσου.
Τα μάτια, δίψα ολόμαυρα γεμάτα ˙
το μυαλό σου, αργοκίνητο ˙ η ψυχή σου,
της αρετής δε γνώρισε τη στράτα.
Κύμα του πονηρού, η συνείδησή σου.
Για τη μάθηση σου είπανε: απελπίσου,
για το γκρεμό της ηθικής: σταμάτα…
Μα κούφιος, αλαφρός, γλυκός στο κρίμα,
της κοινωνίας ανέβηκες τη σκάλα…
Ξακουστό,πλάι σε πρόσωπα μεγάλα,
σ'αγναντεύω με δόξα και με χρήμα.
Τιμές και θαμασμοί, παιχνίδια σου είναι.
Γιαννάκη,πιο τρανός ακόμα γίνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου