14 Ιουλίου 2013

Κωστής Παλαμάς - Δωδεκάλογος του Γύφτου - Λόγος Ζ

ΛΟΓΟΣ Ζ' - ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΚΑΚΑΒΑΣ


Λεύτεροι στίχοι, λεύτερα μιλείτε.
Α. ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ (Στιχουργήματα)

Εμπρός! Θέλω για πατρίδα τον απέραντο
ροδοκοκκινισμένο ορίζοντα. Ζηλεύω εγώ
κι έχω για τζάκι μου μονάκριβο μια
ταξιδεύτρα του ήλιου αχτίδα.
Μ. GUYAU (Στίχοι ενός φιλόσοφου)

Κοντά στου Ρωμανού την Πύλη 
πέφτει τ' απλόχωρο λιβάδι, 
τ' ολόχλωρο, τ' ολανθισμένο, 
κι από παντού το απαλοζώνουν 
της άνοιξης τα περιβόλια˙ 
και στ' Απριλιού του μήνα το έβγα 
το κάστρο αγνάντια το μεγάλο 
το τριδιπλοθεμελιωμένο, 
κι αυτό χλωρό κι ολάνθιστο είναι˙ 
κισσοί κι αγράμπελες και δάφνες 
βραγιές τα κάνουν ως κι αυτά 
τα πολεμόχαρα μουράγια 
τα πυργωτά.

Βόσκουν κοπάδια στο λιβάδι, 
πρόβατ', αλόγατα, γελάδια, 
και κάποτε κοπάδια ανθρώπων 
μαυρολογάν εκεί και βουίζουν, 
για να χυθούν ετοιμασμένα 
στα μεθοκόπια ή στα σεφέρια.

Και τώρα μπήκε ο Μάης ο μήνας, 
μπήκε με την Πρωτομαγιά του, 
τη χαροκόπα θυγατέρα, 
και να στ' απλόχωρο λιβάδι,
στ' ολόχλωρο, στ' ολανθισμένο, 
μεθάει και σκούζει και φρενιάζει 
της γυφτουριάς το πανηγύρι, 
το πανηγύρι της Κακάβας. 
Κι η ρεματιά που το χωρίζει 
το ένα τ' απλόχωρο λιβάδι 
σε δυο αδερφάκια λιβαδάκια, 
βλέπει απ' τη μια της άκρη, βλέπει 
κι από την άκρη της την άλλη, 
σε μια τριγύρω νερομάνα, 
γιορτή παράξενη μεγάλη 
το χρόνο μια φορά, 
στο έμπα του Μάη του μήνα, 
στ' άνθια του Μάη και στη χαρά.

Έρχονται οι γύφτοι, οι γύφτοι, οι γύφτοι!
Κι έρχονται οι γύφτοι που κρατήσαν
για μια στιγμή το πλάνεμά τους,
κι αποκουμπήσαν σε καλύβια
σκεπής εκεί έναν ίσκιο να 'βρουν,
να πουν πως είναι σπιτωμένοι,
και πως χαρήκανε τη ζέστα
γλυκοφερμένη από το τζάκι
κι από την πόρτα την κλεισμένη,
και πως χαρήκαν και το δρόσος
που ανάλαφρα φυσάει και μπαίνει
απ' τ' ανοιγμένο παραθύρι˙
κι ήρθαν οι γύφτοι που ξεπέσαν
κι οι αρρίζωτοι ψευτορριζώσαν,
και συγγενέψαν με τους ξένους,
με τους αλλόφυλους ταιριάσαν,
κι οι ξένοι δεν τους αγαπήσαν,
τους αρνηθήκαν και οι δικοί τους,
και τους μισήσανε πιο απ' όλους,
το αίμα τους, οι άλλοι οι γύφτοι,
κι ήρθαν οι καταφρονεμένοι
κι αυτών των καταφρονεμένων.
Κι είναι οι καλύβες τους πιο έρμες
κι απ' τα ρημάδια τα καμένα,
κι εκείνοι πιο δυστυχισμένοι,
γιατί τους διώχνει και το σπίτι, 
και δεν τους θέλει ούτε κι ο δρόμος˙
γιατί κι η Λευτεριά η θεότη,
πόχει τη δύναμη και κάνει
και την κακία ακόμα θεία,
τους έλειψε κι η λευτεριά,
στο μολεμένο αέρα μέσα,
στις πολιτείες και στα χωριά.
Μπάσταρδοι, ψεύτες, κλέφτες, πόρνοι˙
κι είναι η κακία τους χωρίς
φωτιά κι ανάστημα κι αέρα,
για χριστιανοί, για τούρκοι, για άθεοι,
και ζουν εδώ και ζουν εκεί,
και παραδέρνουν πάντα, γύφτοι
καθιστικοί.

Και να και οι γύφτοι, στερνολείψανα 
μιας αρχοντιάς πόχει πεθάνει˙ 
και ξεχωρίζουν απ' τον άλλο 
γυμνό κουρελιασμένονε όχλο, 
κι αστράφτουνε στον ήλιο οι όψες τους, 
λεπίδες καλοακονισμένες, 
κι από τ' αλύγιστα κορμιά τους 
κάποιες ματιές, κάποια σαλέματα 
ξέρουν ακόμα να οδηγάν, 
ξέρουν ακόμα και προστάζουν. 
Και τα δασά χυτά μαλλιά τους 
σκιάδια πλατύγυρα τα ισκιώνουν, 
κι απάνω τους αεροσαλεύουν 
τούφες φτερών, και τριζολάμπουν 
μαλλινομέταξα καφτάνια, 
φέρμελες φλωροκαπνισμένες˙ 
ξέχωροι απάνω στ' άλογά τους, 
κι ευγενικοί και καπετάνιοι, 
και σαν ταφόπετρες φαντάζουν 
τα μέτωπά τους, και θαμμένα 
κάτω απ' αυτές ζωές και τύχες, 
νιάτα, καιροί, μεγαλοσύνες. 
Και θα μπορούσες να ξανοίξεις 
με κόπο και στα πρόσωπά τους 
διαλεχτό κάτι και καθάριο, 
που, πριν για πάντα να βουλιάξει 
στα βάθια πέλαου οργισμένου, 
σπαράζει απάνου απάνου, και είναι, 
στιγμή πικρότατη στερνή, 
κι είναι το σπάραγμα κι ο αγώνας 
για γλυτωμό που δε θα 'ρθεί.

Κι ήρθαν κι οι γύφτοι οι διαβασμένοι 
κι οι σκεφτικοί κι οι βυθισμένοι 
στ' αξήγητου το ξήγημα, ήρθαν, 
κι ήρθαν κι οι γύφτοι οι χτυπημένοι 
από την πέτρα της μελέτης, 
κι οι μαντευτάδες κι οι αστρολόγοι, 
κι οι γητευτές κι οι ρουχολόγοι, 
κι οι ξηγητάδες των ονείρων. 
Κι αυτοί που λεν, και δεν σωπαίνουν, 
τα παραμύθια τα παράξενα, 
τα παραμύθια τα φερμένα 
κι αυτά σα μύρα και πετράδια 
μες' απ' τις πρώτες τους πατρίδες 
τις γιγαντόπλαστες που είν' όλα 
άπνιχτα, ανέγγιχτα, περίσσια. 
Κι εκείνοι που διηγούνται κάποιες 
μαύρες θλιμμένες ιστορίες, 
κι ας τις φωτίζουν φωτοκαύτες 
ήλιοι παντού σκληρά χυμένοι. 
Κι ήρθαν και οι γύφτοι που γνωρίζουν 
των πλανητών τα κατατόπια 
κι όλα τα μυστικά των άστρων, 
και που μιλάνε με τ' αστέρια, 
και που θωρώντας τα μαντεύουν 
ζωές, αγάπες, μοίρες, χάρους. 
Κι ήρθαν οι γύφτοι όσοι μερεύουν 
τα φίδια με τα εφτά κεφάλια 
που χίλιους θάνατους σκορπίζουν˙ 
κι ήρθαν οι γύφτοι με τα φίδια 
που τα μερεύουν και χορεύουν 
και που βραχιόλια πλέκοντάς τα 
σφιχταγκαλιάζονται με κείνα. 
Κι ήρθαν κι οι γύφτοι που διαβάζουν 
με τα σιβύλλικα τα μάτια, 
τω γυναικώνε τους τα μάτια, 
στα χέρια απάνου, σ' όποια χέρια, 
σα σε βιβλία και σε δεφτέρια, 
της Μοίρας τα κρυφά γραμμένα. 
Γύφτοι σοφοί και γύφτοι μάγοι, 
φτάνει να θέλανε, μπορούσαν 
σε κάθε τόπο να ριζώσουν, 
σε κάθε γένος να φαντάξουν, 
καρδιές και γνώμες να υποτάξουν. 
Δε θέλουν, τίποτε δε θέλουν, 
μονάχα θέλουν να διαβαίνουν, 
περήφανοι και πεισματάρηδες, 
ξένοι, γυμνοί και αφορισμένοι, 
με τα κοράκια, με τα σύγνεφα, 
και με τους γερανούς τους περατάρηδες˙ 
δεν είναι ανήμποροι. Είναι οι γύφτοι.

Κι ήρθαν κι οι γύφτοι, που τα κάμαν 
σαν τη ζωή τους και τα σπίτια, 
και τα θεμέλιωσαν απάνου 
στ' αμάξια τους, κι αυτά κυλάνε, 
και βόιδια σέρνουν τα ζεμένα, 
κι απ' τους ελέφαντες κάτι έχουν 
κι έχουνε κάτι απ' τα καράβια˙ 
και καθώς πάνε και περνάνε 
στενά, κακοτοπιές και ρούγες 
τριζοβολάνε και βογγάνε˙ 
και κάποτε μπροστά τα σπίτια, 
και πίσω οι γύφτοι λαχανιάζουν, 
και κείνα δείχνονται σα να 'ναι 
ιερό και μέγα κάτι τι˙ 
σαν αϊπιτάφιοι, σαν κιβωτοί.

Να και οι τουρκόγυφτοι, οι σκηνίτες, 
η αμάλαγη, η καθάρια γέννα! 
Πάντα κι από παντού διαβαίνουν, 
μαύρα σπαθόφτερ' αγριοπούλια 
μες στα παλάτια και μέσα στα έρμα, 
κι η ασύντριφτη κρατάει ψυχή τους 
άσκυφτ' ολόισο το κορμί τους, 
και της ψυχής τους η αγριάδα 
μες' απ' τα μαύρα φωτερά τους
λυσσομανάει, κι είν' αχαμνοί
και χεροδύναμοι, απ' ατσάλι 
κι από κεντρί.
Χαρά οι χιονιές, χαρά η βροχή, 
και πανηγύρι το λιοπύρι˙ 
και πιο μεγάλο πανηγύρι, 
στη γυμνή γη, καθώς σε βρίσκει 
γυμνόνε ο Χάρος και σε πνίγει, 
κι ο θάνατος μέσα στην τέντα, 
στην ανεμόδαρτη και στη σκισμένη, 
καθώς χυμάει και σε μαραίνει.

Γαντζάοι, Κατσίβελλοι, Νετότσοι, 
Σίντηδες, Ρόμοι, Ζαπαράδες, 
κάθε όνομα, κάθε γενιά! 
Κι οι βουλγαρόγυφτοι απ' το Δούναβη, 
κι οι γύφτοι απ' τη Μολδοβλαχιά, 
κι από την Κύπρο κι απ' τον Καύκασο, 
κι οι γύφτοι από τα Δωδεκάνησα˙ 
κι οι μελαψοί κι οι αρκουδοτρόφοι, 
κι οι ατσίγγανοι με τις μαϊμούδες, 
κι οι ζουρναχείληδες εδώ είναι 
κι οι σγουρομάλληδες εδώ είναι, 
κι εδώ είν' οι μπόιδες κι οι φονιάδες, 
κι αυτοί που πίστη μολογάνε 
κάθε λατρείας, κάθε θρησκείας, 
κι είν' άπιστοι, κι είν' άθεοι, κι είναι, 
ποτέ δεν είναι με κανένα, 
κι απάνου απ' όλα αδιάφοροι είναι, 
και κάτου απ' όλα ξεγλιστράνε, 
κι απ' όλα σέρνονται πιο κάτου. 
Κι αυτοί που ζούνε με τους λύκους 
μέσα στα σπήλια και στις τρύπες, 
άγριοι, μισόγυμνοι, έρμοι, πλάνοι, 
κι έχουν τα χέρια τους καμάκια, 
κι έχουν τα δόντια τους αρπάγια, 
και θρέφονται με κρέατα γάτων, 
με σάρκες ποντικιών και σκύλων, 
κι είναι σα γύπες και σα γρύπες 
κι απ' όλα ελεύτεροι, και κάποτε 
κι από τα σπήλια κι απ' τις τρύπες.
Κι ήρθανε κι οι καλαθοπλέχτες, 
να κι οι αλογοπραματευτάδες˙ 
πεταλωτήδες, ξυλοκόποι, 
γύφτοι ξωμάχοι και σκαφτιάδες, 
γύφτοι άνεργοι και δουλευτάδες, 
κι όσοι θερίζουν το χρυσάφι, 
και που ποτέ δεν το ποθήσαν, 
κι όσοι αγναντεύουνε των άλλων 
τα χαροκόπια και τις έγνοιες 
και τα φιλιά και τις αμάχες, 
και τον ιδρό του φαμελίτη 
και τη ντροπή που της γυναίκας 
τα δροσομάγουλα πυρώνει, 
και τον καπνό που από το τζάκι 
το σπιτικό γλιστράει και φεύγει, 
την αρχοντιά, τη φτώχεια και όλα˙ 
και τίποτε δεν τους ξαφνίζει, 
κι όλα σαν όνειρα τα βλέπουν, 
και κάθε νύχτα στα τσαντήρια, 
γυρνούν, κι είν' ίδιοι, πάντα είν' ίδιοι.

Κι ήρθαν κι οι γύφτοι που δουλεύουν 
το χάλκωμα και το καλάγι, 
κι οι ατσίγγανοι οι καλοτεχνίτες, 
κι οι γύφτοι οι σφυροκόποι να τους! 
με τα πανάρχαια σύνεργά τους, 
με τα διπλά τους φυσητήρια, 
γύφτοι χαλκιάδες με τα σύνεργα 
τα χίλια μύρια, 
ξεσκαλιστάδες της φωτιάς, 
κρατώντας την πάντ' αναμμένη 
και σα να παίρνουν από κείνη 
πάντα όση δύναμη τους μένει.

Κι ήρθαν κι οι πλάστες οι μεγάλοι 
που είναι τα έργα τους από ήχο 
κι από ρυθμό κι από όνειρο είναι, 
κι ήρθαν κι οι γύφτοι οι λαλητάδες˙ 
κι ήρθαν οι γύφτοι που ξεχνάνε, 
κι ως και τη γλώσσα τους ξεχνάνε, 
από τη μια στην άλλη χώρα, 
και την αλλάζουνε κι εκείνη 
καθώς αλλάζουν τα ραβδιά τους, 
περπατητάδες, από το 'να 
κι απ' τ' άλλο δέντρο κόβοντάς τα, 
και η γλώσσα τους ποτέ δε στέκει, 
μόνο κι απ' όπου κι αν περάσουν, 
λόγια από κάθε λαό κλέβουν, 
και στα δικά τους τα ταιριάζουν 
τα ξένα λόγια, καθώς ζέβουν 
τα ζα στα κάρα τους απάνου, 
που είναι μαζώματα και κείνα
της αρπαξιάς, κι είν' απ' ολούθε. 
Κι ένα μονάχα δεν αρπάζουν, 
κι ένα μονάχα δεν αλλάζουν, 
κι ένα ο καρπός της αμοιριάς τους, 
κι ένα της άκαρδης καρδιάς τους 
το πλάσμα. Πλάσμα εσύ από ήχο, 
πλάσμα ρυθμού και πλάσμα ονείρου, 
εσ' είσαι η γλώσσα τους η μία 
κι η ασάλευτη και η μυστική! 
Κι ήρθαν κι οι γύφτοι οι μουσικοί.

Γύφτισσες ήρθανε ντυμένες 
φανταχτερά γιορτής φουστάνια, 
γύφτισσες ήρθαν και κρεμάνε 
χοντρά γυαλιστερά γιορντάνια, 
με κόκκινα φορέματα ήρθαν, 
με κίτρινα μακριά μαντήλια˙ 
ω λάγνα μάτια, ω κόρφοι, ω χείλια! 
Κι ήρθαν ανθοστεφανωμένες 
μ' όλα τα λούλουδα του Μάη, 
κι άνθια κρατώντας και στα χέρια, 
ντέλφια χτυπάνε και κουδούνια, 
και κύκλους πλέκουν και χορεύουν 
και τραγουδάν το Μάη το Μάη, 
κι ανάμεσό τους αρχινάει, 
ξεχωρισμένη από τις άλλες, 
τρικυμισμένο ένα χορό, 
λυγιέται, σέρνεται, πετάει, 
κορίτσι δεκοχτώ χρονώ
στο μανιωμένο το χορό, 
και του χορού βασίλισσα είναι, 
κι άφρισμα, λάγγεμα, τρεμούλα, 
η γυφτοπούλα, η μαγιοπούλα!

Κι ήρθαν οι γύφτισσες, οι γύφτισσες, 
οι γύφτισσες που τραγουδάνε: 
- Τώρα είν' η άνοιξη κι ο Μάης, 
τώρα το καλοκαίρι, τώρα 
κι ο ξένος βούλεται να πάει, 
στον τόπο του να πάει, και τρέχει, 
νύχτα σελλώνει τ' άλογό του, 
νύχτα το καλλιγώνει, βάνει, 
χρυσά τα πέταλα τα βάνει, 
βάνει και τα καρφιά ασημένια. 
Καταραμένοι κι εσείς γύφτοι, 
που να γυρίσετε δεν έχετε 
κανένα τόπο, και πατρίδα, 
γύφτοι, καμιά δεν σας προσμένει, 
ο Μάης ο μήνας σας προσμένει, 
ο Μάης ο ρήγας σας καλεί, 
ελάτε, γύφτοι από τη Δύση 
και γύφτοι απ' την Ανατολή, 
και μ' όλα του τα περιβόλια 
σας κράζει ο Μάης ξεφαντωτής 
στην τρίμερη και στη μονάκριβη 
γιορτή της γύφτισσας ζωής! 
Κι απ' την Κακάβα πόχει μέσα της 
ανάκατα τα πολυσπόρια, 
πικρό, σκληρό κι αρρωστημένο 
το έρμο πιοτό και το φαΐ, 
κι έχει νερό απ' τη νερομάνα, 
μέλι εσείς βγάλτε, βγάλτε γάλα, 
βγάλτε ουρανόβροχο ένα μάνα, 
κι ένα παλιό γερό κρασί, 
ω γύφτοι, ω μάγοι και σοφοί, 
που σας δουλεύουν οι δαιμόνοι 
μες στα γητέματα, στα ξόρκια, 
και μες στη Σολομωνική. 
Νύχτα σελώστε τ' άλογά σας 
και καλιγώστε τα, και πάρτε, 
τ' ασήμι απ' το φεγγάρι πάρτε, 
και το χρυσάφι από τ' αστέρια, 
κι ελάτε πανηγυριστάδες, 
οι αταίριαστοι, έρωτες και ταίρια, 
τρίμερο ανάστα να χαρείτε, 
και μες στ' απλόχωρο λιβάδι 
πατρίδα τρίμερη να βρείτε! -

Κι άξαφνα πρόβαλε την τρίτη μέρα 
σε χρυσοσέλλωτο άτι καβαλάρης 
του Βασιλιά του Βυζαντίου μαντάτορας 
Αποκρισάρης.

Ακρίτες κι ασικρίτες και σπαθάρηδες 
τον τριγυρίζουν,
τα τούμπανα χτυπάν, τα βούκινα 
σαλπίζουν.

Ξαφνισμ' απάντεχο, ερχομός 
αγύρευτος, κι απ' άκρη σ' άκρη 
στου λιβαδιού τα πλάτια και τα μάκρη 
τα κοπάδια καρφώνει ο βουβαμός.

Και μέσα στη σιωπή, κι από ένα πέτρινο 
πατάρι
αγούγεται το βροντολάλημα 
του Αποκρισάρη:

«Γύφτοι, ο Βασιλιάς προστάζει 
ο θεοφύλαχτος˙ εμπρός!
Σώνει πια το πλάνεμα σας, 
κι ο παραδαρμός.

Σας προσμένει το μεγάλο Πενταδάχτυλο 
κι οι κορφές του που λαμποκοπάνε, 
και τα τρίσβαθα γκρεμά˙ 
και του Μαλεβού τα πλάγια
τα κοκκινωπά.

Σας προσμένει η Λακοδαιμονιά
για να τη μεστώσετε που είν' άδεια˙
τα τραχώνια είναι για σας και τα λαγκάδια˙
του Μοριά η καρδιά
σπαρταράει για σε, και της αξίζεις,
Γυφτουριά!

Σύρ' εκεί και χτίσε το Γυφτόκαστρο, 
το προστάζει ο βασιλιάς: 
κι αναπάψου μες στον κόρφο μιας πατρίδας 
και στον ίσκιο μιας φωλιάς.

Κι όταν σε τραβάει και του πολέμου 
και του χαλασμού η ορμή, 
αρματώσου το σφυρί σου για το ρήγα σου 
κι αποκάτω από το νόμο με το λάβαρο 
αγωνίσου ηρώισσα κι εσύ.

Για να συνεπαίρνει σε σαν πρώτα
η γητεύτρα του βιολιού σου ακαματιά
θα 'χεις μες στις πικροδάφνες τον Ευρώτα
σα σε βύθη ενός ονείρου
λαγγεμένος ν' αργοπερπατά.
Και για τα καινούργια σου τα νιώτα
θα 'χεις φυλακάτορα και σκέπη
το τετράψηλο βουνό, που μ' όλα του,
και τα πεύκα και τα χιόνια και τα βάραθρα,
μυριομάτης λαμπρομέτωπος
θα σε κυβερνάει και θα σε βλέπει...»

Μα δεν πρόφτασε το λόγο ν' αποσώσει, 
και το λόγο παίρνω εγώ˙ 
κι απ' το ψήλος άλλης πέτρας 
προς τ' αδέρφια μεγαλόστομα μιλώ.

Μέσα μου ο θυμός είναι σαν όρνιο, 
και σα θάλασσα είν' ο λογισμός˙ 
δεν κρατιέται μέσα μου ένας κόσμος, 
απ' των περασμένων τα όνειρα 
κι από του μελλόμενου τα οράματα 
μεστός κόσμος μυστικός.

- Γύφτε λαέ, άκουσέ με˙ το πρωτόσταλτο είμαι 
σημάδι από την πλάση που θα 'ρθεί, 
κι ύστερα κι από ποιούς καιρούς και χρόνια πόσα! 
Ένας εγώ, και ζω για χίλιους. 
Γύφτε λαέ, άκουσέ με, δε σου μίλησε 
προφήτης σου ποτέ σαν τη δική μου γλώσσα.

Ποιος είναι αυτός που πύργους χτίζει στον αέρα 
με τη φωνή του κράχτη και μοιράζει μας 
βασιλικά τα κάστρα, κι άπρεπων ελπίδων 
ίσκιους μπροστά στα μάτια μας σαλεύει; 
Είμαστ' εμείς οι απάτριδοι κι οι αγιάτρευτοι˙ 
γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων!

Είμαστ' εμείς οι αθάνατοι απολίτιστοι˙ 
κι οι Πολιτείες λημέρια των ακάθαρτων, 
κι οι Πολιτείες ταμπούρια των κιοτήδων˙ 
στη στρούγγα λυσσομάνημα και φαγωμός 
λύκων, σκυλιών, προβάτων και τσοπάνηδων. 
Γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων!

Η μάντρα είν' ο αφίλιωτος οχτρός μας, 
την πλατωσιά του κόσμου τη στενεύει, 
στριγγλόχορτα φυτρώνουν και γοργόνια 
βλαστομανώντας κάτω από τον ίσκιο της˙
του δολερού αναγάλλιασμα, τα μαραζώνει 
τα ξεφτέρια του νου και της καρδιάς τ' αηδόνια.

Το κρίμα εκεί σκορπιός, ποτέ λιοντάρι˙ 
και τον κακό τόνε μολεύει η μάντρα 
και βρέφος ο καλός που τον ποτίζει αφιόνι˙ 
δουλεύτε τον ξανά τον κόσμο στη φωτιά, 
και τα καλά του ξανανθίστε και τα κρίματα, 
χτυπώντας τον, με το σφυρί και με τ' αμόνι.

Περάστε απάνω από τις μάντρες, τα μουλάρια σας
φτερώστε τα σαν τα σκουπόξυλα, 
όταν οι μάγισσες τα καβαλάνε˙ 
ο κόσμος ακομμάτιαστος και απέραντος˙ 
όπου τελειώνουν οι στεριές, 
τα πέλαγα αρχινάνε.

Όσα βουνά κι αν ανεβείτε,
απ' τις κορφές τους θ' αγναντεύτε άλλες κορφές
ψηλότερες, μιαν άλλη πλάση ξελογιάστρα˙
και στη κορφή σα φτάστε την κατάψηλη,
πάλε θα καταλάβετε πως βρίσκεστε
σαν πρώτα κάτω απ' όλα τ' άστρα.

Ο Νόμος, όταν απ' τη γνώμη του σοφού 
δε δίνεται σαν κάτι τι θεόσταλτο, 
στραγγουλιστής και πνίχτης είναι ο νόμος˙ 
πνοή του νόμου που τα πάντα κυβερνά, 
μέσα μας είν' εμάς ο νόμος, αητομάτης˙ 
Νόμος εμάς, νυχτόημερα και πάντα, ο δρόμος.

Ποιός είσαι που μας σπρώχνεις προς το κάρφωμα 
που ανάξιους θα μας έκανε να πίνουμε, 
καθώς τώρα τον πίνουμε, τον ήλιο; 
Η κούπα μας κρατιέται πάντα ολόγιομη˙ 
κι αν έχουμε πατρίδα, φτάνει αυτή ως εκεί 
που φτάνει και του ήλιου το βασίλειο.

Μες στου Εφταπόταμου φυτρώσαμε 
την πλάση που όλη είν' από τέρατα, 
τέρατα και το φως και το σκοτάδι, 
και στέκει ανάμεσό τους ο άνθρωπος 
με τη ζωή που τον πλακώνει σα βραχνάς, 
με τη ζωή, το στοιχειωμένο το λαγκάδι.

Με τους λωτούς και με τους κύκνους μεγαλώσαμε 
με τα ζαρκάδια τρέξαμε στους κάμπους 
του χιλιοποτιστή του Γάγγη, 
αγάπες πλέξαμε με τους θεόρατους 
ελέφαντες, προγόνοι μας βρεθήκανε 
τα φίδια και οι ουρακοτάγκοι.

Εμείς γενιά του προύντζου και του σίδερου, 
σα δουλεμένοι από το χέρι του πρωτόγυφτου 
πατέρα των ανθρώπων Τυμπαλκάη˙ 
μα τήνε πότισε τη ρίζα μας 
κάποιο κρυφό φαρμάκι κι αξεδιάλυτο, 
κι η κατάρα μάς πήρε σαν τον Κάη.

Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί 
τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού, 
σαν τα σκουλήκια που πατεί μας˙ 
μα για ν' αντισταθεί με το σπαθί, 
βρέθηκε σαν πολύ στοχαστική, 
και σαν πολύ ονειρόπλεχτη η ψυχή μας.

Μας ταπεινώσαν όλες οι ταπείνωσες˙
με την απόφαση την ήσυχη του ανέλπιδου
ρουφήσαμε όλους τους καημούς κι όλους τους τρόμους,
στη χώρα που όλες οι ζωές σα φυτρωμένες,
φτερό την κάμαμε τη ρίζα μας, και φύγαμε
μακριά στα ολάνοιχτα προς τους μεγάλους δρόμους.

Με το γλίστρημα φύγαμε των αγριόγατων, 
και με της νυχτερίδας το παράδαρμα, 
και με τη γληγοράδα της ακρίδας, 
και με την καταφρόνια την ασώπαστη 
για τις φωλιές, τα σπίτια και τα κάστρα. 
Γιούχα και πάλε γιούχα της πατρίδας.

Κι από την Ίντια προς το Ιράν περάσαμε, 
κι η Ταυρίδα μας είδε να τραβήξουμε 
πεζοδρόμοι με τους πραματευτάδες, 
και τα κορμιά μας αψηφήσανε δαρμούς 
βουνών, στεπών και ρουμανιών και πόταμων, 
χαλάζια και χαμψίνια και βοριάδες.

Στου Μισιριού τους άμμους πιο βαθιά 
τ' αφήσαμε τα χνάρια μας, ξαφνίστηκε 
της Αφρικής η Σφίγγα και μας βλέπει 
σαν κάτι πιο δυσκολομάντευτο απ' την όψη της˙ 
από το Νείλο ως τον Ευφράτη αστράψαμε 
κι από τη Βεναρές ώς το Χαλέπι.

Κι από της Τραπεζούντας το καστέλι 
της Μαυροθαλασσίτισσας απλώσαμε 
κατά το Δούναβη, μας πήραν τα Μπαλκάνια, 
στην Πόλη τα καράβια μας αράξανε, 
κι οι θρακιώτικοι κάμποι μας δεχτήκανε 
πρώτα πρώτα, δαρμένα καραβάνια.

Κι αν μας έλεγες: «Γύφτοι, θα γυρίσετε 
στην πρώτη σας κοιτίδα την ξεχειλιστή 
απ' τη ζωή που δίχως μετρημό διαβαίνει 
και σύνορα δεν έχει, ανάκατα όλα της, 
απ' τα βουνά ως τα χόρτα, όλα γιγάντικα, 
κι όλα ένα ξαφνισμα σα να τα δένει,

η πρώτη σας πατρίδα σας προσμένει εκεί 
να σας δώσει τη δόξα την απάντεχη 
πόδωκε σε σοφούς και ηρώους, ω σκηνίτες, 
θρονιά μαχαραγιάδων να σας στήσει, 
και να σας προσκυνήσει λωτοστέφανους 
με τους πανάγιους ασκητές και τους προφήτες.»

Και τότε θα σου κράζαμε: «Δε θέλουμε,
το πανηγύρι μη χαλάς˙ γιορτάζουμε
το συντριμμό των αλυσίδων,
ό,τι κι αν είναι, από διαμάντια ή από σίδερα•
οι τρανοί λυτρωμένοι είμαστ' εμείς.
Γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων!»

Κι αν πέσαμε σε πέσιμο πρωτάκουστο 
και σε γκρεμό κατρακυλίσαμε 
που πιο βαθύ καμιά φυλή δεν είδε ως τώρα, 
είναι γιατί με των καιρών το πλήρωμα 
όμοια βαθύ έν' ανέβασμα μας μέλλεται 
προς ύψη ουρανοφόρα.

Το γένος το μοιρόγραφτο είμαστε 
που θα σκοτώσει τις πατρίδες˙ 
του κόσμου η Μάγια, η ακριβή του Βράμα, 
θα υφάνει με τα χέρια της, χαρά 
κι ανθρώπων και θεών, το έργο της,
το πιο ξαφνιστικό της θάμα.

Όλος ο κόσμος, ένας κόσμος, γύφτος, 
σε δόξας θρόνο απάνω, πλάστης, 
με το σφυρί του και με το βιολί, 
της αψεγάδιαστης Ιδέας˙ η πλάση 
σε περιβόλι του Μαγιού ένα πανηγύρι, 
και μια πατρίδα η Γη.

Κι ο κόσμος θα διαλέξει κάποιον Άτλαντα 
ή κάποιον Άθω να σκαλίσει απάνω του, 
μεγαλοφάνταστος τεχνίτης, το άγαλμά μας˙ 
και θ' ανατείλει στ' ουρανού τα τρίσβαθα 
πρωτόφαντο άστρο ξενοχάραγο, 
κι ο κόσμος θα το πει με τ' όνομά μας!»

Κι ακούσαν και τους δυο τους κράχτες,
τον πρώτο αδιάφορα τον είδαν,
και ξαφνιστήκαν απ' το δεύτερο
και κάτι τι σα να αιστανθήκαν,
και τίποτε δεν καταλάβαν,
μονάχα αγώνας τους ταράζει,
σαν τον αγώνα, όταν ξυπνώντας,
να ξαναβρούμε πολεμάμε
κάποιο όνειρο μισοχαμένο
π' όλο το πιάνεις κι όλο φεύγει.
Και καθώς όταν παύει ο άνεμος
το δάσος να ταρακουνάει,
ξεσπάει το σύγνεφο, που πρόσμενε,
στο δάσος και το βροχοδέρνει,
έτσι όταν σώπασαν τ' αντίμαχα
τα λόγια τα ρητορεμένα,
τ' αποκρισάρη από τη μια
και τα δικά μου από την άλλη,
ξανάρχισε, άμυαλο, πολύβοο,
μες στο μαγιάτικο λιοπύρι,
το πανηγύρι της Κακάβας,
της γυφτουριάς το πανηγύρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: