Ανάμεσα στα γράμματα που μου γράφουν οι
αναγνώστες μου υπάρχει μια ορισμένη κατηγορία που όλο και μεγαλώνει και που την
παρακολουθώ σαν σύμπτωμα της όλο και αυξανόμενης διανοουμενοποίησης της σχέσης
ανάμεσα στον αναγνώστη και στην ποίηση. Τα γράμματα αυτού του είδους, που κατά
το πλείστον προέρχονται από αναγνώστες νεαρότερης ηλικίας, δείχνουν μια
παθιασμένη προσπάθεια για ερμηνείες και διασαφηνίσεις. Οι συντάκτες αυτών των
γραμμάτων βάζουν ατέλειωτα ερωτήματα. Θέλουν να μάθουν γιατί ο συγγραφέας
διάλεξε εδώ αυτή την εικόνα, εκεί αυτό το λεξιλόγιο, τι «επιδίωκε» και τι
«ήθελε» να πει μ' αυτό το βιβλίο του, πώς του ήρθε η έμπνευση να διαλέξει
ακριβώς αυτό το θέμα. Θέλουν να μάθουν από μένα ποιο από τα βιβλία μου μου
φαίνεται το καλύτερο, ποιο μου είναι το πιο αγαπητό, ποιες από τις απόψεις μου
και τις προθέσεις μου εκφράζω πιο καθαρά, γιατί για ορισμένα φαινόμενα και
προβλήματα είχα εκφραστεί στα 30 μου χρόνια αλλιώς απ’ ό,τι εκφράζομαι στα 70
μου, πώς είναι το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στον «Ντέμιαν» και την ψυχολογία
του Γιουνγκ ή του Φρόιντ, και τα λοιπά και τα λοιπά. Μερικά απ’ αυτά τα
ερωτήματα προέρχονται από σπουδαστές των ανώτερων σχολών και φαίνονται να
βρίσκονται κάτω από την επιρροή δασκάλων, τα περισσότερα όμως φαίνονται
γεννημένα από γνήσια, ατομική ανάγκη και όλα μαζί δείχνουν εκείνη τη μεταβολή
στη σχέση ανάμεσα στο βιβλίο και στον αναγνώστη που ισχύει παντού, και στην
επίσημη κριτική. Χαρμόσυνο σ' αυτό είναι η δραστηριοποίηση των αναγνωστών: δεν
απολαμβάνουν πια το βιβλίο παθητικά, δε θέλουν πια απλώς να «καταπίνουν» ένα
βιβλίο ή ένα έργο Τέχνης, θέλουν να το κατακτούν και αναλύοντας το να το κάνουν
δικό τους.
Το
πράγμα όμως έχει και την ανάποδη πλευρά του: το να λεπτολογεί κανείς και να
μιλάει σαν ειδικός για τη λογοτεχνία και την τέχνη έχει γίνει σπορ και
αυτοσκοπός και κάτω απ’ αυτήν τη λαχτάρα για κατάκτηση τους με κριτική ανάλυση
έχει υποφέρει πολύ η στοιχειώδης ικανότητα του να βλέπει και να ακούει κανείς
ανεπηρέαστα το περιεχόμενο του βιβλίου ή του έργου τέχνης. Όταν κανείς αρκείται
στο να ερευνήσει σ' ένα ποίημα ή σ' ένα διήγημα το περιεχόμενο από άποψη
σκέψεων, τάσεων, διδακτικού ή εποικοδομητικού νοήματος, αρκείται σε λίγα και το
μυστικό της Τέχνης, το Αληθινό και το Ουσιαστικό χάνεται γι’ αυτόν.
Πρόσφατα
ένας νέος —μαθητής ή φοιτητής— μου έγραψε ένα γράμμα με την παράκληση να του
απαντήσω σε μια σειρά ερωτήματα σχετικά με τον Φραντς Κάφκα. Ήθελε να μάθει αν
θεωρώ ιερά σύμβολα τον «Πύργο» του Κάφκα, τη «Δίκη» του, το «Νόμο» του, αν
συμμερίζομαι τη γνώμη του Μπούμπερ για τη σχέση του Κάφκα με τον εβραϊσμό του,
αν πιστεύω στην ύπαρξη συγγένειας ανάμεσα στον Κάφκα και στον Πολ Κλέε, και
μερικά άλλα ερωτήματα.
Η
απάντηση μου ήταν η ακόλουθη:
Αγαπητέ μου κύριε Μπ.,
...Δυστυχώς
πρέπει να σας απογοητεύσω ολότελα. Τα ερωτήματά σας και ο όλος τρόπος της
στάσης σας απέναντι στην ποίηση δε με εκπλήττουν: έχετε χιλιάδες συναδέλφους
που σκέφτονται παρόμοια μ' εσάς. Αλλά όλα, χωρίς καμιά εξαίρεση, τα άλυτα
ερωτήματά σας προέρχονται από την ίδια λαθεμένη πηγή.
Τα έργα
του Κάφκα δεν είναι πραγματείες για θρησκευτικά, μεταφυσικά ή ηθικά προβλήματα,
είναι ποίηση. Όποιος είναι ικανός να διαβάσει πραγματικά έναν ποιητή,
συγκεκριμένα χωρίς ερωτήματα, χωρίς να περιμένει διανοητικά ή ηθικά
αποτελέσματα, αλλά να δέχεται με απλή προθυμία ό,τι προσφέρει ο συγγραφέας, σ'
αυτόν δίνουν αυτά τα έργα με τη γλώσσα τους την κάθε απάντηση που μπορεί να
επιθυμήσει για τον εαυτό του. Ο Κάφκα δεν έχει τίποτα να μας πει ούτε σαν
θεολόγος ούτε σαν φιλόσοφος, μας μιλάει αποκλειστικά και μόνο σαν ποιητής. Για
το ότι τα υπέροχα έργα του έχουν γίνει μόδα στον καιρό μας, για το ότι διαβάζονται
από ανθρώπους που ούτε το χάρισμα ούτε τη θέληση έχουν ν' αποδεχτούν την
ποίηση, δε φταίει εκείνος.
Για
μένα που από τα πρώτα-πρώτα έργα του Κάφκα ανήκω στους αναγνώστες του, κανένα
από τα ερωτήματά σας δε σημαίνει κάτι. Ο Κάφκα δε δίνει καμιά απάντηση σ’ αυτά.
Μας δίνει τα όνειρα και τα οράματα της μοναχικής, δύσκολης ζωής του, παραβολές
για τα βιώματα του, για τις δύσκολες στιγμές του και για τις ευδαιμονίες του
και αυτά τα όνειρα και τα οράματα είναι τα μόνα που πρέπει ν’ αναζητήσουμε στο
έργο του και ν' αποδεχτούμε, όχι τις «ερμηνείες» που μπορούν να δοθούν σ' αυτά
από οξύνοες ερμηνευτές. Αυτό το «ερμηνεύειν» είναι ένα παιχνίδι της νόησης, ένα
συχνά ωραίο παιχνίδι, καλό για έξυπνους αλλά ξένους προς την τέχνη ανθρώπους,
που μπορούν να διαβάζουν και να γράφουν βιβλία για νέγρικη πλαστική ή για
δωδεκάτονη μουσική, αλλά που ποτέ δε βρίσκουν πρόσβαση για την εσωτερική ουσία
ενός καλλιτεχνήματος, γιατί στέκονται στην πύλη, δοκιμάζουν εκατό κλειδιά σ’
αυτήν και δε βλέπουν καθόλου ότι η πύλη είναι ανοιχτή.
Αυτή
περίπου είναι η αντίδραση μου στα ερωτήματά σας. Πίστευα ότι σας χρωστούσα μια
απάντηση, γιατί είστε σοβαρός στην πρόθεση σας.
(1956)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου