«Εξομολόγηση ή μια Διαπίστωση» – Παύλος Σιδηρόπουλος
Αγαπητέ Παύλο,
Σου γράφω πάλι από ανάγκη. Και αναρωτιέμαι γιατί τάχα, να μην σε γνωρίζουν τα παιδιά για ποιητή, για έναν άνθρωπο που στάθηκε κοντύτερα στο φως. Δεν μιλούν για σένα στα παιδιά. Τα διδάσκουν τις τιμές τους, τα λόγια τα θεατρικά βάζουν στα στόματά τους. Και τα παιδιά κρατιούνται από όσα λένε για τη ζωή σου. Πρόκειται για ένα αντιστάθμισμα, για μια δυνατότητα. Οι στίχοι σου Παύλο, πάει να πει υπήρξαν μια προοπτική. Παύλο σου γράφω γιατί πριν από λίγες μέρες στις εφημερίδες γράψαν πως κάποιος ξύπνησε απότομα από τη φωνή του. Ήταν λέει κάποιος που δεν αγαπούσε το γέλιο του και την αναπνοή του. Πλάι του στεκόταν εκείνος που διάλεξε βιτρίνα στη ζωή του. Το θέμα ολοκληρώθηκε με συζητήσεις φύσεως ψυχολογικής, είπαν πως ο άνθρωπος ήταν χαμένος από χέρι. Τον κλείσαν στα ιδρύματα, μες σε δωμάτια με κούκλες κερένιες που περνιούνται για ανθρώπινες και δεν γελούν ποτέ Παύλο. Εσύ κάποτε μίλησες για τέτοια δωμάτια, βαθιά λευκά. Εσύ, μου είπες κάποτε πως θα φύγεις Παύλο. Μα δεν φαντάστηκες πως η φωνή σου θα τεμαχίζει για χρόνια τα άσχημα φάσματά μας. Για σένα πια γράφει πράγματα σπουδαία το βιβλίο των ηρώων του τρόμου Παύλο και εμείς μια γηραιά καλλονή που βαδίζει μελαγχολικά προς το θάνατο, πατώντας πάνω σε εγκλήματα και ουσίες τοξικές.
Στις 6 Δεκεμβρίου του 1990 ο Παύλος Σιδηρόπουλος ολοκληρώνει το πέρασμά του από τούτο τον κόσμο. Κληρονομιά αφήνει τα τραγούδια του, το ύφος, τη θερμή του υποστήριξη προς τους νέους. Η δημιουργική του παρουσία θα εξασφαλίσει στον εγγονό της Έλλης Αλεξίου μια θέση ανάμεσα στους σπουδαίους, τους καταραμένους που μέλλεται πάντα να χάνονται με τον πιο ακούσιο τρόπο, θλιμμένοι που δεν φτάνει η φωνή και τα όνειρά τους για να μιλήσουν. Έκτοτε, η αιώνια θέση του στο χώμα του Κόκκινου Μύλου συνιστά ένα σημείο αναφοράς. Οι σύγχρονοι εκτιμητές της τέχνης διατηρούν τις επιφυλάξεις τους για την καλλιτεχνική δυναμική του Παύλου Σιδηρόπουλου. Αποδίδουν στη γοητεία του βίου του, στην προσήλωσή του στο περιθώριο της ηρωίνης την εκτίμηση του νεανικού, κυρίως κοινού. Δεν φαντάζονται πως οι στίχοι του, συγκροτούν ένα αυτόνομο σύμπαν, το οποίο πρέπει επιτέλους να ειδωθεί ως ένα ανεξάρτητο δημιούργημα, ένα οικοδόμημα πέρα και έξω από τις επιλογές του βίου. Η αίσθηση της ανάγκης, τραγούδια παρακλητικά της ανθρώπινης παρουσίας, μιας τέτοιας δηλαδή συνεισφοράς, η συναισθηματοποίηση των εικόνων και των εντάσεων στις οποίες μας οδηγούν οι σύγχρονοι, ασφυκτικοί ρυθμοί, η καθαρότητα των ερωτικών συναισθημάτων, σε όλο το φάσμα ενός τόσο θεμελιώδους συναισθήματος, συνιστούν θεματικές της ποίησης του Παύλου Σιδηρόπουλου. Πολλοί θα ισχυριστούν ακριβώς ετούτο το επιχείρημα, προκειμένου να συντηρήσουν την πεπερασμένη δυναμική του μύθου του Σιδηρόπουλου. Θα αναλύσουν δηλαδή, με αφορμή τούτες τις προσεγγίσεις, τη θεμελιώδη και αισθητική διαφορά ανάμεσα στο ποίημα και το τραγούδι, θα μιλήσουν περί φιλολογιών και υφών, θα παρουσιάσουν συγκριτικές μελέτες και θα κλειστούν και πάλι ερμητικοί μες στα όρια της σύγχρονης, ακαδημαϊζουσας ποίησης. Μα τα τραγούδια του Παύλου θα εξακολουθήσουν να συνιστούν περιεχόμενο τετραδίων, σπαράγματά τους θα κοσμούν τους τοίχους των πολυάριθμων, αθηναϊκών αδιεξόδων. Θα έρθουν πάλι καιροί ενδοσκοπήσεων, αυτοκριτικής, θα ζωγραφίσουμε και πάλι τις μορφές μας και θα δούμε τότε πόσο μοιάζουν με τα σκίτσα των ψυχιατρικών σπουδών. Τότε θα εκτιμήσουμε και πάλι τον Παύλο, θα λησμονήσουμε επιτέλους τον αδικαιολόγητο ελιτισμό μας.
Σας είδα Παύλο. Με την Κατερίνα και τον Ίαν Κέρτις, αργά το βράδυ στην οδό Μαραθώνος. Φορούσατε μακριές, μπεζ καμπαρτίνες και είχατε πολύ στάχτη στα μαλλιά σας Παύλο. Διασκεδάσατε μέχρι το ξημέρωμα στο κατάστημα «Καμπαρέ», στην οδό Μαραθώνος. Έπειτα αποχωρήσατε, σχεδόν μεθυσμένοι. Την Κατερίνα ακολουθούσαν μαύρα πουλιά Παύλο. Ο Ίαν είχε μια θηλιά στο λαιμό και εσύ Παύλο, μιλούσες όλο έρωτα για την Κ. Φτάσατε στον Κόκκινο Μύλο, μια μέρα που αργούσε να ξημερώσει. Σταθήκατε και χαιρετηθήκατε. Ο Ίαν χάθηκε με την Κατερίνα, τους είδαν, -εγώ δεν γνωρίζω τίποτε Παύλο-, τους είδαν που αναδύονταν από τα νερά, ανάγλυφος ίππος ο Ίαν, με λευκά άκρα, σαν τις Παρθένες στις εκκλησίες της λατινικής Αμερικής που λευκαίνουν από τους ασπασμούς της ευσέβειας. Εσύ Παύλο στάθηκες και έκλαψες πολύ. Είχες, θυμάμαι μιαν έκφραση μελαγχολικής ηδονής. Έπειτα ξεθώριασες αργά, όπως οι γυναίκες του ζωγράφου, με τα διάφανα ρούχα και τελικά χάθηκες. Τα τραγούδια σου ακούγονταν σε όλη την πόλη. Καθώς τα εμβατήρια τις νύχτες που ετοιμάζονται οι παρελάσεις. Μέχρι το σούρουππο σε αναζητούσαν μάταια οι αρχές, μες στα μητρώα των αρρένων. «Αυτός», είπαν, «στέκει πέραν των κατατάξεων.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου