Ο Απόκληρος
Η μέρα πάει κι απ’ τα φτερά
της νύχτας το σκοτάδι
πέφτει σαν το φτερό τ’ αητού
που πέφτει στο λαγκάδι.
Βλέπω τα φώτα του χωριού
μέσ’ απ’ το πρωτοβρόχι
να λάμπουν, και λύπη βαριά
μ’ αδράχνει σαν απόχη.
Λύπη και πόθος δυνατός
αταίριαστα στον πόνο.
Σαν η βροχή της καταχνιάς
της θλίψης μοιάζει μόνο.
Έλα και διάβασέ μου το
τραγούδι που θα γιάνει
κάθε καημόν ακοίμητο
κάθε έννοια που έχω βάνει.
Όχι τραγούδι ξακουστού
βάρδου ή παλιού τεχνίτη
κι όπου το φως του αντιφεγγά
στου χρόνου το φεγγίτη.
Τι σαν πολέμου μουσική
τις σκέψες τους γρικάω
μ’ έννοιες πολλές – μ’ απόψε εγώ
ν’ αναπαυτώ ποθάω.
Μα κάποιου ταπεινού ποιητή,
που το τραγούδισμά του,
σαν καλοκαιρινή δροσιά
ξεφεύγει απ’ την καρδιά του.
Που μες στης νύχτας τον καημό,
στης νύχτας την ανία,
της μουσικής του ακούγεται
σα θάμα η μελωδία.
Τέτοιο τραγούδι το βαρύ
παλμό της έννοιας σβήνει.
Μοιάζει ευλογία που ο Θεός
στην προσευχή μας δίνει.
Και διάβασε ένα ποίημα
απ’ αυτά της εκλογής σου,
και δώσ’ στη ρίμα του ποιητή
το κάλος της φωνής σου.
Τότε μεμιάς η μουσική
τη νύχτα θα γιομίσει
και της μέρας τον καημό
στη γλύκα της θα σβήσει.
Πηγή: Ο Νουμάς, τεύχος 792 (1930)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου