Από τις "Σημειώσεις" (τεύχος 24, Νοέμβρης 1984) του Στέφανου Ροζάνη.
Η ΑΚΑΤΑΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Μετά την καταλυτική κριτική της Μ. Κρανάκη στο φαινόμενο της αναγωγής στη γενιά ως λύσης των νεοελληνικών προβλημάτων ή ως μεθόδου κατάταξής τους [Μιμίκα Κρανάκη: Φαινομενολογία της «γενιάς», «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», τομ. στ’, τευχ. 3 (1953-54)], κάθε ιστορικοφιλολογικό εγχείρημα «τακτοποίησης» των ποιητών σε γενιές θα ‘πρεπε να έχει τουλάχιστο μια κάποια ειλικρινή συναίσθηση της ανεπάρκειάς του. Ωστόσο, εδώ και τριάντα χρόνια το φαινόμενο όχι μόνο συνεχίζεται αλλά και ανθεί προκλητικά, παρά τα επίσης καταλυτικά πλήγματα πού δέχεται κατά καιρούς από παντού [Βλ. π.χ. περιοδ. «Παραλλάξ» τ. 3 (1978), κείμενο Γεώργ. Παναγιώτου]. Οι επιφορτισμένοι με την ταξινόμηση της μεταπολεμικής ποίησης έφτασαν πια σε τέτοιο σημείο αίγλης ώστε, καθ’ υπέρβαση κάθε βαθμίδας φιλολογικού τίτλου, να τους απονέμεται (και να γίνεται σεμνά και αδιαμαρτύρητα απ’ αυτούς αποδεκτός) ο τίτλος του «απαράμιλλου μύστη της λογοτεχνικής μας ιστορίας και παραϊστορίας» [Βλ. περιοδ. «Η Αριστερά Σήμερα» τ. 8, συνέντευξη Αλεξ. Αργυρίου στον Κ. Λιόντη]. Έχουν πάρει πολύ στα σοβαρά και πολύ ζεστά την αποστολή τους και προχωρούν ακάθεκτοι στην εκπλήρωσή της, μη παραλείποντας βέβαια να διατυπώνουν υποκριτικά και αυτάρεσκα τις «επιφυλάξεις» που έχουν και οι ίδιοι για το εγχείρημά τους και να εκδηλώνουν το ναρκισσισμό τους για τις «αναπόφευκτες ατέλειες» που έχει το έργο τους, έργο που όμως είναι ανάγκη οπωσδήποτε να γίνει — προφανώς κατά ιερή επιταγή της Ιστορίας της οποίας τάχτηκαν «απαράμιλλοι μύστες»...
Έτσι, αφού ένας μεγάλος αριθμός ποιητών κατατάχτηκε πια στα κελιά της «πρώτης μεταπολεμικής γενιάς», φαίνεται πως πλησιάζει και η ώρα για την κατάταξη των ποιητών της «δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς», που το διάγραμμά της έχει από καιρό εκπονηθεί [Αλεξ. Αργυρίου: Σχέδιο για μια συγκριτική της μοντέρνας ελληνικής ποίησης, περιοδ. «Διαβάζω» τ. 22 (1979)], και αργότερα ίσως των ποιητών μιας «τρίτης μεταπολεμικής γενιάς» για την οποία άρχισαν ήδη να γίνονται νύξεις.
Η κοινή αναφορά στην μεταπολεμικότητα υποδηλώνει ένα εξακολουθητικό προσδιορισμό των «γενιών» αυτών από το γεγονός του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και η διαφοροποίηση μεταξύ τους επιχειρείται με κριτήριο: «ηλικία και σχέση με τα πολιτικά πνευματικά γεγονότα». Στην ουσία πρόκειται για μια προσπάθεια να «θεωρηθεί» και να καταταγεί ο ποιητής ως κοινωνικοϊστορικό ανδράποδο, ως μέλος της κοινωνίας «μας», ως πολίτης — δηλαδή αυτό που ακριβώς δ ε ν ε ί ν α ι ο ποιητής ή που λιγότερο απ’ όλα είναι ή που αρνείται να είναι. Ποιος έμαθε ποτέ την ηλικία του ποιητή, πόσο απροσδιόριστα γέρος ή παιδί είναι; Ο ποιητής δεν είχε άλλοτε ηλικία ούτε πολιτογράφηση. Σήμερα όμως η Ιστορία απαιτεί απ’ αυτόν να έχει και τα δύο. Οι παλιές ανθολογίες, ευπρόσωπες ή πανάθλιες, φαντάζουν σαν αθώα λευκώματα μπροστά στα σύγχρονα ποιητολόγια, όπου η καταχώρηση του ποιητή είναι αυτεπάγγελτη, υποχρεωτική και με πλήρη στοιχεία — σε λίγο δεν θα λείπουν ούτε τα δακτυλικά του αποτυπώματα...
Μια τέτοιου είδους κατάταξη του ποιητή, στην οποία από τη φύση του δεν υπόκειται, καταλήγει μοιραία στην παραμόρφωση όχι μόνο της όποιας ποιητικής ατομικότητάς του αλλά και ολόκληρης της κοινωνικής πραγματικότητας στην οποία υποτίθεται ότι εντάσσεται ή πρέπει να ενταχθεί.
Σίγουρα μπορεί και έχει νόημα να γίνεται λόγος για «μεταπολεμική ποίηση», έχει όμως νόημα να γίνεται λόγος για μεταπολεμικές «γενιές» ποιητών; Μιλώντας για μεταπολεμική ποίηση, θέτουμε εκτός μεταπόλεμου το μεγαλύτερο ή το ουσιωδέστερο έργο των ποιητών της προηγούμενης «γενιάς» (που καταχωρήθηκαν ως «νεωτερικοί ποιητές του μεσοπόλεμου») διασπώντας έτσι το μόνο εννοιολογικά και φιλολογικά δόκιμο όρο «μεταπολεμική ποίηση».
Η μεταπολεμικότητα ορίζεται τουλάχιστον από τρία οδυνηρά δεδομένα:
-Από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Στην κατακρήμνισή του μέσα σε μια καθολική ενοχή ο ουμανισμός αντικρίζει την κόλαση και το παράλογο και με τρόμο και φόβο καταλαβαίνει πια ότι δική του είναι η κόλαση και δικό του το παράλογο. «Μετά το Auschwitzδεν μπορεί να γραφτεί ποίηση» θα πει ο Adorno, και ο ίδιος πάλι αντιφάσκοντας αναγνωρίζει «το δικαίωμα που έχει να εκφραστεί η αδιάκοπη οδύνη όσο και το μαρτύριο του ουρλιαχτού» [Βλ. Στεφ. Ροζάνη: Για δύο αποφάνσεις του Theodor W. Adorno περ. «Σημειώσεις» τευχ. 15 και «Μεταμορφώσεις», εκδ. Δωδώνη (1979), από όπου και τα παραθέματα.]. Η μεταπολεμική ποίηση δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο ως αμφισβήτηση και ως προβληματική του εαυτού της.
-Από την Χιροσίμα, πού ανατρέπει τον μύθο της δημιουργίας με το νέο μύθο μιας αποδημιουργίας, και
-Από αυτή την αγωνιακή αίσθηση ότι ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ήταν μια ήττα της ανθρωπότητας και όχι του «φασισμού».
Η επιμονή των ποιητολόγων να ξορκίζουν αυτή την φορτισμένη με επαναστατικότητα αίσθηση ήττας, περιορίζοντάς την, προκειμένου για την ελληνική μεταπολεμική ποίηση σε σύνδεσή της μόνο με τις συγκεκριμένες περιπέτειες του μεταπολεμικού ελληνικού κοινωνικού κινήματος (την λεγόμενη «στρατιωτική και μόνο» ήττα του αριστερού κινήματος) ή υποβιβάζοντάς την σε απλή «ηττοπάθεια», συνιστά διαστρέβλωση και των εννοιών και της πραγματικότητας. Σαράντα χρόνια τώρα από το «νικηφόρο» τέλος του πολέμου εξακολουθούν να αναπαράγονται οι ίδιες πανομοιότυπες, και σε ρυθμό καθημερινότητας, μορφές αγωνιστικών κινητοποιήσεων εναντίον καταπιεστικών σχέσεων και ολοκληρωτικών μηχανισμών που κάθε φορά, αντιπροχτές, προχτές, χτες πιστεύτηκε πως συντρίφτηκαν και που όμως επίσης αναπαράγονται συνεχώς πανομοιότυπα και σε ρυθμό καθημερινότητας. Σαράντα χρόνια τώρα το κίνημα της ειρήνης και του αφοπλισμού βλέπει ενεό να πραγματοποιούνται όλα όσα ακριβώς πάλευε και παλεύει να αποτρέψει (ανάπτυξη, παραγωγή, εγκατάσταση πυρηνικών όπλων, στρατιωτικοί συνασπισμοί κλπ) και έχει εξοικειωθεί πια τόσο πολύ με τους πυραύλους που τους αποκαλεί με τα «χαϊδευτικά» τους ονόματα και άρχισε να τους ξεχωρίζει σε «καλούς» και «κακούς» ή τουλάχιστον σε «κακούς» και «λιγότερο κακούς». Σαράντα χρόνια τώρα, και εξακολουθεί να διαδηλώνει και να χτυπιέται στους δρόμους η κραυγή «δεν περνάει ο φασισμός» (όχι μόνο εδώ στην Ελλάδα ή αλλού σαν κι εδώ, μα και σ’ αυτές τις «νικήτριες» χώρες) — αλλά συνεχώς ο φασισμός π ε ρ ν ά ε ι, περνάει μέσα από και μέσα στις ίδιες τις φάλαγγες των διαδηλωτών μετατρέποντας τες σε λιτανείες αυτομαστιγούμενων ή σε θωρακισμένες λεγεώνες ή σε σουρνάμενες ανθρώπινες «αλυσίδες», περνάει στα στάδια των «καλλιτεχνικών εκδηλώσεων», περνάει σαν φίδι που αφήνει τα αυγά του στην καρδιά και στο μυαλό μας... Μπορούμε, λοιπόν, να μιλάμε για «μεταπολεμική ποίηση», καθώς και για μεταπολεμικές γενιές. Αλλά για μεταπολεμικές ποιητικές γενιές;
Η ίδια η μεταπολεμικότητα αποκλείει τη διάκριση «ποιητικών γενιών». Μήπως όμως η διάκριση των ποιητών σε πρώτη και σε δεύτερη μεταπολεμική γενιά δικαιολογείται ειδικά για την ελληνική ποίηση, ανταποκρινόμενη σε ιδιορρυθμίες της ελληνικής μεταπολεμικής περιόδου; Όσο κι αν απαράδεκτα στενέψουμε τα όρια της ποίησης στα πλαίσια κοινωνικοπολιτικών γεγονότων και όπως κι αν συναρτήσουμε ηλικίες με γεγονότα, η διάκριση σε πρώτη και σε δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά παραμένει προβληματική και αδιέξοδη. Γιατί η διάκριση που θεσπίστηκε [ο.π.π. (σημ. 4) από όπου και τα σε εισαγωγικά παραθέματα που ακολουθούν.] (και φαίνεται να εδραιώνεται και να γίνεται ανεκτή γενικότερα), με ό,τι πιο ουσιώδες έχει ως προσδιοριστικό περιεχόμενο, προβάλλεται ως έξης: Η πρώτη μεταπολεμική γενιά είναι η γενιά εκείνη των ποιητών «που διαμορφώνεται πνευματικά στα χρόνια της κατοχής και αυτά τα χρόνια δρουν στο έργο τους ως τραυματικές εμπειρίες», ενώ η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά είναι εκείνη που «ανδρώνεται μετά τον πόλεμο και ζει την μετεμφύλια πολιτική κατάσταση όπως αυτή διαμορφώνεται στην Ελλάδα...
Η ανασφαλής κοινωνική και πολιτική κατάσταση, σε συνδυασμό με την έλλειψη εμπειριών από το πρόσφατο «ηρωικό και πένθιμο» παρελθόν φέρνει τη μικρή ή μεγάλη απόκλιση της κατηγορίας αυτής των ποιητών ως προς τα σαφή αισθητικά /ιδεολογικά σχήματα».
Σύμφωνα με τα προσδιοριστικά στοιχεία αυτής της διάκρισης, από τους ποιητές της λεγόμενης πρώτης μεταπολεμικής γενιάς ποιητές που γεννήθηκαν από το 1916 μέχρι το 1928, και από τους οποίους το 81% από 1919 μέχρι 1926), άλλοι ήταν ήδη άντρες στην κατοχή, και άλλοι έφηβοι στην κατοχή και άντρες στην περίοδο του εμφυλίου και την μετεμφύλια περίοδο.
Από τους ποιητές της λεγόμενης δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς (ποιητές που γεννήθηκαν από το 1929 μέχρι το 1940 και από τους οποίους το 75% από 1931 μέχρι 1938), άλλοι ήταν παιδιά στην κατοχή, έφηβοι στην περίοδο του εμφυλίου, άντρες στη μετεμφύλια περίοδο και άλλοι βρέφη στην κατοχή, παιδιά στην περίοδο του εμφυλίου και έφηβοι στην μετεμφύλια περίοδο. Τα ληξιαρχικά αυτά στοιχεία κάθε άλλο παρά επιτρέπουν την άποψη ότι τους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς χαρακτηρίζει «έλλειψη εμπειριών από το πρόσφατο ηρωικό και πένθιμο παρελθόν» σε αντίθεση με τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που στο έργο τους τα χρόνια της κατοχής δρουν «ως τραυματικές εμπειρίες». Αφήνοντας κατά μέρος τα δύσκολα προβλήματα της παρατεταμένης εφηβείας του ποιητή και του πότε και πώς αυτός «ανδρώνεται», είναι ολοφάνερο ότι για να γίνει δεκτή η άποψη πως η κατοχή δήθεν δεν έδρασε ως τραυματική εμπειρία στο έργο των ποιητών της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς που στα χρόνια της κατοχής ήταν παιδιά, θα πρέπει να αναθεωρηθούν όλες οι επιστημονικά έγκυρες (αλλά και κοινώς γνωστές...) απόψεις για την σημασία της παιδικής ηλικίας. Εξ άλλου, τουλάχιστον οι κάπως πρεσβύτεροι της λεγόμενης δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς πρόλαβαν πολλές εμπειρίες, «ηρωικές και πένθιμες», στην περίοδο του εμφύλιου. Θα πρέπει κάποτε όσοι χρησιμοποιούν τέτοια όπως τα πιο πάνω κριτήρια στη θεώρηση της μεταπολεμικής ποίησης να πληροφορηθούν (αν αγνοούν) ή να θυμηθούν (αν ξεχνούν) πόσο αργά σταμάτησαν οι θανατικές εκτελέσεις στην ύπαιθρο και στα αστικά κέντρα της Ελλάδας και πόσοι ανήλικοι, μαθητές γυμνασίου και πρωτοετείς πολυτεχνείου στήθηκαν από τους τελευταίους μπροστά στα αποσπάσματα. Θα πρέπει επίσης να σκεφτούν το αυτονόητο ότι «οι τραυματικές εμπειρίες» πλήττουν το άτομο όχι έξω από το στενό ανθρώπινο περιβάλλον του (οικογενειακό, φιλικό κλπ) αλλά μέσα σ’ αυτό. Ίσως τότε με λιγότερη ευκολία θα αποφαίνονται ότι οι ποιητές της λεγόμενης δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς έζησαν την εποχή του μεταπόλεμου δήθεν «από τη θέση του συγκινησιακά συμμετέχοντος παρατηρητή και την αποθησαύρισαν σαν τύψεις και σύμπλεγμα αποστέρησης από τη δράση» [Βλ. Στέλλα Χρυσουλάκη, στην Αναφορά στους νεωτερικούς ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, περιοδ. «Σχολιαστής» τευχ. 5]. Γιατί, βέβαια, το θάνατο, τη φυλακή, την εξορία, τους διωγμούς του πατέρα ή του μεγαλύτερου αδελφού δεν τα ζει κανείς «... από τη θέση του συγκινησιακά συμμετέχοντος παρατηρητή».
Όσο για την «πνευματική διαμόρφωση» των ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που δήθεν συντελέστηκε στα χρόνια της κατοχής, αναρωτιέται κανείς τι είδους «πνευματική διαμόρφωση» μπορούσε να συντελεστεί τα χρόνια εκείνα της επικράτησης της αντιστασιακής ιδεολογίας και της απουσίας κάθε σοβαρής θεωρίας ποιήσεως. Δεν είναι τυχαίο που όσοι περιορίστηκαν να διαμορφωθούν πνευματικά μόνο στα χρόνια της κατοχής δεν έχουν να επιδείξουν θεωρητικά κείμενα για την ποίηση [Η τελευταία αυτή παρατήρηση ανήκει στον Ανδρέα Μυλωνά].
Κι ωστόσο, θα μπορούσαν να προταθούν ως ενδεχόμενα και να συζητηθούν άλλα σοβαρότερα στοιχεία ιδιαιτερότητας της λεγόμενης δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς σε σχέση με την πρώτη, μόνο που αυτά είτε δεν ομολογούνται είτε σκεπάζονται με αοριστίες και ανακριβολογίες. Γιατί, είναι προφανής ανακρίβεια ότι στους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς «δεν έχουμε περίπτωση σαφούς σύγκρουσης με τις αρχές στο καθημερινό πεδίο» [ο.π.π. (σημ. 4)]. Τέτοιες συγκρούσεις και όχι μόνο περιπτωσιολογικά, υπήρξαν και με το παραπάνω και κατά τρόπο πολύ οδυνηρό. Άλλο είναι εκείνο που θα μπορούσε να ειπωθεί καθαρά και δε λέγεται: Στο μεγαλύτερο μέρος τους οι ποιητές που κατατάσσονται στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά δεν είχαν αντικειμενικά τη δυνατότητα της εκλογής ενός «Θανάτου από φώς» που να τους κατακάψει [Πρβλ. Φ. Γκ. Λόρκα, Γκασέλα της φυγής, «Ποιήματα» μετάφρ. Ν. Σημηριώτη, εκδ. Α. Καραβία, 1964]... Ενώ η δυνατότητα αυτή υπήρχε αντικειμενικά για τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς πού ήταν έφηβοι ή άντρες στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, τότε που πράγματι με ένα ναι ή ένα όχι διάλεγες εκτελεστικό απόσπασμα ή επιβίωση. Αυτό είναι στ’ αλήθεια ένα στοιχείο διαφοροποίησης και θα μπορούσαν οι ταξινόμοι των ποιητών ίσως να το χρησιμοποιήσουν, μεταθέτοντας αναγκαστικά κάπως την χρονική τομή ανάμεσα σε πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά. Εξετάζοντας όμως βαθύτερα το δεδομένο αυτό, παρατηρούμε ότι δεν δημιουργεί μεγάλη, όσο φαίνεται, διαφορά ανάμεσα στις δύο γενιές. Γιατί συμβαίνει και οι ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς στην Ελλάδα να μην έχουν συναντηθεί με αυτόν το «θάνατο από φως», που έτυχε να συχνάζει σε άλλες συντροφιές. Έτσι ή αλλιώς και οι ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς ανήκουν στους επιζήσαντες, σφραγίζονται κι αυτοί το ίδιο από το αίσθημα ότι «έχασαν το θάνατο», από τύψεις και από το «σύμπλεγμα αποστέρησης από τη δράση». Άλλωστε, αυτό το «σύμπλεγμα» είναι κοινό για όλους τους ποιητές, που δεν συναρτούν τη δράση τους με κλιμακώσεις συνεπειών, αλλά την βιώνουν και τη νοούν πάντοτε σε συνάρτηση με την ακραία συνέπεια της, το ολοκαύτωμα. Γι’ αυτό, οι στίχοι του Γιώργου Σαραντή, ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, «με τυραννούν οι πράξεις που δεν τόλμησα / το αίμα που δεν έδωσα με καίει...» χαρακτηρίζουν τόσο τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς όσο και τους ποιητές της δεύτερης.
Διαφορετικό αλλά συναφές υπήρξε ένα άλλο κλίμα «τύψεων», που όμως επιμελώς αποσιωπάται. Η εμφύλια σύγκρουση μεταφέρθηκε πολύ σκληρή (και συχνά πολύ επαίσχυντη) και μέσα στους κύκλους των ελλήνων λογοτεχνών. Η πρώτη δημόσια «καταδίκη της ανταρσίας» έγινε με αυτόβουλη δήλωση ομάδας λογοτεχνών (που ίδρυσαν την «Εθνική Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών») και η δήλωση αυτή αποτέλεσε το μοντέλο της δήλωσης μετανοίας που απαιτούσε μετέπειτα το αστυνομικό κράτος από τους αντιφρονούντες. Όμως η απρόβλεπτα σκληρή μεταχείριση των λογοτεχνών της αριστεράς προκάλεσε και σ’ αυτούς τους ίδιους που καταδίκασαν την ανταρσία ένα τέτοιο πραγματικό «αποθησαύρισμα τύψεων» που κι αυτοί ακόμη παρακολούθησαν τις δοκιμασίες των πολιτικών αντιπάλων τους όχι από θέση «παρατηρητή» αλλά με σύμπλεγμα ένοχής.
Ως ιδιαιτερότητα των ποιητών της λεγόμενης πρώτης μεταπολεμικής γενιάς θα μπορούσε να θεωρηθεί η εμπλοκή αρκετών από αυτούς στο μύθο μιας άμεσα και νομοτελειακά επικείμενης μετά τον πόλεμο «απελευθέρωσης του ανθρώπου» και σε κομματικούς μηχανισμούς που είχαν αναλάβει, για λογαριασμό της ανθρωπότητας, να επιτελέσουν το ιστορικό αυτό έργο με πρότυπα θεωρούμενα αδιαφιλονίκητα και αλάθητα, με λύσεις που είχαν «το κλειδί του μέλλοντος στην τσέπη τους». Ο αγώνας τους ήταν αγώνας για μια «κερδισμένη» υπόθεση. Οι μετέπειτα διαψεύσεις τους και η «αιρετική» τους στάση απέναντι σε τέτοιου είδους πρότυπα οράματα και αλάθητους μηχανισμούς κατέληξε σε μια οιδιπόδεια στάση τους απέναντι σ’ αυτό που με μια λέξη ονομάζεται «το Κόμμα». Καίρια εκφράζεται η στάση αυτή στα λόγια του Άρη Αλεξάνδρου: «όταν στη Σοβιετική Ένωση απαγορεύεται η έκδοση του «Ζιβάγκο», αισθάνομαι τη ντροπή που αισθάνεται ένας γ ι ό ς βλέποντας τον π α τ έ ρ α του μεθυσμένο» [Άρης Αλεξάνδρου: Έξω απ’ τα δόντια, εκδ. Βέργος, 1977, σελ. 97.] (οι υπογραμμίσεις δικές μας). Εύκολα διαφαίνεται εδώ και ο πάντα ανοιχτός δρόμος της υποστροφής, η προοπτική της παλινδρόμησης, από ανάγκη στοργής και θαλπωρής, στους «κόλπους του Κόμματος», όπως μαρτυράει άλλωστε η έμμονη στην πίστη της λογικής. «... Παρ’ όλες τις απογοητεύσεις... εξακολουθώ να πιστεύω πως τελικά η λογική θα νικήσει» [ο.π.π. (σημ. 11) σελ. 99]. Σαν να ήταν η υπόθεση του ανθρώπου θέμα λογικής...
[Εδώ παρενθετικά θα πρέπει να επισημανθεί ότι παρόμοιους συνειδησιακούς κλυδωνισμούς δεν παρουσιάζουν στα μετά τον πόλεμο έργα τους οι ποιητές της προηγούμενης «ποιητικής γενιάς» (οι ονομαζόμενοι «νεωτερικοί ποιητές του μεσοπόλεμου») οι ενταγμένοι στην αριστερά, που αταλάντευτα παραμένουν προσηλωμένοι στις μυθικές βεβαιότητές τους και σε «υπαρκτά» πρότυπα. Τούτο οφείλεται στο ότι δ ε ν ε ί ν α ι (κι όχι, βέβαια, μόνο με κριτήριο την ηλικία τους), αλλά κ ά ν ο υ ν μεταπολεμική ποίηση].
Οι ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς δεν χρεώνονται με παρόμοια οιδιπόδεια συμπλέγματα. Δεν βρέθηκαν μέσα σε καμιά «βεβαιότητα». Ο αγώνας τους, όποιος κι αν ήταν, δεν υπήρξε αγώνας για μια «σίγουρη, κερδισμένη» υπόθεση, αλλά για μια χ α μ έ ν η υπόθεση, αφού τίποτε δεν τους έπειθε ότι η υπόθεση του άνθρωπου είναι θέμα λογικής.
Παρ’ όλα αυτά, όσο κι αν εξαντλήσουμε τις ιδιαιτερότητες, ομολογούμενες και αποσιωπούμενες, που μπορεί να υπάρχουν ανάμεσα στους ποιητές της ελληνικής μεταπολεμικής ποίησης, δεν φαίνεται εφικτή ούτε δόκιμη μια διάκριση της σε διάφορες «γενιές». Δεν συνιστά αναγκαία «μεταπολεμική ποίηση» ό,τι γράφτηκε από τις μεταπολεμικές γενιές, ούτε η σύγχρονη ποίηση περιορίζεται σε μόνη τη «μεταπολεμική ποίηση». Από τους ποιητές που καταχωρούνται τόσο στην «πρώτη» όσο και στη «δεύτερη» μεταπολεμική γενιά αρκετοί είναι έ ξ ω και περισσότεροι π έ ρ α ν της μεταπαλεμικότητας κατά ένα μεγάλο ή κατά το κύριο μέρος του έργου τους. Μεταπολεμική είναι η ποίηση που συνέχεται από την αίσθηση της μεταπολεμικότητας, είναι το ποιητικό ρίγος της μεταπολεμικότητας. Χωρίς αυτό το ρίγος η μετά τον πόλεμο ποίηση δεν μπορεί και δεν έχει νόημα να αποκαλείται «μεταπολεμική», γιατί αλλιώς όλη η μετά τον πόλεμο ποίηση θα μπορούσε επ’ άπειρον να λέγεται «μεταπολεμική».
Η πραγματικά μεταπολεμική ποίηση, που υπήρξε, υπάρχει και όσο ακόμη θα υπάρχει, δεν επιδέχεται διαιρέσεις και διακρίσεις. Είναι ένας καθολικός διάλογος με τον εαυτό της και μια αδιάκοπη αυτοανακεφαλαίωσή της. Αυτοβιογραφείται συνεχώς από ποιητή σε ποιητή και από ποίημα σε ποίημα, και δεν κρύβει τα τραύματα των ιδεολογικών και αισθητικών περιπετειών της. Οι ποιητές της «φέρνουν σημάδια στο πρόσωπο», αυτά που μπορεί να αναγνωρίζει η Ζωή Καρέλλη κι αυτά που μπορεί να αναγνωρίζει η Μελισσάνθη κι άλλα που δεν θέλουμε ακόμη ν’ αναγνωρίσουμε, κι όλοι φέρνουν ο ένας του άλλου τα σημάδια στο πρόσωπο. Η μεταπολεμική ποίηση είναι μια ενότητα σε ταραχή και ακαταστασία. Είναι ακριβής, αλλά όχι πλήρης ούτε σωστά ερμηνεμένη, η παρατήρηση ότι για τους ποιητές της λεγόμενης δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς «έχομε ελάχιστες κριτικές, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην αξία τους» επειδή δήθεν «συνέπεσαν με τη μεγαλύτερη κάμψη της ελληνικής κριτικής» [ο.π.π. (σημ. 4)]. Στην ουσία δεν έχομε περισσότερες κριτικές για τους ποιητές της «πρώτης» μεταπολεμικής γενιάς, τουλάχιστον ως προς ό,τι γνήσιο μεταπολεμικό παρουσιάζουν. Η σιωπή που ακολούθησε ήταν ακριβώς το τίμημα της «αξίας» τους, ο αμήχανος σεβασμός τον όποιον επέβαλε το ποιητικό ρίγος της μεταπολεμικότητας στους κριτικούς. και ουδείς αυτών ελάλησεν˙ εώρων γαρ την πληγήν δεινήν ούσαν και μεγάλην σφόδρα... Αφήστε, λοιπόν, οι Ελιφάζ, Βαλδάδ και Σωφάρ, αφήστε, ιατροί άδικοι και παρακλήτορες κακών στη σιωπή αυτή και στην ακαταστασία τους τούς ποιητές της μεταπολεμικής ποίησης, μη τους τακτοποιείτε και μη τους χωρίζετε μάταια σε πρωτότοκους και δευτερότοκους. Άλλωστε, τα πρωτοτόκια τα είχαν διαρπάξει από πριν άλλοι, αυτοί που δ ε ν ή τ α ν αλλά έ κ α ν α ν μεταπολεμική ποίηση με τις λαμπερές – και θανάσιμες — βεβαιότητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου