Η ΣΤΡΑΤΖΑ
Τον ξύπνησαν οι φωνές και τα τραύματα. Μια δύσκολη εποχή τον ξύπνησε. Σκισμένες κουρτίνες από ήλιους και από δαιμονικά πουλιά που εισβάλλουν τις πιο ήσυχες και αδιάφορες ώρες. Ανεμίζουσες οι σημαίες των παλιών κατακτήσεων, όλα τα ρολόγια βαδίζουν προς τη γη, θα πέσουν με θορύβους, με θροΐσματα. Τους κοιτά από τον παράθυρο. Σέρνουν έναν σωσμένο από τα παλιά βασίλεια του Άτλαντα. Τον φτύνουν, πειράζουν με σίδερα και χέρια και ότι άλλο βρώμικο διαθέτει κανείς το γυμνό ανδρισμό του, τον περιγελούν, ρίχνουν πάνω του οξέα και ανθρώπινες βιολογίες και ψεύδη και κατάρες. Τους κοιτά που σκορπούν τα εμπορεύματα στο δρόμο, από πάνω οι αγριωποί ουρανοί, τα κέρατα του ανέμου, λύκοι που βγαίνουν και ύστερα χάνονται στις μικρές οδούς γύρω από τη διασταύρωση. Πέρα από το φαγωμένο βουνό βρίσκεται ένας κρατήρας. Χάσκει με ορθάνοιχτο το στόμα του το βουνό, ένα μεγάλο τραύμα πάνω στο βουνό, ένας πελώριος ξαπλωμένος άνθρωπος που πέθανε και τώρα εκτείνεται ως τα αρχαία ερείπια του οικισμού Λέχαιο. Φτιάχνουν σταυρούς από συνήθη μέταλλα, κάτι σίδερα δηλαδή παλαιών, οικιακών σκευών. Στράτζα. Τους έχεις δει που τη συλλέγουν από τα ξενοδοχεία και τις οικοδομές, τους έχεις δει. Έχουν φωνάξει κάτι επιτήδειους οξυγονοκολλητές, ανθρώπους που γνωρίζουν με ακρίβεια τέτοιες τέχνες. Να φτιάχνουν ομοιώματα πίστης ή πάλι φοβερές μηχανές νυχτερινών δολοφονιών. Είναι σκληρό να σαι άνθρωπος σήμερα και ετούτο το παράθυρο που πέφτει ίσαμε κάτω το χώμα, καταρρέει και όλοι οι ορίζοντες σεισμικά στιγμιότυπα μιας συγκλονιστικής, κοσμικής αλλαγής. Ετούτα τα χρόνια δεν καρφώνουν χέρια. Τίποτε δεν καρφώνεται. Οι τεχνίτες ακινητοποιούν τα άκρα του πάνω στο σταυρό, μεγάλοι σπινθήρες ξεπηδούν. Μιλώ για τις αφορμές εκείνες που στάθηκαν η αιτία για τις θανατηφόρες πυρκαγιές. Τον σέρναν μες στο λιοπύρι, αγριεύαν τα πουλιά στο μαγαζί των ωδικών πτηνών, κάτι τερατώδεις λαγοί προσμένουν ακίνητοι, χοντροί σαν παιδικοί το ξόδεμα της μέρας. Το κλουβί τους βρώμικο, πλάι ένα λυπημένο παγώνι ξεψυχά με την ουρά του ορθάνοιχτη σαν κινέζικη βεντάλια ή σύμβολο εβραϊκό. Όταν πεθάνει ο ιδιοκτήτης θα μοιράσει τα φτερά του σε όσους προλάβουν, δακρυσμένους γείτονες που σπατάλησαν τόσα χρόνια για μια ευρεία αναπαράσταση της χάρης του. Παράξενες, αιώνιες εικόνες. Τώρα τον οδηγούν μέσα από τον οικισμό. Επέλεξαν το δύσκολο δρόμο, ο ετοιμοθάνατος θα πρέπει να ειδωθεί, ακίνητα, σκληρά πρόσωπα, πρόσωπα σαν κιβώτια βαλμένα, όπως σε θεατρικές σκηνοθεσίες. Στέκουν εμπρός από τα παράθυρα, τρεις γενιές πάντα οι άνθρωποι των παραθύρων, το ωκεάνιο μεγαλείο του σώματος και του προσώπου που δεν μιλά, μήτε συσπάται. Στη θέση των ματιών, ορισμένοι διαθέτουν βαλμένα δυο αιχμηρά δόντια, όταν νυχτώνει ετούτοι οι πάνθηρες λάμπουν μες στο σκοτάδι. Ο φέρων το σταυρό, υπομένει καρτερικά το μαρτύριό του. Προσεύχεται σιωπηρά καθ΄ όλη τη διάρκεια της πομπής, άλλοτε κλαίει, προσπαθεί να εξηγήσει, κοιτά τους πιστούς βαθιά μες στα μάτια. Μα όλοι τους έχουν άγρια δόντια στα μάτια και όλο το πρόσωπό τους είναι αρπαγμένο, μεγάλα, μαύρα πουλιά καθισμένα σε βαρέλια και εξώστες, με τα ακίνητα φτερά τους, τα σκισμένα φτερά, θλιβερά, παράξενα πουλιά σε όλο το δρόμο, κρεμασμένοι καρποί στα βιομηχανικά αμπέλια των προαστίων. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Ένας άνδρας με καπέλο στενού μπορ του χαμογελά με νόημα. Του δείχνει το χωμάτινο δρόμο προς τα ανοιγμένα πνευμόνια του βουνού, γελά με νόημα, ο ήλιος τσίγκινος, ετούτη την ώρα δεν πιάνεται. Είναι ήλιος δύσκολος, τραχύς ήλιος, δεν κοιτιέται ετούτος ο ήλιος. Κορίτσια όμορφα, τευτονικά κορίτσια παραμένουν με τις πολύχρωμες ομπρέλες τους επάνω στο δρόμο, γέρνουν και λένε μυστικά η μια στην άλλη. Εμπρός από το νεκροταφείο χίλιοι, ορθάνοιχτοι τάφοι και οι εργάτες και οι ιερείς εμπρός από τα οστά των κεκκοιμημένων αδελφών δείχνουν τον επιλεγμένο άνδρα και έπειτα με επιμονή το δρόμο προς το βουνό. Τώρα η ανοιχτή πληγή του χάσκει πελώρια, σαν μεγάλο, τρομερό φεγγάρι που δεν λιγόστεψε ποτέ. Κάποιοι νεύουν με λευκά μαντήλια, όπως οι άνθρωποι των λιμένων σε κάποιον που αναχωρεί για πάντα. Πίσω αυτοκίνητα με διαπασών τη μουσική, ανοιχτές πόρτες, συνθήματα γραμμένα σε μουσαμάδες, κορνάρουν και χειροκροτούν τον ετοιμοθάνατο που έχει πια πεθάνει τόσο πολύ και τα μοναστικά του μάτια δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν. Ελάχιστοι τον ακολουθούν και ο άνδρας του παραθύρου είναι ολοένα και πιο σκυφτός, καθώς οι δείκτες που έπεφταν και τώρα σκάβουν το χώμα να προχωρήσει ο καιρός. Οι χτίστες με λάμπες θυέλλης και ηλεκτρογεννήτριες δουλεύουν τα ξύλα, δένουν αρμούς και ενώσεις, ολόκληρο το σκοτάδι του κόσμου θα στηριχτεί σε τέτοιες κατασκευές. Τον χαιρετούν που ανεβαίνει, τον ρωτούν, λένε πως μιλά άλλη γλώσσα και χτυπούν πιο δυνατά, ρυθμικά και μονότονα τα ξύλα. Και ο άνδρας δεν έχει γλώσσα, μα είναι το σώμα του ένας ολόκληρος, παλλόμενος λόγος. Και ανέρχεται και ακούγονται σπαθιά οι δείκτες που σκάβουν το χώμα και ακούγονται οι χτίστες που στυλώνουν το σκοτάδι, όλα τα μάτια λείπουν τώρα, δεν υπάρχει πια κανείς, μόνο φυσάει θερμός, νυχτερινός αέρας, πάνω οι αετοί που σκίζουν τον αέρα. Πάντα όπου το ψοφίμι και ο αετός. Στάθηκε. Άλλος δρόμος δεν υπήρχε. Στάθηκε και πέθανε και το άλλο πρωί άστραφτε σαν σινιάλο ο σταυρός και μαύρο, δαρμένο το σώμα, όλος ο τόπος αφάνταστα γερασμένος πια. Οι μικρές παλάμες του φτερά που πάλεψαν, γύρω στο βουνό θερμός αέρας και εκρήξεις από τα λατομεία. Θα τον κηδέψουν οι τυμβωρύχοι, οι άνθρωποι στις γαλαρίες διαθέτουν ατόφια την παράδοση, κατέχουν τους μυστικούς κώδικες και έτσι μπορούν να τιμήσουν το νεκρό. Θα αρπάξουν το σώμα του αργά τη νύχτα και με νεύματα σεπτά, όπως στους έρωτες των ομοίων, θα τον χαιρετήσουν με τρυφερότητα και ανθρωπιά. Κανονικά δεν επιτρέπεται να φανούν τόσο πονετικοί, μα στις γαλαρίες οι άνθρωποι κατασπαράζουν τον καιρό ή τον καίνε στις μεγάλες δεξαμενές και έτσι υποβάλλονται μόνο στο ρυθμό του εσωτερικού του πάθους, της λύπης ή της πιο πρωτόγονης χαράς. Όσοι κατέφυγαν στο βουνό για να χαρούν το θέαμα, επήγαν μάταια. Ορισμένοι εκνευρίστηκαν, έσπευσαν στις αρχές, τόνισαν πως τούτες οι δουλειές πρέπει να γίνονται με τρόπο φανερό και να κρατούν μέρες, ώστε όλοι να μπορούν να δουν το θάνατο, ας πούμε ενός αγίου, μια υπέροχη δικαιολογία για τη σιωπή. Συμφωνήθηκε να επαναληφθεί εκ νέου η τελετή. Κάποιος πρίγκιπας από ελεφαντοστό ή έβενο θα φανεί ξανά και τότε η υπόσχεση θα τηρηθεί εις το ακέραιο. Έπειτα από τρεις ημέρες ο νεκρός φάνηκε ξανά στη διασταύρωση. Φορούσε ταπεινά ρούχα, ήταν χλωμός και στεκόταν στη μέση της οδού, ο δρόμος σωνόταν, έμεναν μόνο τα λιοπύρια και το φεγγάρι δρεπάνι. Μύριζε λιβάνι, όπως στα σπίτια των Χριστιανών και ο καιρός πέρναγε με σπασμωδικές εικόνες, όπως στα φιλμ. Ακούγονταν βρυχηθμοί από σφιγμένα δόντια σκύλων. Η πόλη, καθώς πεδίο ασκήσεων εκτεινόταν. Ο άνδρας, όχι εκείνος του παραθύρου, ετούτος είναι σκοτωμένος από χρόνια και το σπίτι κατοικείται τώρα, λευκό, χιόνι και στάχτη στα μαλλιά του άνδρα. Ο άνδρας, είναι ένας πυρσός είπαν, σωσμένος στους κήπους του Νέρωνα, είπαν, είναι ο άνδρας που σταυρώσαμε χθες και με μικρές κραυγές, όπως φωνές σε πηγάδια, έκλειναν τα παράθυρα με θόρυβο και τύψεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου