Μερικά ζωντανά
Ήταν το λυκόφωτο της ιγουάνας
Από το ιριδόχρωμο, αψιδωτό λειρί
η γλώσσα της σαν ακόντιο
βουτούσε μες στην πρασινάδα,
ο μοναστικός μυρμηγκοφάγος πατούσε
με μελωδικό βήμα το παρθένο δάσος,
ο λεπτός γουανάκος σαν το οξυγόνο
στις πλατιές συννεφιασμένες κορφές
βάδιζε φορώντας χρυσά πατούμενα,
ενώ το λάμα άνοιγε αθώα
μάτια στη λεπτότητα
του ολόδροσου κόσμου.
Οι πίθηκοι υφαίναν μια κλωστή
ατέλειωτα ερωτική
στ’ ακρογιάλια της αυγής,
κατεδαφίζοντας τοίχους από γύρη
και τρομάζοντας το μενεξεδένιο
πέταγμα των πεταλούδων του Μούθο.
Ήταν η νύχτα των καϊμάν,
η νύχτα η αγνή μες σε συνωστισμό
των ρυγχών που βγαίναν απ’ τη λάσπη,
κι από τα νυσταγμένα τενάγη
ένα θαμπό βουητό από πανοπλίες
επέστρεφε στη γήινη καταγωγή του.
Ο ιαγουάρος άγγιζε τα φύλλα
με τη φωσφωρίζουσα απουσία του,
το πούμα έτρεχε μες τις φυλλωσιές
σαν τη φωτιά που τις καταβρόχθιζε,
ενώ μέσα του καίγανε τα αλκοολικά
μάτια του παρθένου δάσους.
Οι ασβοί σκάβαν τα πέλματα
του ποταμού, οσμίζονταν τη φωλιά
που μες την παλμική της γλύκα
θα κάναν επίθεση με κόκκινα δόντια.
Και στο βάθος της μεγάλης στέρνας,
σαν την περιφέρεια της γης,
πλαγιάζει η γιγάντια ανακόντα
σκεπασμένη με λειτουργικές λάσπες,
αδηφάγα και θεοτική.
Η Εταιρεία Φρούτων
Όταν ήχησε η σάλπιγγα
ήταν όλα έτοιμα πάνω στη γη
κι ο Γιεχωβά μοίρασε τον κόσμο
στην Κόκα-Κόλα, την Ανακόντα,
τη Φορντ Μότορς κι άλλες εταιρείες:
Η Εταιρεία Φρούτων
κράτησε για τον εαυτό της
την πιο ζουμερή περιοχή
την κεντρική ακτή της γης μας
τη γλυκιά μέση της Αμερικής.
Βάπτισε απ’ την αρχή τις χώρες της
σαν “Δημοκρατίες της Μπανάνας”.
Και πάνω από τους κοιμισμένους νεκρούς,
πάνω απ’ τους ανήσυχους ήρωες,
που είχαν καταχτήσει το μεγαλείο,
την λευτεριά και τα φλάμπουρα,
ίδρυσε μια φαρσοκωμωδία.
Φίμωσε τις ελεύθερες συνειδήσεις,
χάρισε στέμματα καισαρικά,
το φθόνο ξιφουλκώντας, προσέλκυσε
τη δικτατορία των μυγών,
μύγες Τρουχίγιος, μύγες Τάτσος,
μύγες Καρίας, μύγες Μαρτίνεθ,
μύγες Ουβίκο, μύγες υγρές
από ταπεινό αίμα και μαρμελάδα,
μύγες μπεκρούδες που βουίζανε
πάνω απ’ τα λαϊκά κοιμητήρια,
μύγες του τσίρκου, μύγες σοφές
ειδικευμένες στην τυραννία.
Η Εταιρεία Φρούτων αποβιβάστηκε
ανάμεσα στις αιμοσταγείς μύγες,
αρπάζοντας τον καφέ και τα φρούτα,
με τα πλοία της που γλιστρούσαν
σαν νταβάδες με το θησαυρό
των δικών μας καταποντισμένων χωρών.
Εν τω μεταξύ, στις ζαχαρωμένες
αβύσσους των λιμανιών,
κατέβαιναν ινδιάνοι σαβανωμένοι
στον ατμό του πρωινού:
ένα κορμί τροχός, ένα πράγμα
ανώνυμο, ένας πεσμένος αριθμός,
ένα μάτσο νεκρών καρπών
χυμένων μες το σαπιστήρι.
Βλαστήσεις
Στα χώματα τ’ ανώνυμα κι αρίφνητα
χαμήλωνε ο άνεμος που κίνησε από άλλες επικράτειες
έφερνε η βροχή ουράνια νήματα
και ο θεός των κεντρισμένων βωμών
ξεδίπλωνε λούλουδα και ζωές.
Στη γονιμότητα πέρναγε ο καιρός.
Η τζακαράντα τίναζε τον αφρό,
φτιαγμένο από υπερπόντιες λάμψεις
Η αροκάρια με ακόντια τεντωμένα
ύψωνε το μπόι της ενάντια στο χιόνι
Το αρχέγονο δέντρο του μαονιού
απ’ την κορφή του στάλαζε αίμα
το δέντρο κεραυνός, το κόκκινο δέντρο,
το αγκαθωτό δέντρο, το δέντρο μάνα,
το πορφυρό κοραλλιόδεντρο,
το καουτσουκόδεντρο,
σαν όγκοι με γήινο ήχο στέκαν
υπάρξεις εκεί του τόπου.
Ένα νέο άρωμα απλωνόταν
και γέμιζε μες από τις ρωγμές
της γης, τις ανάσες πού ‘ναι
μεταλλαγμένες σε καπνούς κι αρώματα:
Ο ασημένιος ταμπάκος ύψωνε
τον κόκκινο θάμνο του από
φανταστικούς ρυθμούς.
Σαν ακόντιο που κατέληγε στη φωτιά
παρουσιάζονταν το αραποσίτι, και το
παράστημά του
τ’ αλώνιζαν και το γεννούσαν πάλι,
σκορπούσε το αλεύρι του, έχοντας
κάτω απ’ τις ρίζες του νεκρούς,
κι ύστερα, μες στον κώνο του, έβλεπε
να αυξάνουν οι θεοί της βλάστησης.
Πτυχή και άπλα σκόρπιζε
ο σπόρος του ανέμου
πάνω από τα φτερά της κορδιλιέρας,
το φως της φύτρας, της θηλής πύκνωνε,
η τυφλή αυγή θηλάζοντας
με τις κολλώδεις γήινες ύλες
της άσπονδης βροχερής χώρας,
των κλειδωμένων και πηγαίων νυχτεριών,
της στέρνας της πρωινής.
Κι ακόμα στις πεδιάδες
σαν ελάσματα του πλανήτη
κάτω απ’ το δροσερό χωριό των αστεριών,
ρήγας της χλόης, το ελεφαντόδεντρο κρατούσε
το λεύτερο αγέρα, το θορυβώδες πέταγμα
κι ανέβαινε την πάμπα συγκρατώντας την
με τα κλωνάρια των χναριών και των ριζών
το σύδεντρο που λέν’ Αμέρικα,
η άγρια βάτος ανάμεσα στις θάλασσες,
που ισορροπούσανε από τον ένα πόλο στον άλλο,
κι η λόχμη της ήτανε πράσινος θησαυρός.
Η νύχτα βλάσταινε στις πόλεις
με τα ιερά κελύφη,
σε ηχερά μαδέρια,
σε απλωτά φυλλώματα που κάλυπταν
την πέτρα που όλο κάρπιζε γεννήσεις.
Πράσινη μήτρα, αμερικάνικη
σαβάνα καρπερή, φαρδιά αποθήκη,
ο ένας κλώνος φύτρωνε σαν το νησί,
το φύλλο είχε τη μορφή μιας σπάθας,
το λούλουδο ήταν η αστραπή κι η μέδουσα,
ένα μπουκέτο στρογγύλευε το νόημά υ,
μια ρίζα κατέβαινε μες στα σκοτάδια.
Εξεγερμένη Αμερική (1800)
Η πατρίδα μας, χώρα πλατιά, ερημιές
Κατοικημένη από βουητά,
Μπράτσα και στόματα.
Μια συλλαβή που σώπασε βάδιζε αναμμένη,
συσπειρώνοντας το λαθραίο ρόδο,
ώσπου και τα λιβάδια δονηθήκανε
Σκεπασμένα μέταλλα και καλπασμούς.
Ήταν σκληρή η αλήθεια σαν το αλέτρι.
Διέσπασε τη χώρα, εγκαθίδρυσε την βουλιμία,
Βύθισε τα σπερματικά της κηρύγματα
Και πλάστηκε στη μυστική άνοιξη.
Σώπασε το λουλούδι της, η φωτεινή
της σύναξη αναβλήθηκε, μοιράστηκε
η συλλογική μαγιά, το προσκύνημα
των κρυμμένων σημαιών,
αλλά υψώθηκε σχίζοντας τους τοίχους,
γκρεμίζοντας τις πήλινες φυλακές.
Κορφή της ο σκοτεινός λαός,
έλαβε την αναιρεμένη ουσία,
Τη διέδωσε στα θαλασσινά της σύνορα.
Την κοπάνισε σ’ ατίθασα γουδιά.
Και βγήκε με τις σφυρηλατημένες της σελίδες
Και με την άνοιξη στο δρόμο.
Ώρα χθεσινή, ώρα μεσημεριού,
ώρα σημερινή άλλη φορά, ώρα πολυπόθητη
ανάμεσα στη νεκρή στιγμή και κείνη που γεννιέται,
Την άγρια εποχή του ψεύδους.
Πατρίδα, γεννημένη από τους ξυλοκόπους,
από γιους αβάφτιστους, από μαραγκούς,
από κείνους που θα ‘διναν σαν παράξενα πουλιά
μια στάλα αίμα πετούμενο,
και σήμερα ξαναγεννιέσαι διαρκώς,
εκεί που ο προδότης κι ο δεσμοφύλακας
σε νόμιζαν παντοτινά χαμένη.
Σήμερα θα ξαναγεννηθείς απ’ το λαό σαν τότε.
Σήμερα θα βγεις απ’ το κάρβουνο και τη πάχνη.
Σήμερα θα φθάσεις και θα τραντάξεις
με τα βασανισμένα χέρια, με τα κομμάτια
ψυχής που επέζησε, με τα μπουκέτα
βλέμματα που δεν έσβησε ο χάρος,
με εργαλεία σκυθρωπά, οπλισμένα
κάτω από τα κουρέλια.
Έρχονται τα πουλιά
Όλα ήτανε πέταγμα στη χώρα μας
σαν στάλες αίμα και φτερούγες
οι καρδερίνες αφαιμάζανε
Το λυκαυγές του Αναγουάκ.
Το τουκάν ήτανε λατρευτό κουτί
καλογυαλισμένων καρπών,
Το κολίβριο κρατούσε τις αυθεντικές
σπίθες της αστραπής
κι οι μικροσκοπικές φλόγες
Καίγανε στον ακίνητο αγέρα.
Οι αστραφτεροί παπαγάλοι γεμίζανε
τα βάθη των φυλλωμάτων
σαν τα ραβδιά από πράσινο χρυσάφι
πρόσφατα βγαλμένα απ’ την ουσία
των βουλιαγμένων θάμνων,
και με τα στρογγυλά τους μάτια
κοίταζαν ένα κίτρινο δαχτυλίδι,
αρχαίο σαν τα πετρώματα.
Όλοι οι αητοί του ουρανού
θρέφαν τη ματωμένη του πορεία
στο ακατοίκητο βαθύ κυανό,
και κάτω από τα σαρκοβόρα του φτερά
πετούσε στις κορφές του κόσμου
ο κόνδορας, άνακτας δολοφόνος,
μοναχικός του ουρανού ασκητής,
του χιονιού μαύρο φυλαχτάρι,
τυφώνας της τέχνης των γερακιών.
Η δεξιότητα του πουλιού φούρναρη
έπλαθε με την ευωδιαστή λάσπη
μικρά εύηχα θέατρα
από όπου φαινότανε να τραγουδάει.
Το αταχακαμίνος πήγαινε
την υγρή κραυγή του ν’ αφήσει
Στο ακρογιάλι με τις υπόγειες πηγές.
Το αραουκάνικο αγριοπερίστερο
έφτιαχνε αγριοφωλιές με τις συστάδες των δέντρων
Όπου άφηνε το βασιλικό του δώρο,
Τα καλογιαλισμένα αυγά του.
Η λόικα του νότου, μυρωδάτη,
γλυκιά ξυλουργός του φθινοπώρου,
έδειχνε το αστροντυμένο στήθος της
από πορφυρούς αστερισμούς,
και το τσίνγκολο του νότου ύψωνε
τη φρέσκια φλογέρα της σοδειάς
Της αιωνιότητας του νερού.
Επίσης, υγρό σαν νούφαρο,
το φλαμένκο άνοιγε τις πόρτες
του ροδαλού καθεδρικού,
και πετούσε σαν την αυγή,
μακριά από το πνιγηρό, ζεστό κι υγρό δάσος
όπου κρεμούσαν τα πετρώματα
του κέτσαλ, που νωρίς ξυπνούσε,
κινούμενο, αστραφτερό γυαλιστερό,
Κάνοντας να πετάει το παρθένο κάρβουνο.
Πετούσε ένα θαλασσινό βουνό
προς τα νησιά, μια σελήνη
πουλιών που πηγαίνανε προς το νοτιά,
πάνω από τ’ αναβράζοντα νησιά
Του Περού.
Είναι ποτάμι ζωηρό σκιερό,
είναι κομήτης μικρών
κι αρίφνητων καρδιών
που σκιάζουν τον ήλιο του κόσμου
σαν μεγάλος κομήτης
Παλλόμενος προς το αρχιπέλαγος.
Και στο τέλος της οργισμένης
θάλασσας, στη βροχή του ωκεανού,
υψώνονται οι φτερούγες του αλμπατρος
σαν δυό συστήματα αλατιού,
που τα ιδρύσαν μέσα στη σιωπή,
ανάμεσα στις ριπές των χειμάρρων,
με την ευρύχωρη ιεραρχία της
την τάξη της ερημιάς.
Ήταν το λυκόφωτο της ιγουάνας
Από το ιριδόχρωμο, αψιδωτό λειρί
η γλώσσα της σαν ακόντιο
βουτούσε μες στην πρασινάδα,
ο μοναστικός μυρμηγκοφάγος πατούσε
με μελωδικό βήμα το παρθένο δάσος,
ο λεπτός γουανάκος σαν το οξυγόνο
στις πλατιές συννεφιασμένες κορφές
βάδιζε φορώντας χρυσά πατούμενα,
ενώ το λάμα άνοιγε αθώα
μάτια στη λεπτότητα
του ολόδροσου κόσμου.
Οι πίθηκοι υφαίναν μια κλωστή
ατέλειωτα ερωτική
στ’ ακρογιάλια της αυγής,
κατεδαφίζοντας τοίχους από γύρη
και τρομάζοντας το μενεξεδένιο
πέταγμα των πεταλούδων του Μούθο.
Ήταν η νύχτα των καϊμάν,
η νύχτα η αγνή μες σε συνωστισμό
των ρυγχών που βγαίναν απ’ τη λάσπη,
κι από τα νυσταγμένα τενάγη
ένα θαμπό βουητό από πανοπλίες
επέστρεφε στη γήινη καταγωγή του.
Ο ιαγουάρος άγγιζε τα φύλλα
με τη φωσφωρίζουσα απουσία του,
το πούμα έτρεχε μες τις φυλλωσιές
σαν τη φωτιά που τις καταβρόχθιζε,
ενώ μέσα του καίγανε τα αλκοολικά
μάτια του παρθένου δάσους.
Οι ασβοί σκάβαν τα πέλματα
του ποταμού, οσμίζονταν τη φωλιά
που μες την παλμική της γλύκα
θα κάναν επίθεση με κόκκινα δόντια.
Και στο βάθος της μεγάλης στέρνας,
σαν την περιφέρεια της γης,
πλαγιάζει η γιγάντια ανακόντα
σκεπασμένη με λειτουργικές λάσπες,
αδηφάγα και θεοτική.
Η Εταιρεία Φρούτων
Όταν ήχησε η σάλπιγγα
ήταν όλα έτοιμα πάνω στη γη
κι ο Γιεχωβά μοίρασε τον κόσμο
στην Κόκα-Κόλα, την Ανακόντα,
τη Φορντ Μότορς κι άλλες εταιρείες:
Η Εταιρεία Φρούτων
κράτησε για τον εαυτό της
την πιο ζουμερή περιοχή
την κεντρική ακτή της γης μας
τη γλυκιά μέση της Αμερικής.
Βάπτισε απ’ την αρχή τις χώρες της
σαν “Δημοκρατίες της Μπανάνας”.
Και πάνω από τους κοιμισμένους νεκρούς,
πάνω απ’ τους ανήσυχους ήρωες,
που είχαν καταχτήσει το μεγαλείο,
την λευτεριά και τα φλάμπουρα,
ίδρυσε μια φαρσοκωμωδία.
Φίμωσε τις ελεύθερες συνειδήσεις,
χάρισε στέμματα καισαρικά,
το φθόνο ξιφουλκώντας, προσέλκυσε
τη δικτατορία των μυγών,
μύγες Τρουχίγιος, μύγες Τάτσος,
μύγες Καρίας, μύγες Μαρτίνεθ,
μύγες Ουβίκο, μύγες υγρές
από ταπεινό αίμα και μαρμελάδα,
μύγες μπεκρούδες που βουίζανε
πάνω απ’ τα λαϊκά κοιμητήρια,
μύγες του τσίρκου, μύγες σοφές
ειδικευμένες στην τυραννία.
Η Εταιρεία Φρούτων αποβιβάστηκε
ανάμεσα στις αιμοσταγείς μύγες,
αρπάζοντας τον καφέ και τα φρούτα,
με τα πλοία της που γλιστρούσαν
σαν νταβάδες με το θησαυρό
των δικών μας καταποντισμένων χωρών.
Εν τω μεταξύ, στις ζαχαρωμένες
αβύσσους των λιμανιών,
κατέβαιναν ινδιάνοι σαβανωμένοι
στον ατμό του πρωινού:
ένα κορμί τροχός, ένα πράγμα
ανώνυμο, ένας πεσμένος αριθμός,
ένα μάτσο νεκρών καρπών
χυμένων μες το σαπιστήρι.
Βλαστήσεις
Στα χώματα τ’ ανώνυμα κι αρίφνητα
χαμήλωνε ο άνεμος που κίνησε από άλλες επικράτειες
έφερνε η βροχή ουράνια νήματα
και ο θεός των κεντρισμένων βωμών
ξεδίπλωνε λούλουδα και ζωές.
Στη γονιμότητα πέρναγε ο καιρός.
Η τζακαράντα τίναζε τον αφρό,
φτιαγμένο από υπερπόντιες λάμψεις
Η αροκάρια με ακόντια τεντωμένα
ύψωνε το μπόι της ενάντια στο χιόνι
Το αρχέγονο δέντρο του μαονιού
απ’ την κορφή του στάλαζε αίμα
το δέντρο κεραυνός, το κόκκινο δέντρο,
το αγκαθωτό δέντρο, το δέντρο μάνα,
το πορφυρό κοραλλιόδεντρο,
το καουτσουκόδεντρο,
σαν όγκοι με γήινο ήχο στέκαν
υπάρξεις εκεί του τόπου.
Ένα νέο άρωμα απλωνόταν
και γέμιζε μες από τις ρωγμές
της γης, τις ανάσες πού ‘ναι
μεταλλαγμένες σε καπνούς κι αρώματα:
Ο ασημένιος ταμπάκος ύψωνε
τον κόκκινο θάμνο του από
φανταστικούς ρυθμούς.
Σαν ακόντιο που κατέληγε στη φωτιά
παρουσιάζονταν το αραποσίτι, και το
παράστημά του
τ’ αλώνιζαν και το γεννούσαν πάλι,
σκορπούσε το αλεύρι του, έχοντας
κάτω απ’ τις ρίζες του νεκρούς,
κι ύστερα, μες στον κώνο του, έβλεπε
να αυξάνουν οι θεοί της βλάστησης.
Πτυχή και άπλα σκόρπιζε
ο σπόρος του ανέμου
πάνω από τα φτερά της κορδιλιέρας,
το φως της φύτρας, της θηλής πύκνωνε,
η τυφλή αυγή θηλάζοντας
με τις κολλώδεις γήινες ύλες
της άσπονδης βροχερής χώρας,
των κλειδωμένων και πηγαίων νυχτεριών,
της στέρνας της πρωινής.
Κι ακόμα στις πεδιάδες
σαν ελάσματα του πλανήτη
κάτω απ’ το δροσερό χωριό των αστεριών,
ρήγας της χλόης, το ελεφαντόδεντρο κρατούσε
το λεύτερο αγέρα, το θορυβώδες πέταγμα
κι ανέβαινε την πάμπα συγκρατώντας την
με τα κλωνάρια των χναριών και των ριζών
το σύδεντρο που λέν’ Αμέρικα,
η άγρια βάτος ανάμεσα στις θάλασσες,
που ισορροπούσανε από τον ένα πόλο στον άλλο,
κι η λόχμη της ήτανε πράσινος θησαυρός.
Η νύχτα βλάσταινε στις πόλεις
με τα ιερά κελύφη,
σε ηχερά μαδέρια,
σε απλωτά φυλλώματα που κάλυπταν
την πέτρα που όλο κάρπιζε γεννήσεις.
Πράσινη μήτρα, αμερικάνικη
σαβάνα καρπερή, φαρδιά αποθήκη,
ο ένας κλώνος φύτρωνε σαν το νησί,
το φύλλο είχε τη μορφή μιας σπάθας,
το λούλουδο ήταν η αστραπή κι η μέδουσα,
ένα μπουκέτο στρογγύλευε το νόημά υ,
μια ρίζα κατέβαινε μες στα σκοτάδια.
Εξεγερμένη Αμερική (1800)
Η πατρίδα μας, χώρα πλατιά, ερημιές
Κατοικημένη από βουητά,
Μπράτσα και στόματα.
Μια συλλαβή που σώπασε βάδιζε αναμμένη,
συσπειρώνοντας το λαθραίο ρόδο,
ώσπου και τα λιβάδια δονηθήκανε
Σκεπασμένα μέταλλα και καλπασμούς.
Ήταν σκληρή η αλήθεια σαν το αλέτρι.
Διέσπασε τη χώρα, εγκαθίδρυσε την βουλιμία,
Βύθισε τα σπερματικά της κηρύγματα
Και πλάστηκε στη μυστική άνοιξη.
Σώπασε το λουλούδι της, η φωτεινή
της σύναξη αναβλήθηκε, μοιράστηκε
η συλλογική μαγιά, το προσκύνημα
των κρυμμένων σημαιών,
αλλά υψώθηκε σχίζοντας τους τοίχους,
γκρεμίζοντας τις πήλινες φυλακές.
Κορφή της ο σκοτεινός λαός,
έλαβε την αναιρεμένη ουσία,
Τη διέδωσε στα θαλασσινά της σύνορα.
Την κοπάνισε σ’ ατίθασα γουδιά.
Και βγήκε με τις σφυρηλατημένες της σελίδες
Και με την άνοιξη στο δρόμο.
Ώρα χθεσινή, ώρα μεσημεριού,
ώρα σημερινή άλλη φορά, ώρα πολυπόθητη
ανάμεσα στη νεκρή στιγμή και κείνη που γεννιέται,
Την άγρια εποχή του ψεύδους.
Πατρίδα, γεννημένη από τους ξυλοκόπους,
από γιους αβάφτιστους, από μαραγκούς,
από κείνους που θα ‘διναν σαν παράξενα πουλιά
μια στάλα αίμα πετούμενο,
και σήμερα ξαναγεννιέσαι διαρκώς,
εκεί που ο προδότης κι ο δεσμοφύλακας
σε νόμιζαν παντοτινά χαμένη.
Σήμερα θα ξαναγεννηθείς απ’ το λαό σαν τότε.
Σήμερα θα βγεις απ’ το κάρβουνο και τη πάχνη.
Σήμερα θα φθάσεις και θα τραντάξεις
με τα βασανισμένα χέρια, με τα κομμάτια
ψυχής που επέζησε, με τα μπουκέτα
βλέμματα που δεν έσβησε ο χάρος,
με εργαλεία σκυθρωπά, οπλισμένα
κάτω από τα κουρέλια.
Έρχονται τα πουλιά
Όλα ήτανε πέταγμα στη χώρα μας
σαν στάλες αίμα και φτερούγες
οι καρδερίνες αφαιμάζανε
Το λυκαυγές του Αναγουάκ.
Το τουκάν ήτανε λατρευτό κουτί
καλογυαλισμένων καρπών,
Το κολίβριο κρατούσε τις αυθεντικές
σπίθες της αστραπής
κι οι μικροσκοπικές φλόγες
Καίγανε στον ακίνητο αγέρα.
Οι αστραφτεροί παπαγάλοι γεμίζανε
τα βάθη των φυλλωμάτων
σαν τα ραβδιά από πράσινο χρυσάφι
πρόσφατα βγαλμένα απ’ την ουσία
των βουλιαγμένων θάμνων,
και με τα στρογγυλά τους μάτια
κοίταζαν ένα κίτρινο δαχτυλίδι,
αρχαίο σαν τα πετρώματα.
Όλοι οι αητοί του ουρανού
θρέφαν τη ματωμένη του πορεία
στο ακατοίκητο βαθύ κυανό,
και κάτω από τα σαρκοβόρα του φτερά
πετούσε στις κορφές του κόσμου
ο κόνδορας, άνακτας δολοφόνος,
μοναχικός του ουρανού ασκητής,
του χιονιού μαύρο φυλαχτάρι,
τυφώνας της τέχνης των γερακιών.
Η δεξιότητα του πουλιού φούρναρη
έπλαθε με την ευωδιαστή λάσπη
μικρά εύηχα θέατρα
από όπου φαινότανε να τραγουδάει.
Το αταχακαμίνος πήγαινε
την υγρή κραυγή του ν’ αφήσει
Στο ακρογιάλι με τις υπόγειες πηγές.
Το αραουκάνικο αγριοπερίστερο
έφτιαχνε αγριοφωλιές με τις συστάδες των δέντρων
Όπου άφηνε το βασιλικό του δώρο,
Τα καλογιαλισμένα αυγά του.
Η λόικα του νότου, μυρωδάτη,
γλυκιά ξυλουργός του φθινοπώρου,
έδειχνε το αστροντυμένο στήθος της
από πορφυρούς αστερισμούς,
και το τσίνγκολο του νότου ύψωνε
τη φρέσκια φλογέρα της σοδειάς
Της αιωνιότητας του νερού.
Επίσης, υγρό σαν νούφαρο,
το φλαμένκο άνοιγε τις πόρτες
του ροδαλού καθεδρικού,
και πετούσε σαν την αυγή,
μακριά από το πνιγηρό, ζεστό κι υγρό δάσος
όπου κρεμούσαν τα πετρώματα
του κέτσαλ, που νωρίς ξυπνούσε,
κινούμενο, αστραφτερό γυαλιστερό,
Κάνοντας να πετάει το παρθένο κάρβουνο.
Πετούσε ένα θαλασσινό βουνό
προς τα νησιά, μια σελήνη
πουλιών που πηγαίνανε προς το νοτιά,
πάνω από τ’ αναβράζοντα νησιά
Του Περού.
Είναι ποτάμι ζωηρό σκιερό,
είναι κομήτης μικρών
κι αρίφνητων καρδιών
που σκιάζουν τον ήλιο του κόσμου
σαν μεγάλος κομήτης
Παλλόμενος προς το αρχιπέλαγος.
Και στο τέλος της οργισμένης
θάλασσας, στη βροχή του ωκεανού,
υψώνονται οι φτερούγες του αλμπατρος
σαν δυό συστήματα αλατιού,
που τα ιδρύσαν μέσα στη σιωπή,
ανάμεσα στις ριπές των χειμάρρων,
με την ευρύχωρη ιεραρχία της
την τάξη της ερημιάς.
ALGUNAS BESTIAS
Era el crepúsculo de la iguana
Desde la arcoirisada crestería
Su lengua como un dardo
Se hundía en la verdura,
El hormiguero monacal pisada
Con melodioso pie la selva,
El guanaco fino como el oxígeno
En las anchas alturas pardas
Iba calzando botas de oro,
Mientras la llama abría cándidos
Ojos en la delicadeza
Del mundo lleno de rocío.
Los monos trenzaban un hilo
Interminablemente erótico
En las riberas de la aurora,
Y espantando el vuelo violeta
De las mariposas de Muzo.
Era la noche de los caimanes,
La noche pura y pululante
De hocicos saliendo del légamo,
Y de las ciénagas soñolientas
Un ruido opaco de armaduras
Volvía al origen terrestre.
El jaguar tocaba las hojas
Con su ausencia fosforescente,
El puma corre en el ramaje
Como el fuego devorador
Mientras arden en él los ojos
Alcohólicos de la selva.
Los tejones rascan los pies
Del río, husmean el nido
Cuya delicia palpitante
Atacarán con dientes rojos.
Y en el fondo del agua magna,
Como el círculo de la tierra,
Está la gigante anaconda
Cubierta de barros rituales,
Devoradora y religiosa.
LA UNITED FRUIT Co.
Cuando sonó la trompeta estuvo
Todo preparado en la tierra
Y Jehová repartió el mundo
A Coca Cola Inc., Anaconda,
Ford Motors y otras entidades:
La Compañía Frutera Inc.
Se reservó lo más jugoso
La costa central de mi tierra
La dulce cintura de América.
Bautizó de nuevo sus tierras
Como “Repúblicas Bananas”.
Y sobre los muertos dormidos
Sobre los héroes inquietos
Que conquistaron la grandeza,
La libertad y las banderas,
Estableció la ópera bufa.
Enajenó los albedríos
Regaló coronas de César,
Desenvainó la envidia, atrajo
La dictadura de las moscas,
Moscas Trujillos, moscas Tachos,
Moscas Carías, moscas Martínez,
Moscas Ubico, moscas húmedas
De sangre humilde y mermelada,
Moscas borrachas que zumban
Sobre las tumbas populares,
Moscas de circo, sabias moscas
Entendidas en tiranía.
Entre las moscas sanguinarias
La Frutera desembarca,
Arrasando el café y las frutas,
En sus barcos que deslizaron
Como bandejas el tesoro
De nuestras tierras sumergidas.
Mientras tanto, por los abismos
Azucarados de los puertos,
Caían indios sepultados
En el vapor de la mañana:
Un cuerpo rueda, una cosa
Sin nombre, un numero caído,
Un racimo de fruta muerta
Derramada en el pudridero.
VEGETACIONES
A las tierras sin nombres y sin números
Bajaba el viento desde otros dominios
Traía la lluvia hilos celestes
Y el díos de los altares impregnados
Devolvía las flores y las vidas.
En la fertilidad crecía el tiempo
El jacarandá elevaba espuma
Hecha de resplandores transmarinos
La araucaria de lanzas erizadas
Era la magnitud contra la nieve
El primordial árbol caoba
Desde su copa destilaba sangre
Y al Sur de los alerces
El árbol trueno, el árbol rojo
El árbol de la espina, el árbol madre
El ceibo bermellón, el árbol caucho,
Eran volumen terrenal sonido
Eran territoriales existencias.
Un nuevo aroma propagado
Llenaba, por los intersticios
De la tierra, las respiraciones
Convertidas en humo y fragancia:
El tabaco silvestre alzaba
Su rosal de aire imaginario.
Como una lanza terminada en fuego
Apareció el maíz, y su estatura
Se desgranó y nació de nuevo,
Diseminó su harina, tuvo
Muertos bajo sus raíces,
Y, luego, en su cuna, miró
Crecer los dioses vegetales.
Arruga y extensión diseminaba
La semilla del viento
Sobre las plumas de la cordillera,
Espesa luz de germen y pezones,
urora ciega amamantada
Por los ungüentos terrenales
De la implacable latitud lluviosa,
De las cerradas noches manantiales,
De las cisternas matutinas.
Y aún en las llanuras
Como láminas de planeta,
Bajo un fresco pueblo de estrellas,
Rey de la hierba, el ombú detenía
El aire libre, el vuelo rumoroso
Y montaba la pampa sujetándola
Con su ramal de riendas y raíces
América arboleda,
Zarza salvaje entre los mares,
De polo a polo balanceabas,
Tesoro verde su espesura.
Germinaba la noche
En ciudades de cáscaras sagradas,
En sonoras maderas,
Extensas hojas que cubrían
La piedra germinal, los nacimientos.
Útero verde, americano
Sabana seminal, bodega espesa,
Una rama nació como una isla,
Una hoja fue forma de la espada,
Una flor fue relámpago y medusa,
Un racimo redondeo su resumen,
Un raíz descendió a las tinieblas.
AMERICA INSURRECTA (1800)
Nuestra tierra, ancha tierra, soledades
Se pobló de rumores, brazos, bocas.
Una callada silaba iba ardiendo,
Congregando la rosa clandestina,
Hasta que las praderas trepidaron
Cubiertas de metales y galopes.
Fue dura la verdad como un arado.
Rompió la tierra, estableció el deseo,
Hundió sus propagandas germinales
Y nació en la secreta primavera.
Fue callada su flor, fue rechazada
Su reunión de luz, fue compartida
La levadura colectiva, el beso
De las banderas escondidas,
Pero surgió rompiendo las paredes,
Apartando las cárceles del suelo.
El pueblo oscuro fue su copa,
Recibió la sustancia rechazada,
La propagó en los límites marítimos.
La machacó en morteros indomables.
Y salió con las páginas golpeadas
Y con la primavera en el camino.
Hora de ayer, hora de mediodía,
Hora de hoy otra vez, hora esperada
Entre el minuto muerto y el que nace,
En la erizada edad de la mentira.
Patria, naciste de los leñadores,
De hijos sin bautizar, de carpinteros,
De los que dieron como un ave extraña
Una gota de sangre voladora,
Y hoy nacerás de nuevo duramente,
Desde donde el traidor y el carcelero
Te creen para siempre sumergida.
Hoy nacerás del pueblo como entonces.
Hoy saldrás del carbón y del rocío.
Hoy llegaras a sacudir las puertas
Con manos maltratadas, con pedazos
De alma sobreviviente, con racimos
De miradas que no extinguió la muerte,
Con herramientas hurañas
Armadas bajo los harapos.
VIENEN LOS PÁJAROS
Todo era vuelo en nuestra tierra
Como gotas de sangre y plumas
Los cardenales desangraban
El amanecer de Anáhuac.
El tucán era una adorable
Caja de frutas barnizadas,
El colibrí guardó las chispas
Originales del relámpago
Y sus minúsculas hogueras
Ardían en el aire inmóvil.
Los ilustres loros llenaban
La profundidad del follaje
Como lingotes de oro verde
Recién salidos de la pasta
De los pantanos sumergidos,
Y de sus ojos circulares
Miraba una argolla amarilla,
Vieja como los minerales.
Todas las águilas del cielo
Nutrían su estirpe sangrienta
En el azul inhabitado,
Y sobre las plumas carnívoras
Volada encima del mundo
El cóndor, rey asesino,
Fraile solitario del cielo,
Talismán negro de la nieve,
Huracán de la cetrería.
La ingeniería del hornero
Hacía del barro fragante
Pequeños teatros sonoros
Donde aparecía cantando.
El atajacaminos iba
Dando su grito humedecido
A la orilla de los cenotes.
La torcaza araucana hacía
ásperos nidos matorrales
Donde dejaba el real regalo
De sus huevos empavonados.
La loica del sur, fragante,
Dulce carpintera de otoño,
Mostraba su pecho estrellado
De constellación escarlata,
Y el austral chingolo elevaba
Su flauta recién recogida
De la eternidad del agua.
Más, húmedo como un nenúfar,
El flamenco abría sus puertas
De sonrosada catedral,
Y volaba como la aurora,
Lejos del bosque bochornoso
Donde cuelga la pedrería
Del quetzal, que de pronto despierta,
Se mueve, resbala y fulgura
Y hace volar su brasa virgen.
Vuela una montaña marina
Hacia las islas, una luna
De aves que van hacia el sur,
Sobre las islas fermentadas
Del Perú.
Es un río vivo de sombra,
Es un cometa de pequeños
Corazones innumerables
Que oscurecen el sol del mundo
Como un astro de cola espesa
Palpitando hacia el archipiélago.
Y en el final del iracundo
Mar, en la lluvia del océano,
Surgen las alas del albatros
Como dos sistemas de sal,
Estableciendo en el silencio,
Entre las rachas torrenciales,
Con su espaciosa jerarquía
El orden de las soledades.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου