The Sound Of Silence
Hello darkness, my old friend
I've come to talk with you again
Because a vision softly creeping
Left it's seeds while I was sleeping
And the vision that was planted
In my brain still remains
Within the sound of silence
In restless dreams I walked alone
Narrow streets of cobblestone
'Neath the halo of a street lamp
I turned my collar to the cold and damp
When my eyes were stabbed by the flash of
A neon light that split the night
And touched the sound of silence
And in the naked light I saw
Ten thousand people, maybe more
People talking without speaking
People hearing without listening
People writing songs that voices never share and no one dared
Disturb the sound of silence
Fools said I, you do not know
Silence like a cancer grows
Hear my words that I might teach you
Take my arms that I might reach you
But my words like silent raindrops fell
And echoed in the wells of silence
And the people bowed and prayed
To the neon God they made
And the sign flashed out it's warning
In the words that it was forming
And the signs said, 'The words of the prophets
Are written on the subway walls and tenement halls'
And whispered in the sound of silence
Ο ήχος της σιωπής
Γεια σου, χαρά σου σκοτεινιά παλιά μου ερωμένη,
Νάμαι και πάλι μόνος μου να σου μιλήσω ήρθα,
Αφού στον ύπνο μου απαλά
Μια οπτασία έρπει, αφήνοντας
Το σπόρο της κι αφού στο νου φυτρώνει,
Ακόμα εκεί απόμεινε μες της σιωπής τον ήχο.
Σε όνειρα ατέλειωτα μόνος εγώ διαβαίνω
Μες σε στενά λιθόστρωτα σοκάκια
Πάω εγώ
Κάτω απ’ το φως των φαναριών του δρόμου όλο περνάω
Με το γιακά μου γυριστό
Στο κρύο και την πάχνη
Ενώ τα δυο τα μάτια μου ένα φανάρι σκίζει
Χωρίζοντάς τη τη νυχτιά μια λάμπα φθορισμού
Τώρα τον ήχο της σιωπής, αυτόν πια τώρα αγγίζει
Κι έτσι στο φως της το γυμνό να! που τα είδα τώρα
Δέκα χιλιάδες πρόσωπα
Μπορεί και πιο πολλά
Αυτοί λοιπόν φλυαρούσανε δίχως να ομιλούνε
Να! που λοιπόν ακούγανε δίχως να κρυφακούν
Αυτοί λοιπόν εγράφανε τραγούδια για τη λάμψη
Όπου φωνές δεν έλεγαν
Ούτε κανείς τολμούσε
Να σπάσει και να παραβεί τον ήχο της σιωπής
«Ανόητοι, αχ!» ψέλλισα, «κανείς δεν το κατέχει
Πως η σιωπή αυξάνεται σαν νάτανε χτικιό.
Ακούστε αυτά τα λόγια μου οπού θα σας διδάξω
Πιάστε με, αγκαλιάστε με, που τόσο εγώ αγαπώ»
Αλλά τα λόγια μου έπεφταν σαν σιγαλές ψιχάλες
Κι όλο αντηχούσανε βαριά στα φρέατα της σιωπής
Να! που εκείνοι σκύβανε κι όλο παρακαλούσαν
Ένα θεό που είχανε φτιάξει από κάποιο φως
Κι έτσι η λάμψη σήμαινε ένα δικό της νόημα
Και με τα λόγια που άρμοζε
Η λάμψη έλεγε πια
Πως «τα στιχάκια της αυτά τα λέγαν οι προφήτες,
Γραμμένα στον υπόγειο
Και τους συνοικισμούς
Όπου ψιθύρους έβγαζαν
Στον ήχο της σιωπής».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου