When, in disgrace with fortune and men’s eyes,
I all alone beweep my outcast state,
And trouble deaf heaven with my bootless cries,
And look upon myself, and curse my fate,
Wishing me like to one more rich in hope,
Featur’d like him, like him with friends possess’d,
Desiring this man’s art and that man’s scope,
With what I most enjoy contented least;
Yet in these thoughts myself almost despising,
Haply I think on thee, and then my state,
Like to the lark at break of day arising
From sullen earth, sings hymns at heaven’s gate;
For thy sweet love remember’d such wealth brings
That then I scorn to change my state with kings.
Όταν σμικρύνομαι στα μάτια όλου του κόσμου
μόνος τον εαυτό μου απόβλητο θρηνώ,
τη μοίρα μέμφομαι και λοιδορώ το φως μου
κι αναστατώνω με φωνές τον ουρανό,
και με φαντάζομαι να ’μουν αλλιώς πλασμένος,
να ’χω την τέχνη του ενός, το νου του άλλου,
ωραίος, φέρελπις, με φίλους προικισμένος,
και υποφέρω το μαρτύριο του Ταντάλου·
κι εκεί που μόλις αυτομίσητος πηγαίνω,
σε συλλογίζομαι και γίνομαι μαζί σου
κορυδαλλός που από τη μαύρη γη τον αίνο
ξυπνά και ψέλνει προς το φως του παραδείσου.
Τέτοιο για μένα της αγάπης σου το κλέος
που δεν τ’ αλλάζω ούτε με σκήπτρο βασιλέως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου