Μονεμβάσια.
Δεν έχω κανέναν για να του γράψω. Τις λεπτομέρειες για το καλοκαίρι, τις φωτογραφίες απ΄ τη Μονεμβασιά, τις υδατογραφίες σου, όλα τα κρατώ για μένα Η καρδιά μου γερνά όπως το δέντρο και τ΄ αστέρι. Γεμίζω αδιάκοπα μπουκάλια μ΄ απελπισμένα σημειώματα. Δίχως στοπ, μπροστά από ένα χαλασμένο ασύρματο, όπως φθαρμένη τοιχογραφία, εγώ, έξω απ΄ τα ρεύματα, σαν ένα δυνατό και ολοζώντανο σύννεφο από πουλιά και από πιθανότητες στην άκρη του βράχου, στην κόψη του ποιήματος. Ο χρυσός δρόμος φθάνει ως το σύνορο. Στις μάντρες του καιρού διαγράφονται όλες οι μυστικές ταυτότητες και οι καιροί.
Αγαπημένη μου, κορίτσι της πέτρας και του ερειπωμένου θρόνου, με το σπασμένο πρόσωπο, τρεις χιλιάδες χρόνια, παραδομένη στην ολέθρια παραβολή.
Δεν έχω κανέναν τρόπο πια για να σου γράψω. Μια αρρώστια της ψυχής και της φαντασίας, μια συνοδεία από εμβληματικά έγχορδα, μια φιλοδοξία αγγελική που κάνει όλα τα πρόσωπα ν΄ αγαπιώνται με δυναστεύει.
Φθάσε λοιπόν μέσα απ΄ τα χαρακώματα του καιρού μ΄ ένα απροσμέτρητο, ειδικό βάρος, συνθλίβοντας κάτω απ΄ τα βήματά σου το κάστρο μ΄ όλες ανεξαιρέτως τις ξεχασμένες ντάπιες και τις σκηνές του φανταστικού.
Δεν έχω πια τρόπο. Όλα ταξιδεύουν κοντά σου και το παλιό ατελιέ λάμπει, λάμπει μες στους φωτισμούς με τις προτομές του και τα αρχαία φετίχ για μια τελευταία παράσταση. Στα πόδια μου χιτώνες απ΄ άδεια σώματα που τράβηξαν ίσια προς τον ύπνο. Ελαστικά, ανοιχτά παράθυρο στους ανέμους, σίδερα, στίχοι, απρόοπτες ρωγμές του παράξενου. Κούκλες ζαχαρένιες.
(φωτογραφία: Γιώργος Πρίμπας από την Άνω Πόλη της Μονεμβασιάς)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου