The Valley of Unrest
Once it smiled a silent dell
Where the people did not dwell;
They had gone unto the wars,
Trusting to the mild-eyed stars,
Nightly, from their azure towers
To keep watch above the flowers,
In the midst of which all day
The red sun-light lazily lay.
Now each visitor shall confess
The sad valley’s restlessness.
Nothing there is motionless—
Nothing save the airs that brood
Over the magic solitude.
Ah, by no wind are stirred those trees
That palpitate like the chill seas
Around the misty Hebrides!
Ah, by no wind those clouds are driven
That rustle through the unquiet Heaven
Uneasily, from morn till even,
Over the violets there that lie
In myriad types of the human eye—
Over the lilies there that wave
And weep above a nameless grave!
They wave:—from out their fragrant tops
External dews come down in drops.
They weep:—from off their delicate stems
Perennial tears descend in gems.
Η τρικυμισμένη κοιλάδα
Ένα σιωπηλό λαγκάδι κάποτε χαμογελούσε
Εκεί όπου κανένας πια δεν κατοικούσε.
Είχαν κινήσει όλοι για πολέμους
Στο πόδι αφήνοντας γλυκόμματα τ’ αστέρια
Νυχτέρια, από γαλάζιους πύργους
Κάμπους λουλουδιασμένους να φυλάνε
Όπου χωνότανε ολημερίς
Το κοκκινόφως του ήλιου να κουρνιάσει.
Όποιος διαβαίνει σήμερ’ από κει θα ομολογήσει
Ότι η κοιλάδα αυτή ποτέ δεν ησυχάζει―
Ένα τρικύμισμα συνέχεια ταράζει
Τα πάντα, εξόν απ’ τους αέρηδες
Που ακινητούν, τη μαγική ερημιά για να συλλογιστούν.
Ω! άνεμος κανείς τα δέντρα ετούτα δεν ανακινεί
Που παραδέρνουν σαν τις θάλασσες από ψυχρό γυαλί
Ολόγυρα στις κάταχνες Εβρίδες.
Ω! άνεμος κανείς δεν σπρώχνει αυτά τα σύννεφα
Που θροΐζοντας περνούν τον ανειρήνευτο ουρανό
Αργόσυρτα, απ’ την αυγή ως τον εσπερινό―
Νωχελικές βιολέτες κάτωθέ τους
Σε χίλια χρώματα και σχήματα τ’ ανθρώπινου ματιού.
Κυματιστά κρινάκια κάτωθέ τους
Πάνω από τάφο που θρηνούν ανώνυμου νεκρού!
Κυματίζουν, κι απ’ τις ευωδιαστές κορφές τους
Σταλάζουν ήσυχα αιώνιες δροσιές.
Θρηνούν, κι από τους τρυφερούς τους μίσχους
Λίθοι ατίμητοι τα δάκρυα αναβρύζουν.
Once it smiled a silent dell
Where the people did not dwell;
They had gone unto the wars,
Trusting to the mild-eyed stars,
Nightly, from their azure towers
To keep watch above the flowers,
In the midst of which all day
The red sun-light lazily lay.
Now each visitor shall confess
The sad valley’s restlessness.
Nothing there is motionless—
Nothing save the airs that brood
Over the magic solitude.
Ah, by no wind are stirred those trees
That palpitate like the chill seas
Around the misty Hebrides!
Ah, by no wind those clouds are driven
That rustle through the unquiet Heaven
Uneasily, from morn till even,
Over the violets there that lie
In myriad types of the human eye—
Over the lilies there that wave
And weep above a nameless grave!
They wave:—from out their fragrant tops
External dews come down in drops.
They weep:—from off their delicate stems
Perennial tears descend in gems.
Η τρικυμισμένη κοιλάδα
Ένα σιωπηλό λαγκάδι κάποτε χαμογελούσε
Εκεί όπου κανένας πια δεν κατοικούσε.
Είχαν κινήσει όλοι για πολέμους
Στο πόδι αφήνοντας γλυκόμματα τ’ αστέρια
Νυχτέρια, από γαλάζιους πύργους
Κάμπους λουλουδιασμένους να φυλάνε
Όπου χωνότανε ολημερίς
Το κοκκινόφως του ήλιου να κουρνιάσει.
Όποιος διαβαίνει σήμερ’ από κει θα ομολογήσει
Ότι η κοιλάδα αυτή ποτέ δεν ησυχάζει―
Ένα τρικύμισμα συνέχεια ταράζει
Τα πάντα, εξόν απ’ τους αέρηδες
Που ακινητούν, τη μαγική ερημιά για να συλλογιστούν.
Ω! άνεμος κανείς τα δέντρα ετούτα δεν ανακινεί
Που παραδέρνουν σαν τις θάλασσες από ψυχρό γυαλί
Ολόγυρα στις κάταχνες Εβρίδες.
Ω! άνεμος κανείς δεν σπρώχνει αυτά τα σύννεφα
Που θροΐζοντας περνούν τον ανειρήνευτο ουρανό
Αργόσυρτα, απ’ την αυγή ως τον εσπερινό―
Νωχελικές βιολέτες κάτωθέ τους
Σε χίλια χρώματα και σχήματα τ’ ανθρώπινου ματιού.
Κυματιστά κρινάκια κάτωθέ τους
Πάνω από τάφο που θρηνούν ανώνυμου νεκρού!
Κυματίζουν, κι απ’ τις ευωδιαστές κορφές τους
Σταλάζουν ήσυχα αιώνιες δροσιές.
Θρηνούν, κι από τους τρυφερούς τους μίσχους
Λίθοι ατίμητοι τα δάκρυα αναβρύζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου