Ένα πιοτό γεύομαι που παρασκευάστηκε ποτέ –
Από Βαρέλι με Μαργαριτάρια στολισμένο –
Ούτε όλοι οι Κάδοι στις όχθες τού Ρήνου
Τόσο δεν παράγουν Αλκοόλ!
Μεθυσμένη από Αέρα – είμαι Εγώ –
Κι απ’ τη δροσιά διεφθαρμένη –
Εκτός ισορροπίας, απ’ τον απέραντο κάτω
Καλοκαιρινό, γαλάζιο ουρανό –
Όταν οι «γαιοκτήμονες» τη μεθυσμένη κυνηγούνε Μέλισσα
Απ’ της όμορφης Δακτυλίτιδας έξω τα χωνοειδή άνθη –
Όταν οι Πεταλούδες απ’ τις σταγόνες τους παραιτούνται –
Εγώ θα συνεχίσω πιότερο να μεθώ!
Μέχρις ότου τα Σεραφείμ με τα χιονισμένα τους Καπέλα –
Κι οι Άγιοι – στα παράθυρα να τρέχουν –
Τη μικρή να δούνε Μπεκρού
Απέναντι στον Ήλιο!
I taste a liquor never brewed –
From Tankards scooped in Pearl –
Not all the Vats upon the Rhine
Yield such an Alcohol!
Inebriate of Air – am I –
And Debauchee of Dew –
Reeling – thro endless summer days –
From inns of Molten Blue –
When “Landlords” turn the drunken Bee
Out of the Foxglove’s door –
When Butterflies – renounce their “drams” -
I shall but drink the more!
Till Seraphs swing their snowy Hats –
And Saints – to windows run –
To see the little Tippler
Leaning against the – Sun!
Πηγή πρωτότυπου: Emily Dickinson - The Complete Poems - No 214.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου