After great pain, a formal feeling comes –
The Nerves sit ceremonious, like Tombs –
The stiff Heart questions was it He, that bore,
And Yesterday, or Centuries before?
The Feet, mechanical, go round –
Of Ground, or Air, or Ought –
A Wooden way
Regardless grown,
A Quartz contentment, like a stone –
This is the Hour of Lead –
Remembered, if outlived,
As Freezing persons, recollect the Snow –
First – Chill – then Stupor – then the letting go –
Μετά το μεγάλο πόνο, ένα συνηθισμένο αίσθημα σε κυριεύει –
Σα σε Τελετή τα Νεύρα στέκονται, όπως στους Τάφους –
Η σκληρή Καρδιά αναρωτιέται αν και Αυτός, ο Οποίος άντεξε,
Έτσι ένιωσε Χθες ή Αιώνες πριν;
Τα Βήματα, μηχανικά, γυρίζουν –
Είτε στο Έδαφος είτε στον Αέρα είτε Παντού –
Έτσι κενά
Όπως και να ‘χει γίνονται,
Άψυχη ευχαρίστηση, σαν μιας πέτρας Χαλαζία –
Αυτή η Βαριά η Ώρα είναι –
Που τον θυμάσαι, αν τον ξεπεράσεις,
Σαν τα πρόσωπα που του ξεπαγιάσματος επιζήσανε και θυμούνται –
Πρώτα – το Πάγωμα – ο Λήθαργος μετά – το ν’ αφεθείς κατόπιν να φύγεις –
Πηγή Πρωτότυπου: Emily Dickinson - The Complete Poems - No 341.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου