06 Ιουνίου 2020

Stances - Poémes [Jean Moréas, μετ. ΦΚ]

Ι
Ne dites pas: la vie est un joyeux festin;
Ou c'est d'un esprit sot ou c'est d'une âme basse.
Surtout ne dites point : elle est malheur sans fin;
C'est d'un mauvais courage et qui trop tôt se lasse.

Riez comme au printemps s'agitent les rameaux,
Pleurez comme la bise ou le flot sur la grève,
Goûtez tous les plaisirs et souffrez tous les maux;
Et dites: c'est beaucoup et c'est l'ombre d'un rêve.

Le coq chante là-bas; un faible jour tranquille

Blanchit autour de moi;
Une dernière flamme aux portes de la ville

Brille au mur de l'octroi.

O mon second berceau,
Paris, tu dors encore

Quand je suis éveillé
Et que j'entends le pouls de mon grand cœur sonore

Sombre et dépareillé.

Que veut-il, que veut-il, ce cœur? malgré la cendre

Du temps, malgré les maux,
Pense-t-il reverdir, comme la tige tendre
Se couvre de rameaux?


Ι
Μη λέτε: είναι η ζωή συνέχεια πανηγύρι,
Ή πνεύμα επιπόλαιο, ασθενικής ψυχής.
Κυρίως μη λέτε: ατέλειωτο ότι είναι χαρακίρι.
Ισχνό είναι θάρρος και λειψό και σβήνει από νωρίς.

Γελάστε σαν στην άνοιξη, που τα κλαριά χορεύουν,
Κλάψτε όπως η αύρα ή η παλίρροια στο γιαλό.
Γευθείτε όλες τις χαρές ή ως τα δεινά παιδεύουν.
Πείτε: σκιά ονείρου είναι αυτό κι είναι πολύ παλιό.

Να, κάπου εκεί  κάτω λαλεί πάλι το κοκοράκι,
Μέρα χλωμή θαμπίζει και με πολιορκεί.
Μια φλόγα  στης πόλης τις πύλες  λάμπει λιγάκι

Στο τείχος του χαρατσιού ή κάπου εκεί.

Ω δεύτερη μου κούνια,
Παρίσι, ακόμη κοιμάσαι

Σαν ξύπνησα κι ακούω
Τους χτύπους της καρδιάς.
Καρδιά ηχηρή, μεγάλη,
Ακόμα με θυμάσαι;

Ή πας και λες, πως είσαι,
Φάλτσο της σκοτεινιάς.

Μα τι στ’ αλήθεια θέλει, 
Τούτη η φτωχή καρδιά μου;

Παρά τη στάχτη του χρόνου,
Παρά τα τόσα δεινά
Θέλει να πρασινίσει ξανά, 
Σαν το κοτσάνι της άμμου
Τί τρυφερό που είναι
Και το σκεπάζουν κλαριά;



ΙΙ
Quand reviendra l'automne avec les feuilles mortes
Qui couvriront l'étang du moulin ruiné,
Quand le vent remplira le trou béant des portes
Et l'inutile espace où la meule a tourné,

Je veux aller encor l'asseoir sur cette borne,
Contre le mur tissé d'un vieux lierre vermeil,
Et regarder longtemps dans l'eau glacée et morne
S'éteindre mon image et le pâle soleil.

ΙΙ
Σαν θάρθει το φθινόπωρο με τα νεκρά τα φύλλα,
Που  ο βάλτος του νερόμυλου γεμάτος είν’ απ’ αυτά,
Ερείπια, πέτρες και νερά, τις τρύπες του περνάνε,
Στις πόρτες οπού χάσκουνε, κι ο αγέρας φυσά δυνατά
Στο μέρος, που οι μυλόπετρες κάπου εκεί γυρνάνε,

Θέλω να πάω να ξαπλωθώ ξανά μέσα στις πέτρες,
Όπου ο τοίχος πλέκεται στον πορφυρό κισσό,
Παλιός κισσός κι εγώ παλιός για χρόνια να ατενίζω
Μες στο νερό το παγερό, το θλιβερό νερό
Να σβήνω τη μορφή μου και τη μορφή την κάτωχρη
Του παγωμένου ήλιου πάλι να χαιρετίζω.



ΙΙΙ
Les roses que j'aimais s'effeuillent chaque jour;
Toute saison n'est pas aux blondes pousses neuves;
Le zéphyr a soufflé trop longtemps; c'est le tour
Du cruel aquilon qui condense les fleuves.

Vous faut-il Allégresse, enfler ainsi la voix,
Et ne savez-vous point que c'est grande folie,
Quand vous venez sans cause agacer sous mes doigts
Une corde vouée à la mélancolie?


ΙΙΙ
Τα ρόδα που αγαπούσα μαδούσαν κάθε μέρα.
Δεν έχει πάντα ο καιρός ξανθούς, φρέσκους βλαστούς.
Πολύ καιρό ο ζέφυρος φυσούσε, κάπου εκεί στην ξέρα 
Που σμίγει τα ποτάμια μ’ άγριους χαρταετούς, 

Σας πρέπει μήπως η Χαρά, που τη φωνή φουσκώνει,
Και δεν το ξέρετε πια εσείς, πόσο που είναι τρελή,
Που αναίτια πειράζετε κάτω απ’ τα δάχτυλά μου
Πόσο που είναι μια χορδή στη μελαγχολία πιστή;

Δεν υπάρχουν σχόλια: