ΙΕ’ Η Τουρκοκρατία.
Φαίνεται ότι τη σιωπή τους οι Κιστερκιανοί Φράγκοι καλόγεροι του Δαφνιού, φεύγοντας από τη νικηφόρα ορμή των Καταλανών, τη μετέδωσαν στο περιπετειώδες οικοδόμημα του Απόλλωνα και της στο Δαφνί Θεοτόκου.
Αληθινά μακροχρόνια σιωπή παρατηρείται όσον αφορά τις μεταβολές, οι οποίες έλαβαν χώρα, και τα γεγονότα, τα οποία διαδραματίστηκαν υπό το ατυχές Προφητοκόσμητο και Θεοσκέπαστο κεντροθόλιο του πάγχρυσου ναού.
Ούτε ο χρόνος ούτε ο τρόπος της επανόδου των Ορθόδοξων στο μοναστήρι τους είναι μέχρι σήμερα γνωστός.
Μια επιγραφή του 1412 μας αναγγέλλει, ότι τότε πέθανε ο Αβάς Πέτρος, του οποίου αγνοείται η ζωή. Αν πέθανε και αν έζησε στην Ακρόπολη, απ’ όπου η επιγραφή, και όχι στη Μονή του, επίσης το αγνοούμε.
Και πάλι σιωπή, έστω και περί μη σημαντικών πληροφοριών μέχρι την Τουρκοκρατία, κι ούτε μάλιστα για τα πρώτα χρόνια της.
Είχαμε κάποτε γράψει ότι, χωρίς καμιά περί του αντίθετου πληροφορία, σ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες μοναχοί θα ζούσαν ήσυχα εργαζόμενοι, τρεφόμενοι κατάλληλα, ενίοτε κάνοντας αγαθοεργίες, κλεισμένοι από νωρίς στα κελία τους από το φόβο των κακοποιών — και ιδίως των Αφρικανών Κουρσάρων της Σαλαμίνας, στους βράχους της οποίας ήταν κρυμμένοι, δροσιζόμενοι με το νερό του μοναδικού πηγαδιού, η ομορφιά του όποιου έμπνευσε και τη λαϊκή Μούσα, και δοξολογούντες τον Ύψιστο γι' αυτά.
Σε αυτά διαφώνησε αλησμόνητος Χριστιανολόγος, ισχυριζόμενος, ότι κάθε άλλο παρά εφησύχαζαν οι Δαφνιώτες πατέρες. Αλλά εμείς μιλήσαμε για ησυχία σχετική, ησυχία υπό τους Τούρκους, για ζωή λανθάνουσα, κρυμμένη και αθόρυβη, ούτε παραλείψαμε τα δεινά από τους Κουρσάρους και τους φόβους από αυτούς, οι όποιοι είναι και η κύρια αφορμή της όχι συχνής επικοινωνίας των Αθηναίων με τη Μονή αυτή, αλλά και της συντήρησης μέχρι τον Αγώνα (του 1821) των οχυρωμάτων της, εντός των οποίων ζούσαν αποκλεισμένοι και απομονωμένοι οι άτυχοι μοναχοί του Αιγάλεω.
Οι φρικιαστικές ωμότητες των Κουρσάρων έγιναν αφορμή — τα αιώνια καλά από τα κακά — να γραφτεί η προς τον Πατριάρχη επιστολή του δασκάλου Αργυρού Μπεναρδή, η οποία είναι πολύτιμη για την Ιστορία, άλλα και για τη λογοτεχνία του Έθνους.
Πρώτη ένδειξη ελληνικής ζωής στο Δαφνί είναι ένα επιγραφικό χάραγμα του έτους 7040 από κτίσεως κόσμου, δηλαδή 1532 μ.X., και άλλο ένα του έτους 7056, δηλαδή 1.548 μ.X.
Υποστήριξαν ότι κάπου φανερώθηκε κι ένα του έτους 1661. Δεν κατόρθωσα να το δω.
Μεταξύ όμως των ετών αυτών υπάρχει και η προφορική πληροφορία του έτους 1545. Αυτή μοιάζει και είναι το αντίκρισμα της πληροφορίας μιας επίσκεψης καλόγερου του Δαφνιού προς τον Όσιο Μελέτιο του Κιθαιρώνα στους αιώνες της Βυζαντινής σιωπής του Δαφνιού.
Η πληροφορία του 1545 έχει ως έξης:
Σε κάποιο συμβόλαιο του έτους αυτού, που συντάχθηκε στην Κέρκυρα, φέρεται ότι σε κάποιο Ναυπάκτιο, που λεγόταν Θωμάς Στασινός, ένας μοναχός του Δαφνιού χρωστούσε 2.900 άσπρα (σ.σ. άσπρο = ακτσές, οθωμανικό νόμισμα).
Ο μοναχός πλήρωσε το κοινό χρέος, αλλά όχι και του Στασινού. Αυτός τώρα ζητά τα χρήματά του και προκαλεί την σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους, ή σύμφωνα με τα έθιμα μάλλον, εκποίηση της προσωπικής ακίνητης και κινητής περιουσίας του μοναχού• μη θέλοντας όμως να λάβει καλογερικά πράγματα ή μη έχοντας μεγάλη ανάγκη των οφειλόμενων άσπρων ή τέλος θέλοντας να εξυπηρετήσει την ψυχή του με ξένα κόλλυβα, και ξένα είναι, αφού δεν τα είχε, και ζήτημα ήταν, αν θα κατόρθωνε να τα πάρει, γι έναν οπωσδήποτε απ’ αυτούς τους λόγους ή και όλους μαζί, με αυτό το δικογραφικό συμβόλαιο, «ινστρουμέντον», όπως το ονομάζει Κερκυραϊκώτατα, αφιερώνει τα 2900 άσπρα αυτά «εις την Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου της Δαφνηότισσας εν ταις Αθήναις». Αντιγράφουμε τη φράση, όπως υπάρχει στο ινστρουμέντον.
Ο περιηγητής Σπον το 1676 βρίσκει τη Μονή σχεδόν εγκαταλελειμμένη και μόλις κατορθώνει να ξετρυπώσει δυο καλογέρους, οι υπόλοιποι είχαν αποσυρθεί, λέγει, στη Μονή παρακείμενου ορούς.
Σίγουρα θα πρόκειται για τη Μονή των Κλειστών στην Πάρνηθα, με την οποία συνδεόταν το Δαφνί, όπως και με τη Μονή Οσίου Μελετίου στον Κιθαιρώνα. Ποια έγινε μετόχι της άλλης και πότε, δεν είναι εξακριβωμένο ακόμα. Μέχρι τώρα όμως ο δίπλα στο Δαφνί Σκαραμαγκάς ανήκει στη Μονή των Κλειστών.
Μετά από έναν αιώνα ο επί μακρόν παραμείνας στην Αθήνα θαυμάσιος ερασιτέχνης και περιηγητής Τζάνδλερ βρίσκει και αυτός δυο καλογέρους στο Δαφνί.
Πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη, ότι οι περιηγητές, συνήθως πάσχοντες από αρχαιοπληξία, δεν έδειχναν μεγάλη προσοχή, ούτε μικρή, στα βυζαντινά μνημεία. Απόδειξη αυτού ότι και ο Μιστράς, ο ιστορικότατος, καλλιτεχνικότατος, πολύ μυστηριώδης και επίσημος, καλυμμένος με το βυζαντινό μεγαλείο, δεν αξιώθηκε από τους επισκέπτες στην Σπάρτη μεγάλης προσοχής, ενίοτε δε ούτε καν περιγραφικής αναφοράς.
Το αυτό, τηρούμενων των αποστάσεων, ως προς τα άλλα, άλλα και τις αξιώσεις της ψηφιδογραφικής λαμπρότητάς του έπαθε και το Δαφνί. Κι αν δεν το είχαν καταλάβει οι Βενεδικτίνοι των Σταυροφόρων, δεν θα έβαζε υπέρ αυτού τις φωνές κατά το έτος 1840 μέγας για την εποχή του φραγκομανής ιστοριοδίφης.
Κάποιος μάλιστα περιηγητής μας λέγει ορθά κοφτά, ότι το Δαφνί είναι «οικοδόμημα μικρής αξίας».
Το ότι οι Μοναχοί δεν είναι δυνατόν να ήταν επί Τουρκοκρατίας τόσο λίγοι, είναι φανερό, αφού γνωρίζουμε ονόματα διαφόρων Ηγουμένων του Δαφνίου κατά τη διάρκεια των αιώνων αυτών. Και η ύπαρξη Ηγουμένου προϋποθέτει την ύπαρξη Μοναχών.
Αλλά οι ευλογημένοι καλόγεροί μας, και όταν δεν βρίσκονταν σε χωράφια, και ιδίως αμπέλια ή σε άλλες εργασίες της Μονής, κρύβονται φοβούμενοι τη δίψα και ιδίως την πείνα του ευλαβούς επισκέπτη. Και πράγματι ο επισκέπτης αυτός, όταν μάλιστα είναι ξένος και δεν επιμείνει ζητώντας άχρηστες για αυτόν πληροφορίες, ένα-δύο μοναχούς είναι φυσικό να συναντήσει και ένα-δύο να αναφέρει ότι υπήρχαν.
Και όχι μόνον Ηγούμενοι του Δαφνιού μνημονεύονται σε έγγραφα, χρονικά ή επιγραφικά χαράγματα, αλλά και αρχιερείς• π.χ. ένας πρώην Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης και ένας Επίσκοπος Ωρεών, που διέμεινε στο Μοναστήρι του Δαφνιού, με το οποίος ο Κύριος ξέρει πώς συνδέονταν.
Και ο περιπετειώδης δε Μητροπολίτης Αθηνών Βαρθολομαίος διέμεινε ή μάλλον στάθμευσε στο Δαφνί υπό δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις.
Ας ακούσουμε τι λέγει το χρονικό του Άνθιμου γι αυτόν.
«Εις τα 1770, περί τας αρχάς του έτους, εν ακμή ούσης της μάχης μεταξύ Τούρκων και Μοσκόβων, ήλθεν ο κυρ Βαρθολομαίος από Λεβαδείας εις το Δαφνί. Οι Τούρκοι εσηκώθησαν επί ποδών να τον θανατώσουν, αν ήθελεν έμβη εις την πολιτείαν• όθεν επέρασεν εις Κούλουρην, κάκείθεν εις Τζίαν, ένθα διέτριψε πέντε χρόνους, και μετά ταύτα επορεύθη εις βασιλεύουσαν».
Από ηγούμενους ορθόδοξους γνωρίζουμε τον Άνανίαν, που έζησε κατά το έτος 1764, όπως φέρεται σε επιγραφή, κωμικά περιπετειώδη, της συντεχνίας των μπακάληδων, για την οποία θα μιλήσουμε κατωτέρω. Πριν από αυτόν φαίνεται ότι ήταν ηγούμενος ο Νικηφόρος, αναγραφόμενος σε άλλη όμοιας φύσης επιγραφή.
Και τον χαρακτηρίζουμε ως προγενέστερο του Ανανία, διότι μετά από αυτόν συναντούμε τον εργατικότατο Παρθένιο το 1788, ο όποιος ζευγάρωνε τα χωράφια του ελαιώνα της Παναγίας Μουσταπίδαινας, όπως απαθανατίζεται σε ιδιόχειρο επιγραφικό χάραγμά του. Έγινε δε και αφορμή έντονης διαφωνίας μου με μακαρίτη φίλο μου Χριστιανολόγο, ο οποίος θεώρησε το Μουσταπίδαινα ως τίτλο της Παναγίας, ίσως προστάτιδας των μούστων και των αχλαδιών (σ.σ. απίδια = αχλάδια), ενώ πρόκειται περί ιδιοκτήτριας, της μακαρίτισσας ίσως Μπίτσας {Πηγίτσας δηλαδή) Μουσταπίδα, για την οποία αναφέρεται και το ανέκδοτο.
Η δε εκκλησία αυτή του ελαιώνα πήρε το προσδιοριστικό, ως συνήθως, όνομά της από την οικογένεια, στην οποία ανήκε η περιοχή και η εκκλησία.
Ο αυτός Παρθένιος στο έτος 1790 υπογράφει στην επισημότατη πράξη της αφιέρωσης στη Μητρόπολη Αθήνας της Μονής Καισαριανής με όλη της την περιουσία, προς απόκρουση των αρπακτικών διαθέσεων του περιβόητου βοεβόδα Αθήνας Χατζή Αλή Χασεκή.
Με την εξαίρεση μάλιστα του ως τελευταίου χαρακτηριζόμενου Αγαθάγγελου Λαμπίρη, ο οποίος ήταν ηγούμενος πάντως μετά το έτος 1815, γνωρίζουμε και από έγγραφα των Γενικών Αρχείων του Κράτους, που φέρουν τους αριθμούς 72 και 101 των ετών 1801 και 1803, τον Αγάπιο.
Αλλά πολλοί ή λίγοι, αναπτυγμένοι ή χυδαίοι ό,τι και αν ήταν οι ορθόδοξοι καλόγεροι του Δαφνιού επί Τουρκοκρατίας, διατηρούσαν στην ψυχή τους την παράδοση της οφειλής στο Βυζαντινό Αυτοκράτορα της καλλιτεχνικής και μοναστικής ακμής τους.
Γι αυτό φρόντισαν και ζωγράφισαν, ίσως από παλαιότερο πρότυπο, που δεν υπάρχει πλέον ή δεν έχει ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα, μεταγράφοντας την εικόνα του ιδρυτή Αυτοκράτορα, όπως είδαμε, ο οποίος αποκαλύφθηκε κάτω από επίχρισμα παραστάδος του δυτικού πυλώνα του νάρθηκα της Μονής, να κρατά ειλητάριο (σ.σ. περγαμηνή).
Αλλά και διάφορες άλλες υδρογραφίες αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια επισκευών της Μονής. Σε κάποιες από αυτές υπάρχουν και οι συνήθεις χρονολογίες, που αποθανατίζουν κάποια επίσκεψη ευλαβούς, αποδεικνύουν χωρίς να το θέλουν την παλαιοτέρα ηλικία της εικόνας, την οποίαν σεβόμενοι και προσκυνώντας καταμωλώπισαν. Παρατηρήθηκαν π.χ. σε εικόνες οι χρονολογίες 1640, 1725 και άλλες ακόμα.
Ο μακαρίτης Χριστιανολόγος όμως παρατήρησε και κάτι άλλο. Μες στο κτιστό προσκυνητάριο, που βρίσκεται στην οδό προς και πριν τη Μονή, βρήκε εικόνα της Θεοτόκου, που φέρει την επιγραφή:
«Δέησις τών Δούλων του Θεού Γεωργίου Καβοδίστρια δοτόρου και Οκταβίου Θεοτόκη Γιούστου 1780»
Από την επιγραφή αυτή συμπέρανε την τιμητική επίσκεψη στην Αθήνα και την ευλαβή στο Μοναστήρι του Δαφνιού μετάβαση των δυο αυτών Κερκυραϊκών προσωπικοτήτων.
Ατυχώς πρόκειται περί εικόνας, που ποιος ξέρει πώς, πότε, γιατί, και από ποιον, ήρθε από την Κέρκυρα, και τοποθετήθηκε μες στο δεχόμενο τον οβολό των ευλαβών διαβατών, προσκυνητάριο. γιατί είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι και ο Γεώργιος Καποδίστριας και ο Ντάβιος Θεοτόκης το 1780 βρισκόντουσαν και άκμαζαν στην Κέρκυρα, με το Θεοτόκη μάλιστα να κατέχει τότε και το αξίωμα του Γιουστιτζιέρου, δηλαδή Αγορανόμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου