ΤΟ ΒΑΡΑΘΡΟ ΑΣΤΕΡΙΟΥ
Το Βάραθρο Αστεριού είναι μια από τις πιο ιδιόρρυθμες και ενδιαφέρουσες σπηλιές της Αττικής.
Βρίσκεται κοντά στο Αστέρι του Υμηττού, σε απόσταση 300 - 400 μέτρων ΒΒΔ από το μοναστήρι και 50 περίπου μέτρα χαμηλότερα, στη βορεινή πλαγιά και κοντά στην κορυφή ενός λόφου.
Το βάραθρο έχει βάθος 72 περίπου μέτρων και αποτελείται από τρεις κύριους θαλάμους, τον ένα κάτω από τον άλλο, που συγκοινωνούν μεταξύ τους με κατακόρυφα ανοίγματα.
Ο πρώτος θάλαμος είχε εξερευνηθεί στα 1938 από ομάδα του Συνδέσμου Εκδρομών «Υπαίθριος Ζωή», με συμμετοχή και δύο μελών της Σπηλαιολογικής Ομάδας, χωρίς να διαπιστωθεί τότε η ύπαρξη των άλλων δύο θαλάμων. Δημοσιεύτηκε σχετική περιγραφή στο Δελτίο της Υπαιθρίου Ζωής «Ύπαιθρο» (1938) και στην εφημερίδα «Έθνος» (30.12.1938).
Σε επίσκεψη του πρώτου θαλάμου πριν από τον πόλεμο, ένα μέλος του Ε.Ο.Σ., που έγινε αργότερα μέλος της Σπηλαιολογικής Ομάδας, ανακάλυψε στο βάθος του θαλάμου το κατακόρυφο πέρασμα που οδηγεί στο δεύτερο θάλαμο. Σε δεύτερη προσπάθειά του, άλλη μέρα, κατέβηκε με σχοινί στο δεύτερο θάλαμο και βρήκε το πέρασμα για τον τρίτο. Στις 21 Νοεμβρίου 1943 οδήγησε την Ομάδα, που έφτασε στο τέρμα του βαράθρου σε βάθος 72 μέτρων περίπου. Στις 19 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, συμπληρώθηκε λεπτομερέστερα η εξερεύνηση του βαράθρου.
Ένα σχεδιάγραμμα, που συνοδεύει το κείμενο, θα καταστήσει ευκολότερη την περιγραφή του.
Η είσοδος του βαράθρου αποτελείται από μια σχισμή (Α), που προχωρεί κατακόρυφα και ξανοίγεται στο θόλο του πρώτου θαλάμου (Β). Σκάλα 20 μέτρων φτάνει για την κατάβαση στο δάπεδο του θαλάμου αυτού, που σκεπάζεται σχεδόν ολόκληρο από σάρα. Ο θάλαμος με μάκρος 30 περίπου μέτρων, πλάτος 6 μέτρων και ύψος 12 περίπου μέτρων έχει επιβλητική όψη και φωτίζεται σε όλη του την έκταση από το φως που αφήνει να μπαίνει η σχισμή. Η μία παρειά του θαλάμου (η νότια) είναι σχεδόν κατακόρυφη και λεία, ενώ η άλλη (η βόρεια) έχει πολλούς σταλακτιτικούς σχηματισμούς και μια μεγάλη σταλακτική κολώνα. Στο ανατολικό άκρο του θαλάμου, πίσω από μια χαρακτηριστική κολόνα, ανοίγεται ένα μικρό πέρασμα (Γ), που οδηγεί σ’ ένα στενό διάδρομο με μάκρος 20 μέτρων περίπου, γεμάτο από πολλούς σταλακτίτες με ωραία κίτρινα και κόκκινα χρώματα. Στο άλλο, το δυτικό άκρο του θαλάμου (Δ), και στο τέλος κατηφορικής σάρας, που χαμηλώνει 8 περίπου μέτρα από το κύριο δάπεδο του θαλάμου, ανοίγεται μια μικρή σχισμή που επιτρέπει το πέρασμα της σκάλας, όχι όμως και των περίεργων. Οι σπηλαιολόγοι είναι υποχρεωμένοι να χωθούν σ’ ένα στενότατο οριζόντιο πέρασμα στην απέναντι πλευρά, που είναι σε απόσταση 3 μέτρων, και έρποντας να φτάσουν τη σκάλα σ’ ένα χαμηλότερο σημείο, αφού κάνουν το γύρο των βράχων που σχηματίζουν το δάπεδο του μέρους αυτού του θαλάμου. Ακολουθεί μια κατακόρυφη σχισμή τόσο στενή που σε ορισμένα μέρη οι σπηλαιολόγοι είναι υποχρεωμένοι να μην κάνουν πολύ βαθιές εισπνοές για να μπορέσουν να περάσουν. Η στενή αυτή σχισμή τελειώνει στην οροφή του δευτέρου θαλάμου (Ε). Σκάλα ακόμη 20 μέτρων φτάνει για την κατάβαση από τον πρώτο θάλαμο στο δάπεδο του δευτέρου. Ο θάλαμος αυτός έχει 20 μέτρων περίπου μάκρος, είναι όμως πολύ στενός, 1 - 1,50 μ. Στο βάθος του θαλάμου αυτού, ένα στενό πέρασμα αρκετά δύσκολο και μια κατακόρυφη στενή σχισμή, που παίρνει παρακάτω τη μορφή πηγαδιού, οδηγούν στον τρίτο θάλαμο του βαράθρου (Ζ). Ό θάλαμος αυτός έχει μάκρος 10 μέτρων και πλάτος 1,50 — 2 μ. Στη μία του άκρη ο θάλαμος προχωρεί στενεύοντας και ανηφορίζοντας σε μάκρος ακαθόριστο γιατί δεν χωρεί να περάσει άνθρωπος. Χρειάζεται πάλι 20 μέτρων σκάλα για την κατάβαση από το δεύτερο θάλαμο στο δάπεδο του τρίτου.
Στην εξερεύνηση που έγινε στις 21 Νοεμβρίου 1943, βρέθηκαν στο δάπεδο του τρίτου θαλάμου δυο ανθρώπινοι σκελετοί και κρανία μικρών ζώων. Οι σπηλαιολόγοι ένοιωσαν μεγάλη συγκίνηση στο αντίκρισμα αυτών των σκελετών γιατί δεν περίμεναν να βρουν ίχνη από ανθρώπινο πέρασμα στο μέρος αυτό του βαράθρου. Στην επόμενη εξερεύνηση, στις 19 Δεκεμβρίου 1943, η Ομάς έβγαλε έξω τα ανθρώπινα κρανία και διαπιστώθηκε από ιατροδικαστή πως ήτανε 80 περίπου χρόνων παλιά. Καμιά εξήγηση ικανοποιητική δεν κατορθώθηκε να δοθεί για την παρουσία των σκελετών στα χαμένα αυτά βάθη.
Η πανίδα μέσα στο βάραθρο αντιπροσωπεύεται από νυχτερίδες, ένα είδος ακρίδας με μεγάλες κεραίες και μερικά μυριόποδα. Το νερό είναι σπάνιο. Σημειώθηκε θερμοκρασία 17°C.
Η κατάβαση στο βάραθρο απαιτεί 60 μέτρων σκάλα, και ανάλογο σχοινί. Τηλέφωνο είναι εξαιρετικά χρήσιμο, γιατί η συνεννόηση είναι πολύ δύσκολη από τον ένα θάλαμο στον άλλο.
Μια δυσκολία στην εξερεύνηση είναι το ότι βρίσκεται το βάραθρο στο πεδίο βολής των μονάδων του Πυροβολικού.
Γενικά το βάραθρο αυτό δεν παρουσιάζει σπουδαίο ενδιαφέρον από θεαματική πλευρά, εκτός από τον πρώτο θάλαμο και τα ανατολικά πέρασμά του. Οι δύο όμως άλλοι θάλαμοι έχουν εξαιρετικό σπηλαιολογικό ενδιαφέρον και φυσικά υπάρχει πάντοτε και τα μυστήριο των σκελετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου