ΣΤΟ ΓΙΟ ΜΟΥ
Ω! γιε μου εσύ, μοναχογιέ, που ίσαμε χτες ακόμα
μου εζέσταινες τα γόνατα με το μικρό σου σώμα,
μου εζέσταινες τα γόνατα με το μικρό σου σώμα,
τώρα μού ανοίγεις τα φτερά και φεύγεις μακριά μου
κι’ αφήνεις το σπιτάκι μας, κι’ αφήνεις τα φιλιά μου.
κι’ αφήνεις το σπιτάκι μας, κι’ αφήνεις τα φιλιά μου.
Τι γλήγορα μεγάλωσες! και πώς να το πιστέψω
πως ήρθε κιόλας ο καιρός για να σε ξενιτέψω,
πως ήρθε κιόλας ο καιρός για να σε ξενιτέψω,
Εσέ, που λίγο να στραφεί στα πίσω ο λογισμός μου
σε βλέπω να γοργοπερνάς αδιάκοπα απ’ εμπρός μου
σε βλέπω να γοργοπερνάς αδιάκοπα απ’ εμπρός μου
με το αναμμένο απ’ το τρεχιό, γλυκό σου προσωπάκι
και το κοντούλι, ναυτικό, λινό φορεματάκι!
και το κοντούλι, ναυτικό, λινό φορεματάκι!
Και τώρ’ ακόμα ψάχνοντας με δακρυσμένα μάτια
της παιδικής ζωούλας σου ξεθάβω τα κομμάτια.
της παιδικής ζωούλας σου ξεθάβω τα κομμάτια.
Και βρίσκω βόλους με χαρτιά μαζί και με βιβλία
και βρίσκω από το χέρι σου ζωγραφισμένα πλοία,
και βρίσκω από το χέρι σου ζωγραφισμένα πλοία,
τα πλοία που ελαχτάριζες μακριά για να σε φέρουν,
στις χώρες που είναι όνειρο, στις χώρες που μαγεύουν
στις χώρες που είναι όνειρο, στις χώρες που μαγεύουν
κάθε παιδιού τη νέα καρδιά, που όλο ποθεί, και θέλει
να ιδεί, να ‘γγίξει, να γευτεί, της γης όλο το μέλι!
να ιδεί, να ‘γγίξει, να γευτεί, της γης όλο το μέλι!
Την άγια θύρα της ζωής τρεμάμενη σου ανοίγω
και κρύβω τη λαχτάρα μου, και τον καημό μου πνίγω.
και κρύβω τη λαχτάρα μου, και τον καημό μου πνίγω.
Μα είναι μεγάλος μου ο καημός, κ’ είναι πικρή η ψυχή μου...
ω! διάφανο αγριολούλουδο βγαλμένο απ’ την πνοή μου,
ω! διάφανο αγριολούλουδο βγαλμένο απ’ την πνοή μου,
μονάχα εσύ, φωτίζοντας βαθιά τη σκοτεινιά μου
το νεκρωμένο εξύπναγες παλμό μες την καρδιά μου!
το νεκρωμένο εξύπναγες παλμό μες την καρδιά μου!
Τώρα, σε χάνω. Αμίλητη, αδάκρυτη, και μόνη,
βλέπω τη νύχτα νά’ρχεται βαριά και να με ζώνει...
Πηγή: Ο Νουμάς, τεύχος 611 (1918)
βλέπω τη νύχτα νά’ρχεται βαριά και να με ζώνει...
Πηγή: Ο Νουμάς, τεύχος 611 (1918)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου