13 Φεβρουαρίου 2021

Δέκα Ινδιάνοι [Ernest Hemingway, μετ. Νικόλαος Λώλης]

ΔΕΚΑ ΙΝΔΙΑΝΟΙ.

Έπειτα από μια τετάρτη Ιουλίου, ο Νίκος, γυρίζοντας αργά στο σπίτι του από την πόλη πάνω στο μεγάλο κάρο με τον Τζο Γκάρνερ και την οικογένειά του, προσπέρασε εννέα μεθυσμένος Ινδιάνους, καθώς πήγαινε ο δρόμος. Θυμόταν ότι ήταν εννέα, γιατί ο Τζο Γκάρνερ, καθώς οδηγούσε το κάρο την ώρα του σουρουπώματος, συγκράτησε τα άλογα, πήδηξε κάτω στο δρόμο και τράβηξε έξω από το αυλάκωμα του τροχού έναν Ινδιάνο. Ο Ινδιάνος κοιμόταν με το πρόσωπο προς τα κάτω μέσα στην άμμο. Ο Τζο τον τράβηξε ως μες στα κλαδιά και μετά ξανανέβηκε στο κάθισμα του κάρου.
- Μ’ αυτόν είναι εννέα απ’ αυτούς, είπε ο Τζο, μόνον απ’ εδώ ως την άκρη της πόλης.
- Και αυτοί οι Ινδιάνοι, είπε η κ. Γκάρνερ.
Ο Νίκος κάθονταν στο πίσω κάθισμα με τα δυο αγόρια του Γκάρνερ. Κοίταξε έξω από το πίσω κάθισμα για να δει τον Ινδιάνο που ο Τζο είχε τραβήξει έξω από τον δρόμο.
- Δεν ήταν ο Μπίλι Τέιμπεσο; ρώτησε ο Καρλ.
- Όχι.
- Τα παντελόνια του έμοιαζαν απαράλαχτα σαν του Μπίλι.
- Όλοι οι Ινδιάνοι φορούν το ίδιο είδος παντελόνια.
- Δεν τον είδα καθόλου, είπε ο Φρανκ. 
- Ο πατέρας κατέβηκε στο δρόμο και ξανανέβηκε πάνω προτού να δω τίποτε. Νόμισα ότι σκότωσε κάποιο φίδι.
- Πολλοί Ινδιάνοι θα σκοτώσουν φίδια απόψε, νομίζω, είπε ο Τζο Γκάρνερ.
- Και αυτοί οι Ινδιάνοι, είπε η κ. Γκάρνερ.
Προχωρούσαν κατά μήκος. Ο δρόμος έβγαινε έξω από τη μεγάλη δημοσιά και ανέβαινε πάνω στους λόφους. Ήταν δύσκολο το τράβηγμα για τα άλογα και τα αγόρια κατέβηκαν κάτω και περπάτησαν. Ο δρόμος ήταν αμμουδερός. Ο Νίκος κοίταξε προς τα πίσω από την κορφή του λόφου κοντά στο σχολείο. Είδε τα φώτα του Πετόσκι και, μακριά αντίκρυ από τον Κόλπο της Μικρής Διασταυρώσεως, τα φώτα του Χάρμπορ Σπρίγκς. Ξανανέβηκαν πάνω στο κάρο.
- Έπρεπε να ρίξουν μερικά χαλίκια πάνω σ’ αυτό το πλάτωμα, είπε ο Τζο Γκράνερ.
Το κάρο προχώρησε όπως πήγαινε ο δρόμος ανάμεσα από τα δέντρα. Ο Τζο και η κ. Γκάρνερ κάθισαν κοντά ο ένας στον άλλον στο μπροστινό κάθισμα. Ο Νίκος κάθισε ανάμεσα στα δυο αγόρια. Ο δρόμος βγήκε στο ξέφωτο.
- Εδώ ακριβώς ήταν που ο πατέρας πέρασε πάνω από ένα κουνάβι.
- Ήταν παραπέρα.
- Δεν έχει σημασία που ήταν, είπε ο Τζο χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του. Το ένα μέρος όσο και το άλλο είναι εξ ίσου καλό για να περάσει κανείς πάνω από ένα κουνάβι.
- Είδα δυο κουνάβια χθες το βράδυ, είπε ο Νίκος.
- Πού;
- Κάτω κοντά στη λίμνη. Έψαχναν για ψόφια ψάρια στην παραλία.
- Πιθανόν να ήταν νυφίτσες, είπε ο Καρλ.
- Ήταν κουνάβια. Νομίζω ότι ξέρω να τα ξεχωρίζω.
- Και πρέπει, είπε ο Καρλ. Αφού έχεις και κορίτσι, μια Ινδιάνα.
- Σταμάτα να μιλάς έτσι, Καρλ, είπε η κ. Γκάρνερ.
- Λοιπόν, έχουν περίπου την ίδια μυρωδιά.
Ο Τζο Γκάρνερ γέλασε.
- Σταμάτα να γελάς, Τζο, είπε η κ. Γκάρνερ. Δεν θα επιτρέψω στον Καρλ να μιλά έτσι.
- Έχεις κορίτσι Ινδιάνα, Νικάκη; ρώτησε ο Τζο.
- Όχι.
- Έχει κι αυτός, πατέρα, είπε ο Φρανκ. Η Φροσύνη του Μίτσελ είναι το κορίτσι του.
- Δεν είναι.
- Πηγαίνει να την βρει κάθε βράδυ.
- Δεν πάω. 
Ο Νίκος, καθισμένος ανάμεσα στα δυο αγόρια στα σκοτεινά, αισθάνθηκε πλήρης και ευχαριστημένος μέσα του να τον πειράζουν για τη Φροσύνη του Μίτσελ. 
- Αύτη δεν είναι το κορίτσι μου, είπε.
- Πίστεψέ τον, είπε ο Καρλ. Τους βλέπω μαζί κάθε μέρα.
- Ο Καρλ δεν μπορεί να πιάσει ένα κορίτσι, είπε η μάνα του. Ούτε και μια Ινδιάνα.
- Ο Καρλ σώπασε.
- Ο Καρλ δεν είναι καλός με τα κορίτσια, είπε ο Φρανκ.
- Σκάσε.
- Μη σε νοιάζει, Καρλ, είπε ο Τζο Γκάρνερ. Τα κορίτσια ποτέ δεν πιάνουν έναν άντρα πουθενά. Κοίταξε τον πατέρα σου.
- Ναι, αυτό έπρεπε να πεις, είπε η κ. Γκάρνερ και πλησίασε περισσότερο προς τον Τζο καθώς το κάρο τινάχτηκε. Και όμως, εσύ είχες πολλά κορίτσια στον καιρό σου.
- Στοιχηματίζω ότι ο πατέρας κάποτε θα είχε καμμιά Ινδιάνα αντί για κορίτσι.
- Μην το κάνεις αυτό, είπε ο Τζο. Καλύτερα να προσέχεις να κρατήσεις τη Φρόσω, Νίκο.
Η γυναίκα του τού ψιθύρισε κάτι στ’ αυτί και ο Τζο γέλασε.
- Με τι γελάτε; ρώτησε ο Φρανκ.
- Μην το μαρτυράς, Γκάρνερ, τον προειδοποίησε η γυναίκα του. 
Ο Τζο γέλασε ξανά.
- Ο Νικάκης μπορεί να κρατήσει τη Φροσύνη, είπε ο Τζο Γκάρνερ. Εγώ έχω ένα καλό κορίτσι.
- Αυτός είναι ο τρόπος που μιλάς, είπε η κ. Γκάρνερ.
Τα άλογα τραβούσαν με δυσκολία μες στην άμμο. Ο Τζο έπιασε έξω το σκοτάδι με το μαστίγιο.
- Έλα, τραβάτε. Αύριο θα τραβήξετε δυσκολότερα.
Κάλπασαν κάτω στον μακρύ λόφο και το κάρο τινάζονταν. Στο εξοχικό σπίτι όλοι κατέβηκαν. Η κ. Γκάρνερ ξεκλείδωσε την πόρτα, μπήκε μέσα, και βγήκε με μια λάμπα στο χέρι της. Ο Καρλ και ο Νίκος ξεφόρτωσαν τα πράγματα από το πίσω μέρος του κάρου. Ο Φρανκ κάθισε στο μπροστινό κάθισμα για να οδηγήσει τα άλογα ως το στάβλο και να τα βάλει μέσα. Ο Νίκος ανέβηκε τα σκαλιά και άνοιξε την πόρτα της κουζίνας. Η κ. Γκάρνερ άναβε τη φωτιά στο τζάκι. Ανασηκώθηκε απ’ εκεί που έχυνε πετρέλαιο στα ξύλα.
- Χαίρετε, κ. Γκάρνερ, είπε ο Νίκος. Ευχαριστώ που με πήρατε.
- Ω! σώπα, Νικάκη.
- Πέρασα ευχάριστα.
- Μας αρέσει η παρέα σου. Δεν θα καθίσεις να φας λίγη σούπα;
- Καλύτερα να πηγαίνω. Νομίζω ο πατέρας θα με περιμένει.
- Λοιπόν, τότε πήγαινε. Στείλε τον Καρλ επάνω σε παρακαλώ.
- Εντάξει.
- Καληνύχτα, Νικάκη.
- Καληνύχτα, κ. Γκάρνερ.
Ο Νίκος προχώρησε έξω στην αυλή του σπιτιού και απ’ εκεί προς το στάβλο.  Ο Τζο και ο Φρανκ άρμεγαν.
- Καληνύχτα, είπε ο Νίκος. Πέρασα ευχάριστα.
- Καληνύχτα, Νίκο, φώναξε ο Τζο Γκάρνερ. Δεν θα καθίσεις και να φας;
- Όχι, δεν μπορώ. Πες στον Καρλ, σε παρακαλώ, ότι τον θέλει η μητέρα του.
- Εντάξει. Καληνύχτα, Νικάκη.
Ο Νίκος περπάτησε ξυπόλυτος όπως πήγαινε το μονοπάτι μέσα από το λιβάδι,
κάτω από το στάβλο. Το μονοπάτι ήταν μαλακό και υγρασία δρόσιζε τα γυμνά πόδια του. Καβάλησε έναν τοίχο στην άκρη του λιβαδιού, κατέβηκε κάτω σε μια χαράδρα, τα πόδια του βράχηκαν στο βάλτο, και μετά ανέβηκε ανάμεσα από τις οξιές μέχρι που είδε τα φώτα του καλυβιού του. Καβάλησε πάνω από τον φράχτη και περπάτησε προς το μπροστινό υπόστεγο. Από το παράθυρο είδε τον πατέρα του να κάθεται κοντά στο τραπέζι και να διαβάζει κάτω από το φως της μεγάλης λάμπας. Ο Νίκος άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.
- Λοιπόν, Νικάκη, είπε ο πατέρας του, πέρασες καλά σήμερα;
- Διασκέδασα περίφημα, πατέρα. Ήταν μια από τις λίγες τετάρτες Ιουλίου που διασκέδασα έτσι.
- Πεινάς;
- Το κατάλαβες.
- Τι έκανες τα παπούτσια σου;
- Τα άφησα στο κάρο των Γκάρνερ.
- Έλα, πάμε στην κουζίνα.
Ο πατέρας του Νίκου προχώρησε με τη λάμπα. Σταμάτησε και σήκωσε το καπάκι από το ψυγείο. Ο Νίκος προχώρησε στην κουζίνα. Ο πατέρας του τού έφερε ένα κομμάτι κρύο κοτόπουλο πάνω σ’ ένα πιάτο και μια κανάτα με γάλα και τα ακούμπησε πάνω στο τραπέζι μπροστά από τον Νίκο. Μετά ακούμπησε τη λάμπα.
- Έχει και λίγη πίτα, είπε. Θα σε φθάσει;
- Και θα περισσέψει.
Ο πατέρας του κάθισε στην καρέκλα κοντά στο σκεπασμένο μ’ ένα λαδί τραπεζομάντηλο τραπέζι. Και έκανε μια μεγάλη σκιά στον τοίχο της κουζίνας.
- Ποιος κέρδισε στη μπάλα;
- Το Πετόσκι, τρία με δύο.
Ο πατέρας του κάθισε και τον κοίταζε που έτρωγε και γέμισε το ποτήρι του με γάλα από την κανάτα. Ο Νίκος ήπιε και σκούπισε το στόμα του στην πετσέτα. Ο πατέρας του τεντώθηκε να φθάσει το ράφι με την πίτα. Έκοψε για τον Νίκο ένα μεγάλο κομμάτι. Ήταν πίτα με μούρα.
- Τι έκανες εσύ, πατέρα;
- Πήγα για ψάρεμα το πρωί.
- Τι έπιασες;
- Μόνον πέρκες.
Ο πατέρας του στέκονταν και κοίταζε τον Νίκο που έτρωγε την πίτα.
- Τι έκανες το απόγευμα; ρώτησε ο Νίκος.
- Πήγα έναν περίπατο πάνω μέχρι την κατασκήνωση των Ινδιάνων.
- Είδες κανέναν;
- Οι Ινδιάνοι ήταν όλοι στην πόλη και μεθούσαν.
- Δεν είδες εντελώς κανέναν;
- Είδα τη φίλη σου, τη Φρόσω.
- Πού ήταν;
- Ήταν στο δάσος με τον Φρανκ Γουάσμπουρν. Έπεσα απάνω τους. Χαϊδολογιόντουσαν.
Ο πατέρας του δεν τον κοίταζε.
- Τι έκαναν;
- Δεν στάθηκα να δω.
- Πες μου τι έκαναν.
- Δεν ξέρω, είπε ο πατέρας του. Μόνο τους άκουσα να κυλιούνται.
- Πώς ξέρεις ότι ήταν αυτοί;
- Τους είδα.
- Νόμισα ότι είπες πως δεν τους είδες.
- Ω, ναι, τους είδα.
- Ποιος ήταν μαζί της; ρώτησε ο Νίκος.
- Ο Φρανκ Γουάσμπουρν.
- Ήταν... ήταν... 
- Τι ήταν;
- Ήταν ευτυχισμένοι;
- Νομίζω.
Ο πατέρας του σηκώθηκε από το τραπέζι και βγήκε έξω από τη συρματένια πόρτα της κουζίνας. Όταν ξαναγύρισε, ο Νίκος κοίταζε μες στο πιάτο του. Έκλαιγε.
- Θέλεις λίγο ακόμα; 
Ο πατέρας του έπιασε το μαχαίρι να κόψει την πίτα.
- Όχι, είπε ο Νίκος.
- Καλύτερα να φας ένα κομμάτι ακόμα.
- Όχι, δεν θέλω τίποτε.
Ο πατέρας του καθάρισε το τραπέζι.
- Σε ποιο μέρος του δάσους ήταν; ρώτησε ο Νίκος.
- Ψηλά πίσω από την κατασκήνωση. 
Ο Νίκος κοίταζε το πιάτο του. 
- Ο Πατέρας τους, είπε.
- Καλύτερα να πας να πέσεις στο κρεββάτι σου, Νίκο.
- Εντάξει.

-----------------------


Δεν υπάρχουν σχόλια: