31 Ιουλίου 2021

Πέτρες [Τάκης Σινόπουλος]


ΠΕΤΡΕΣ
Αφιέρωμα

Δεν ήξερα από σένα τίποτα, μόνο τη νύχτα και δεν ήξερα τη νύχτα σου, μόνο τον κήπο με τα κατοικίδια σύννεφα, κι’ όμως σε γνώριζα όπως ο τυφλός την πόρτα, όπως η πόρτα τη βροχή, σε γνώριζα όπως ο τυφλός που πάει με τη βροχή στο πρόσωπο.

Έφερνες πάντα φως απέξω, κι έμαθα ξανά το φως, παραμιλώντας φώναζα από κάμαρη σε κάμαρη, και η μέρα η άλλη ήτανε μεσημέρι και ζεστή, κι όλος ο μήνας έκτοτε, ζεστός σα δαχτυλίδι, όλος ο χώρος έκτοτε, και τ’ όνομά σου ήταν συνέχεια ο πυρετός, δεν ήξερα από σένα τίποτα, κι όταν αρχίνησε σκούρο μενεξελί το βράδυ ανέβαινε, ονειροβάτης ήμουν και δεν ήξερα.

Έφερνες κάποτε το φόβο απέξω, κι έμαθα ξανά το φόβο και σε κράταγα πόσες φορές να κοιμηθείς, τότε ο χειμώνας σου και η άνοιξή σου τότε και το καλοκαίρι σου, και στα μισά του φθινοπώρου τα μαλλιά σου φέγγανε, σε τι νερά, σε τι ποτάμια τάχες πλύνει από την ερημιά της γης, κι άκουγα μέσα τους ψιθύρους, τόσες αφανέρωτες φωνές.

Δέκα του Σεπτεμβρίου απόγευμα, ο ξερός αέρας ήσουν στη χαράδρα στην κατηφοριά.
Αργότερα στη σκάλα ήσουν το αγκάλιασμα το ταραγμένο, το τυφλό.
Έλα να φύγουμε, κι ήσουν το στόμα και το σώμα και το χώμα το κλειστό.
Ήσουν το θηλυκό σκοτάδι ως την αυγή και πάλευα να σε κρατήσω όπως ήσουν.
Μα ήσουν το αθόρυβο, το λαμπερό, το γρήγορο, το ανείδωτο, το γρήγορο, το λαμπερό, το αθόρυβο.
Έτσι με καίγανε κάθε εποχή τα χέρια σου.
Η ανάσα σου μ’ έκαιγε, στον ήλιο περπατούσα, βούιζε το κεφάλι μου, στους άμμους πήγαινα μοναχός μου παραπατώντας και πήγαινα.
Αισθήσεις αναρίθμητες μυρμηγκιάζανε σ’ όλο το αίμα μου και τις άκουγα, κάθε μέρα τις άκουγα.
Ήσουν ακόμα η πόρτα, όπως την άνοιγες εμύριζε πρωί το ξύλο της.
Γύρω απ’ το σπίτι ήσουν η ζώνη του μεσημεριού.
Ήσουν η πόρτα που έμεινε ανοιχτή το απομεσήμερο, καθώς την έκλεινα μου δάγκωνε τον ίσκιο μου
κι απ’ το παράθυρο ξεχώριζα τα χόρτα της αυλής, δυο – τρία να καίνε ακίνητα τα μάτια τους, 
κι άλλα πολλά ως τη νύχτα.
Τότε το σπίτι κατηφόριζε στους κήπους με το βάρος του, μισάνοιγαν οι κήποι αθόρυβα κι ακουγόταν η θάλασσα σε κάθε μονοπάτι σε κάθε στροφή, η απούσα θάλασσα ανέβαινε με μικρά – μικρά κύματα, βυθιζόμαστε τότε σ’ όλο το νυχτερινό που μπορούσαμε κι η αυγή ξημερώνοντας μουσκεμένη στα χαλίκια, εσύ εξαφανιζόσουν, μήτε ήξερα πού πήγαινες.

Κι ήσουν όλη τη μέρα η σκιά κάτω απ’ την πέτρα, 
όλη τη νύχτα ήσουν ο ήλιος κάτω απ’ την πέτρα.

Έτσι γεννήθηκαν αυτά τα ποιήματα που τώρα είναι γεμάτα πέτρες,

γεμάτα με φωνές, εικόνες απ’ τον πάνω και τον κάτου κόσμο, τοπία γυρίζανε κόκκινα ξύλα και κορμοί κι η στάχτη σαν τη στάχτη κι έρημος, τα ξανάβλεπες ύστερα, όταν άλλαζες θέση στον ύπνο, κι απ’ το στήθος σου πηδούσανε λέξεις, πρώτη φορά τις άκουγα: σκέψη για να πλυθείς, καταπαχτή νεκρών η θάλασσα, μελάνι όλο το πρόσωπο, να μάθεις την Ισμήνη, ο άμμος αμίλητος εζάρωνε ο αγαπημένος.

Άμμος καλός, κάποτε γείτονας της θάλασσας, άμμος αγαπημένος.

Κι ο χρόνος πάντοτε ιδιοκτήτης του χρόνου.

Έτσι έγινε και περπατήσαμε μαζί από το φωτεινό σημάδι ως το σκοτεινό σημάδι, κάποτε σταθήκαμε, κοιτάξαμε όλο τον άγνωστο δρόμο, χάθηκε ο χάρτης, και τώρα δεν υπάρχει κανένα σημάδι.

Υπάρχει μόνο ο περίλαμπρος ήλιος, το καμένο πρωί, το δάσος με τα δεκανίκια του, η ανώνυμη απογυμνωμένη κάμαρα κι οι πέτρες. Σου μίλησα για τις πέτρες.

Σου μίλησα για τη νύχτα.

Το σιωπηλό, το αθόρυβο ταμείο όπου έρχονται και συνωστίζονται τόσα και τόσα ονόματα, τόσες απελπισμένες λέξεις.

Μ’ αυτές τις λέξεις καταθέτω εδώ – για να θυμάσαι – αυτά τα ποιήματα.

1
Το νόμισμα

Γιατί κινείσαι ακόμα με την αφή και με την δράση ανάμεσα στους ζωντανούς και χαίρεσαι τη θάλασσα και τη θερμοκρασία, γι’ αυτό θα σου φέρω απόψε αόρατος λουλούδια από την ερημιά της γης κι ένα χαλίκι, αρχαίο νόμισμα.

Ξύπνησες τότε, υγρές ακόμα οι ρίζες σου ανεβήκανε ως τα χέρια μου, μα δεν υπήρχαν ουρανοί και θαύματα, μονάχα ένας μικρός μύθος ασήμαντος για να φωτίζει την παραίσθηση, καμμιά φορά τον πυρετό και τη γυμνότητα – μα πώς μπορείς ακόμα να παραλογίζεσαι,
                                                              ονομάζοντας χαρά τούτη τη σύσπαση, 
                                                              αυτό το δίχως τέλος έγκαυμα, 
                                                              το μαύρο μάτι ακίνητο,
                                                              απάνω στην ξερή δροσιά.

Γιορτή

Τώρα ανασαίνεις στο μισόφωτο, διακρίνω τον αυχένα σου, το πρόσωπό σου.

Ύστερα όλα σβήνουν. Μένει ο διάδρομος, η πόρτα με τις σανίδες.

Πιο πέρα η φωνή σου αμύνεται για το βράδυ – και δεν υπάρχουν πουλιά.

Σκουπίζεις τις αράχνες από τη σκοτεινή γιορτή.

3
Το ικρίωμα

Ήταν ένα ικρίωμα, έλεγες, και κείνο το απομεσήμερο ανέβηκα  τρίζοντας η σκάλα κι’ από το άνοιγμα κοίταζα.

Η φωνή σου γύρευε ν’ αναστήσει άλλες, φανταστικές αισθήσεις. Εμένα η πείνα μου αναδευόταν, έκαιγε μέσα στις αλυσίδες.

Δεν είχαμε φως. Τα λόγια σημάδευαν απουσίες και ψηλά δε φαινόταν τίποτα, μονάχα ένας μακρύς ίσκιος που ξεπερνούσε το χρόνο.

Η ξύλινη σκάλα, το αμετακίνητο ικρίωμα.

4

Πες μου λοιπόν, τι φως έχουν τα χέρια σου και σκοτεινιάζουν έτσι εκείνο που προστάτευα από σένα και κρατούσα κι ήμουν;

5

Τα ξέραμε όλα τα σημάδια, τα μηνύματα της αλλαγής. Όμως εδώ τι γύρευαν

τόσοι άνθρωποι; Πρόσωπα πλήθος με φοβίζανε, τη μέρα εκείνη μου έκοβαν τη θέα.

Πού να κοιτάξω; γύρω – γύρω σύρματα, παντού ο χειμώνας δίχως φλούδα, σπέρνοντας

συναπαντήματα σε κάθε δρόμο, παγωμένες ψιχάλες. Εσύ θυμόσουν

ξύλα και πέτρες στη φωτιά, πίσω απ’ τα κάψαλα τόσα χαμένα χρόνια.

Φράξαμε το παράθυρο. Ποιος ακουμπάει τα χέρια πάνω στον καιρό;

Ήρθε η φωνή από τις ρωγμές, ήρθε ένα φως,

δεν ήτανε δικό σου, ο θάνατος που έλεγα έκαιγε απέξω.



Πηγή: Από το 36ο Τεύχος τού λογοτεχνικού περιοδικού Ενδοχώρα – 1965.

Δεν υπάρχουν σχόλια: