La Ginestra o il Fiore del Deserto
D’
Non so se il riso o la pietà prevale.
Come d'arbor cadendo un picciol pomo,
Cui là nel tardo autunno
Maturità senz'altra forza atterra,
D'un popol di formiche i dolci alberghi,
Cavati in molle gleba
Con gran lavoro, e l'opre
E le ricchezze che adunate a prova
Con lungo affaticar l'assidua gente
Avea provvidamente al tempo estivo,
Schiaccia, diserta e copre
In un punto; così d'alto piombando,
Dall'utero tonante
Scagliata al ciel profondo,
Di ceneri e di pomici e di sassi
Notte e ruina, infusa
Di bollenti ruscelli
O pel montano fianco
Furiosa tra l'erba
Di liquefatti massi
Come d'arbor cadendo un picciol pomo,
Cui là nel tardo autunno
Maturità senz'altra forza atterra,
D'un popol di formiche i dolci alberghi,
Cavati in molle gleba
Con gran lavoro, e l'opre
E le ricchezze che adunate a prova
Con lungo affaticar l'assidua gente
Avea provvidamente al tempo estivo,
Schiaccia, diserta e copre
In un punto; così d'alto piombando,
Dall'utero tonante
Scagliata al ciel profondo,
Di ceneri e di pomici e di sassi
Notte e ruina, infusa
Di bollenti ruscelli
O pel montano fianco
Furiosa tra l'erba
Di liquefatti massi
E di metalli e d'infocata arena
Scendendo immensa piena,
Le cittadi che il mar là su l'estremo
Lido aspergea, confuse
E infranse e ricoperse
In pochi istanti: onde su quelle or pasce
La capra, e città nove
Sorgon dall'altra banda, a cui sgabello
Son le sepolte, e le prostrate mura
L'arduo monte al suo piè quasi calpesta.
Non ha natura al seme
Dell'uom più stima o cura
Che alla formica: e se più rara in quello
Che nell'altra è la strage,
Non avvien ciò d'altronde
Fuor che l'uom sue prosapie ha men feconde.
Ben mille ed ottocento
Anni varcàr poi che spariro, oppressi
Dall'ignea forza, i popolati seggi,
E il villanello intento
Ai vigneti, che a stento in questi campi
Nutre la morta zolla e incenerita,
Ancor leva lo sguardo
Sospettoso alla vetta
Fatal, che nulla mai fatta più mite
Ancor siede tremenda, ancor minaccia
A lui strage ed ai figli ed agli averi
Lor poverelli. E spesso
Il meschino in sul tetto
Dell'ostel villereccio, alla vagante
Aura giacendo tutta notte insonne,
E balzando più volte, esplora il corso
Del temuto bollor, che si riversa
Dall'inesausto grembo
Su l'arenoso dorso, a cui riluce
Di Capri la marina
E di Napoli il porto e Mergellina.
Scendendo immensa piena,
Le cittadi che il mar là su l'estremo
Lido aspergea, confuse
E infranse e ricoperse
In pochi istanti: onde su quelle or pasce
La capra, e città nove
Sorgon dall'altra banda, a cui sgabello
Son le sepolte, e le prostrate mura
L'arduo monte al suo piè quasi calpesta.
Non ha natura al seme
Dell'uom più stima o cura
Che alla formica: e se più rara in quello
Che nell'altra è la strage,
Non avvien ciò d'altronde
Fuor che l'uom sue prosapie ha men feconde.
Ben mille ed ottocento
Anni varcàr poi che spariro, oppressi
Dall'ignea forza, i popolati seggi,
E il villanello intento
Ai vigneti, che a stento in questi campi
Nutre la morta zolla e incenerita,
Ancor leva lo sguardo
Sospettoso alla vetta
Fatal, che nulla mai fatta più mite
Ancor siede tremenda, ancor minaccia
A lui strage ed ai figli ed agli averi
Lor poverelli. E spesso
Il meschino in sul tetto
Dell'ostel villereccio, alla vagante
Aura giacendo tutta notte insonne,
E balzando più volte, esplora il corso
Del temuto bollor, che si riversa
Dall'inesausto grembo
Su l'arenoso dorso, a cui riluce
Di Capri la marina
E di Napoli il porto e Mergellina.
Το σπάρτο ή το άνθος της ερήμου
D’
Δεν ξέρω αν κυριαρχεί το γέλιο ή ο οίκτος.
Σαν ένα μικρό μήλο που πέφτει από τη μηλιά,
Που εκεί στα τέλη του φθινοπώρου
Με ωριμότητα χωρίς καμία άλλη δύναμη στη γη,
Τα γλυκά ξενοδοχεία ενός πλήθους μυρμηγκιών,
Βγαλμένα από μαλακό σπορογενή ιστό
Με εξαιρετική δουλειά, και την σοδειά
Και τα πλούτη που μαζέψανε προς εξέταση
Με μακροχρόνιο μόχθο του επιμελούς λαού,
Σαν ένα μικρό μήλο που πέφτει από τη μηλιά,
Που εκεί στα τέλη του φθινοπώρου
Με ωριμότητα χωρίς καμία άλλη δύναμη στη γη,
Τα γλυκά ξενοδοχεία ενός πλήθους μυρμηγκιών,
Βγαλμένα από μαλακό σπορογενή ιστό
Με εξαιρετική δουλειά, και την σοδειά
Και τα πλούτη που μαζέψανε προς εξέταση
Με μακροχρόνιο μόχθο του επιμελούς λαού,
Που είχε προνοητικά φτιάξει τους καλοκαιρινούς μήνες,
Συνθλίβοντας, εκθέτοντας και καλύπτοντάς τα
Σε ένα σημείο. Σκαρφαλώνοντας τόσο ψηλά,
Από τη βροντερή μήτρα
Ρίχτηκαν στον βαθύ ουρανό,
Στάχτες κι ελαφρόπετρα και πέτρες
Νύχτα κι ερείπια, εμποτισμένα
Από καυτά ρέματα,
Που για την πλαγιά του βουνού
Εξαγριωμένα στο γρασίδι
Από υγροποιημένους ογκόλιθους
Κι από μέταλλα και πύρινη άμμο,
Κατεβαίνοντας απέραντα γεμάτα,
Οι πόλεις που η θάλασσα εκεί στα άκρα,
Στην παραλία με τα σπαράγγια, η μια μέσα στην άλλη
Έσπασαν και καλύφθηκαν
Σε λίγες στιγμές: κύματα σε κείνες τώρα
Η αίγα και η Νέα Πόλη
Σηκώθηκαν από την άλλη μεριά, στο υποπόδιο
Που είναι οι θαμμένοι, και τα κατάκοιτα τείχη,
Που το οδυνηρό βουνό στους πρόποδες του σχεδόν ποδοπατά.
Δεν δείχνει η φύση για τον σπόρο
Περισσότερη εκτίμηση ή φροντίδα για τον άνθρωπο
Απ’ το μυρμήγκι: κι αν είναι τούτο πιο σπάνιο σ’ αυτό,
Ενώ στον άλλο είναι ο όλεθρος,
Από την άλλη, αν αυτό δεν συμβαίνει,
Ίσως ο άνθρωπος έχει λιγότερο ανθεκτικές προμήθειες.
Χίλια οκτακόσια γεμάτα
Θα περάσουν χρόνια τότε που θα εξαφανιστώ, συντρίμμι
Μιας καυτερής δύναμης, με τα πολυπληθή καθίσματα,
Και την προσπάθεια του ποιμενικού στιχουργήματος
Στους αμπελώνες, που δύσκολα σ’ αυτά τα χωράφια
Τρέφουν το νεκρό κι αποτεφρωμένο χορτάρι,
Ακόμα κοιτάζει ψηλά
Καχύποπτο στη μοιραία κορυφή.
Με τη σκέψη ότι τίποτα δεν έγινε ποτέ πιο ήπιο κι
Ακόμα κάθεται τρομώδης, εξακολουθώντας να απειλεί
Το λαό με τον όλεθρο, και τα παιδιά τους και τα υπάρχοντά τους,
Όλους τους φτωχούληδες. Και συχνά
Οι λοιποί οι αναγκεμένοι στη στέγη
Του επαρχιακού ξενώνα, στην περιπλανώμενη
Αύρα που ξάπλωσε άυπνη όλη τη νύχτα,
Και σάλταρε αρκετές φορές, εξερευνώντας την πορεία
Από το φοβερό βρασμό, που ξεχύνεται
Από την ανεξάντλητη μήτρα
Στην αμμώδη πλαγιά, όπου λάμπει
Η μαρίνα του Κάπρι
Και το λιμάνι της Νάπολης και της Μερτζελλίνα.
Συνθλίβοντας, εκθέτοντας και καλύπτοντάς τα
Σε ένα σημείο. Σκαρφαλώνοντας τόσο ψηλά,
Από τη βροντερή μήτρα
Ρίχτηκαν στον βαθύ ουρανό,
Στάχτες κι ελαφρόπετρα και πέτρες
Νύχτα κι ερείπια, εμποτισμένα
Από καυτά ρέματα,
Που για την πλαγιά του βουνού
Εξαγριωμένα στο γρασίδι
Από υγροποιημένους ογκόλιθους
Κι από μέταλλα και πύρινη άμμο,
Κατεβαίνοντας απέραντα γεμάτα,
Οι πόλεις που η θάλασσα εκεί στα άκρα,
Στην παραλία με τα σπαράγγια, η μια μέσα στην άλλη
Έσπασαν και καλύφθηκαν
Σε λίγες στιγμές: κύματα σε κείνες τώρα
Η αίγα και η Νέα Πόλη
Σηκώθηκαν από την άλλη μεριά, στο υποπόδιο
Που είναι οι θαμμένοι, και τα κατάκοιτα τείχη,
Που το οδυνηρό βουνό στους πρόποδες του σχεδόν ποδοπατά.
Δεν δείχνει η φύση για τον σπόρο
Περισσότερη εκτίμηση ή φροντίδα για τον άνθρωπο
Απ’ το μυρμήγκι: κι αν είναι τούτο πιο σπάνιο σ’ αυτό,
Ενώ στον άλλο είναι ο όλεθρος,
Από την άλλη, αν αυτό δεν συμβαίνει,
Ίσως ο άνθρωπος έχει λιγότερο ανθεκτικές προμήθειες.
Χίλια οκτακόσια γεμάτα
Θα περάσουν χρόνια τότε που θα εξαφανιστώ, συντρίμμι
Μιας καυτερής δύναμης, με τα πολυπληθή καθίσματα,
Και την προσπάθεια του ποιμενικού στιχουργήματος
Στους αμπελώνες, που δύσκολα σ’ αυτά τα χωράφια
Τρέφουν το νεκρό κι αποτεφρωμένο χορτάρι,
Ακόμα κοιτάζει ψηλά
Καχύποπτο στη μοιραία κορυφή.
Με τη σκέψη ότι τίποτα δεν έγινε ποτέ πιο ήπιο κι
Ακόμα κάθεται τρομώδης, εξακολουθώντας να απειλεί
Το λαό με τον όλεθρο, και τα παιδιά τους και τα υπάρχοντά τους,
Όλους τους φτωχούληδες. Και συχνά
Οι λοιποί οι αναγκεμένοι στη στέγη
Του επαρχιακού ξενώνα, στην περιπλανώμενη
Αύρα που ξάπλωσε άυπνη όλη τη νύχτα,
Και σάλταρε αρκετές φορές, εξερευνώντας την πορεία
Από το φοβερό βρασμό, που ξεχύνεται
Από την ανεξάντλητη μήτρα
Στην αμμώδη πλαγιά, όπου λάμπει
Η μαρίνα του Κάπρι
Και το λιμάνι της Νάπολης και της Μερτζελλίνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου