19 Σεπτεμβρίου 2021

L'infinito [Giacomo Leopardi, μετ. ΦΚ]

XII
L'infinito


Sempre caro mi fu quest'ermo colle,
E questa siepe, che da tanta parte
Dell'ultimo orizzonte il guardo esclude.
Ma sedendo e mirando, interminati
Spazi di là da quella, e sovrumani
Silenzi, e profondissima quiete
Io nel pensier mi fingo; ove per poco
Il cor non si spaura. E come il vento
Odo stormir tra queste piante, io quello
Infinito silenzio a questa voce
Vo comparando: e mi sovvien l'eterno,
E le morte stagioni, e la presente
E viva, e il suon di lei. Così tra questa
Immensità s'annega il pensier mio:
E il naufragar m'è dolce in questo mare.


Το άπειρο

Πάντα αγαπητός μού ήταν αυτός ο ερμητικός λόφος,
Κι αυτός ο φράκτης, που από τόσο μακριά
Στον τελευταίο ορίζοντα το βλέμμα αποκλείει.
Αλλά σαν κάθομαι και κοιτάζω, χώροι ατέλειωτοι
Πέρα από εκεί, και υπεράνθρωπες
Σιωπές και τρίσβαθη ηρεμία
Στις σκέψεις μου προσποιούμαι. Εκεί για λίγο
Η καρδιά τίποτε δεν φοβάται.
Και σαν τον άνεμο
Ακούω θρόισμα ανάμεσα σ’ αυτά τα φυτά, εγώ
Με την άπειρη σιωπή αυτή τη φωνή
Συγκρίνω: και θυμάμαι το αιώνιο,
Κι  όλες μαζί τις εποχές, παλιές νεκρές και την παρούσα
Ζωντανή, με τον ήχο της. Μέσα σ’ αυτή λοιπόν
Την απεραντοσύνη πνίγεται η σκέψη μου:
Και το ναυάγιο μου είναι γλυκό σ’ αυτή τη θάλασσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: