02 Απριλίου 2023

Nietzsche and Anarchism [Daniel Colson] - μέρος IVα (Άμεση Δράση)


Direct Action

We know that for anarcho-syndicalism and revolutionary syndicalism, the workers’ forces must always act directly, without intermediaries, without “representatives” and without “representation”. The notion of representation must be understood here in the broadest sense of the word and in a way that directly echoes Nietzsche’s thought, his critique of political or scientific representation, whether it be of the State, the Church or Knowledge. As Deleuze shows, for Nietzsche science and politics are reactive forces that aim to “separate active forces from what they can”, to render them powerless, to deny them as such by enslaving them to other ends. This is true of science or knowledge which, from “simple means subordinated to life [...] has set itself up as an end, as a judge, as a supreme instance”. But this is also true of politics and religion, two other ways of fixing and representing active forces in order to better enslave them to a deceptive reactive arrangement. “The State [...] is a hypocritical dog [...] it likes to talk — to make it seem that its voice [...] comes from the belly of things”. As for the Church, “it is a kind of State and it is the most deceptive”. Science, Church, State, it is always a question of enslaving reality to the lie of signs and representation, “movement” to “substance”, active forces to reactive forces.

Άμεση Δράση

Γνωρίζουμε ότι για τον αναρχοσυνδικαλισμό και τον επαναστατικό συνδικαλισμό, οι εργατικές δυνάμεις πρέπει πάντα να ενεργούν άμεσα, χωρίς μεσάζοντες, χωρίς «αντιπροσώπους» και χωρίς «εκπροσώπηση». Η έννοια τής εκπροσώπησης πρέπει να κατανοηθεί εδώ με την ευρύτατη δυνατή έννοια τής λέξης και με τρόπο που να απηχεί άμεσα τη σκέψη τού Νίτσε, την κριτική του στην πολιτική ή την επιστημονική εκπροσώπηση, είτε πρόκειται για το κράτος, την Εκκλησία ή τη Γνώση. Όπως δείχνει ο Deleuze, για τον Νίτσε η επιστήμη και η πολιτική είναι αντιδραστικές δυνάμεις που στοχεύουνε να «διαχωρίσουνε τις ενεργές δυνάμεις από αυτό που μπορούν», να τις καταστήσουν ανίσχυρες, να τις αρνηθούν ως τέτοιες υποδουλώνοντάς τες σε άλλους σκοπούς. Αυτό ισχύει για την επιστήμη ή τη γνώση που, από «απλό μέσο υφιστάμενο τής ζωής [...] έχει στηθεί για να ορίζει σκοπούς, ως δικαστής, ως υπέρτατο σημείο αναφοράς». Αλλά αυτό ισχύει επίσης για την πολιτική και τη θρησκεία, δύο άλλους τρόπους που σκοπεύουνε στην αδρανοποίηση και την εκπροσώπηση ενεργών δυνάμεων ώστε να υποδουλωθούνε καλύτερα σε ένα παραπλανητικό αντιδραστικό σχηματισμό. «Το κράτος [...] είναι ένα υποκριτικό σκυλί [...] του αρέσει να μιλάει — να φαίνεται ότι η φωνή του [...] προέρχεται από τo βάθος των πραγμάτων». Όσο για την Εκκλησία, «είναι μια μορφή Κράτους και είναι η πιο δόλια». Η Επιστήμη, η Εκκλησία, το Κράτος, λειτουργούνε πάντα ως μηχανισμοί: υποδούλωσης τής πραγματικότητας σε ψεύτικα νοήματα, εκπροσώπησης, της «κίνησης» προς την «ουσία» και μετατροπής των ενεργών δυνάμεων σε αντιδραστικές δυνάμεις. 

It is true that, for Nietzsche and as Deleuze reminds us, the dominating and mystifying powers can be identified with Humanity, with the Proletariat or with the working class itself, but this critique of socialism (virulent in Nietzsche) has nothing (from this point of view at least) to surprise a reader of Proudhon and, with him, the numerous militants who, in the heat of the action, have tried to think anarcho-syndicalism and revolutionary syndicalism. On the contrary, one could say, because in a certain way, and as long as one pays moderate attention to what the two say, it provides, against all apparent evidence, a final indication of what may have brought them together.

Είναι αλήθεια ότι, για τον Νίτσε και όπως μας υπενθυμίζει ο Deleuze, οι εξουσίες που κυριαρχούνε και μπερδεύουνε μπορούνε να ταυτιστούνε με την Ανθρωπότητα, με το Προλεταριάτο ή με την ίδια την εργατική τάξη, αλλά αυτή η κριτική τού σοσιαλισμού (πικρόχολη στον Νίτσε) δεν έχει τίποτα (από αυτήν την άποψη τουλάχιστον) να εκπλήσσει έναν αναγνώστη του Προυντόν και, μαζί του, τους πολυάριθμους αγωνιστές που, στον πυρετό τής δράσης, προσπαθήσανε να θεωρήσουνε τον αναρχοσυνδικαλισμό και τον επαναστατικό συνδικαλισμό. Αντίθετα, θα μπορούσε κανείς να πει, γιατί με έναν ορισμένο τρόπο και εφόσον δίνει μια μέτρια έστω προσοχή σε αυτά που αυτοί οι δύο λένε, παρέχει, ενάντια σε όλα τα προφανή δεδομένα, μια τελική ένδειξη για το τι μπορεί να τους έφερε κοντά.
For Deleuze’s Nietzsche, “culture” is a “generic activity”, a “prehistory” of man that allows him to “speak” and no longer “answer”, to be his own “master”, his own “right”, but which, historically, has been “captured by foreign forces of a completely different nature”. “In place of generic activity, history presents us with races, peoples, classes, churches and states.” This “generic activity” that “communities” and other forms of “associations” manage so well to cover and absorb, Deleuze relates it elsewhere, more broadly and especially much more offensively, to what he calls “univocal being.” “Power” irreducible to the social forms and to the individuals that it contributes to produce, “the univocal being” “acts in them as transcendental principle, as plastic, anarchic and nomadic principle, contemporary of the process of individuation and that is not less capable of dissolving and destroying the individuals than of constituting them temporarily”. Deleuze is right to think “the univocal being” under the “plastic” sign of an “anarchy of the beings”, where in the affirmation of its existence each singular being is “the equal” of all, because “immediately present to all things, without intermediary nor mediation”. Indeed, in Proudhon it is almost in identical terms that we find this distinction. On the one hand we have “action”. The origin of all “ideas” and all “reflection”, action can take on the double face of war and work: “war”, without which man “would have lost [...] his revolutionary faculty” and reduced his life to a “pure community”, to a “stable civilization”; “work”, “the plastic force of society”, “one and identical in its plan” and “infinite in its applications, like creation itself”. On the other hand, we have the appropriation of the collective forces and the power of action of human beings by a succession of forms of social individuations posing as “absolute”; an appropriation that Proudhon describes as follows: “incarnated in the person, the absolute, with a growing autocracy is going to develop in the race, in the city, the corporation, the State, the Church; it establishes itself king of the humanitarian collectivity and the university of the creatures. Having reached this height, the absolute becomes God”.

Είναι αλήθεια ότι, για τον Νίτσε τού Deleuze, ο «πολιτισμός» είναι μια «γενική δραστηριότητα», μια «προϊστορία» τού ανθρώπου, η οποία του επιτρέπει να «μιλάει» και να μην «απαντάει» πια, να είναι «κύριος» τού εαυτού του, να είναι το δικό του «δίκαιο», αλλά η οποία, ιστορικά, έχει «καταληφθεί από ξένες δυνάμεις εντελώς διαφορετικής φύσης». «Στη θέση τής γενικής δραστηριότητας, η ιστορία μάς παρουσιάζει μέσω φυλών, λαών, τάξεων, εκκλησιών και κρατών». Αυτή τη «γενική δραστηριότητα» την οποία οι «κοινότητες» και οι άλλες μορφές «ενώσεων» καταφέρνουνε τόσο καλά να καλύψουνε και να απορροφήσουν• ο Deleuze το αναφέρει αλλού, ευρύτερα και ιδιαίτερα πολύ πιο επιθετικά, με αυτό που αποκαλεί «μονοσήμαντο ον». «Εξουσία» μη αναγώγιμη στις κοινωνικές μορφές και στα άτομα που συνεισφέρει να παράγουν, «το μονοσήμαντο ον» «δρα μέσα τους ως υπερβατική αρχή, ως πλαστική, άναρχη και νομαδική αρχή, σύγχρονη τής διαδικασίας εξατομίκευσης και αυτό δεν είναι λιγότερο ικανό να διαλύσει και να καταστρέψει τα άτομα παρά να τα συνθέσει προσωρινά». Ο Deleuze (όμως) έχει δίκιο να σκέφτεται «το μονοσήμαντο ον» κάτω από το «πλαστικό» σημείο μιας «αναρχίας των όντων», όπου στην επιβεβαίωση τής ύπαρξής του κάθε μοναδικό ον είναι «ίσο» όλων, επειδή «είναι άμεσα παρόν σε όλα τα πράγματα, χωρίς ενδιάμεσους ούτε μεσολαβητές». Πράγματι, στον Προυντόν βρίσκουμε αυτή τη διάκριση σχεδόν με πανομοιότυπους όρους. Από τη μια έχουμε τη «δράση». Την προέλευση όλων των «ιδεών» και κάθε «στοχασμού», τη δράση που μπορεί να πάρει το διπλό πρόσωπο τού πολέμου και της εργασίας: τον «πόλεμο», χωρίς τον οποίο ο άνθρωπος «θα είχε χάσει [...] την επαναστατική του ικανότητα» και θα είχε περιορίσει τη ζωή του σε μια «θεωρητική κοινότητα», σε έναν «σταθερό πολιτισμό» και την «εργασία», «την πλαστική δύναμη τής κοινωνίας», «μία και ταυτόσημη στο πλάνο του» και «άπειρη στις εφαρμογές της, όπως η ίδια η δημιουργία». Από την άλλη πλευρά, έχουμε την εκμετάλλευση των συλλογικών δυνάμεων και της δύναμης δράσης των ανθρώπινων όντων από μια διαδοχή μορφών κοινωνικών εξατομικεύσεων που παρουσιάζονται ως «απόλυτες»• μια ιδιοποίηση που ο Προυντόν περιγράφει ως εξής: «ενσαρκωμένο στο πρόσωπο, το απόλυτο, με έναν αυξανόμενο δεσποτισμό πρόκειται να αναπτυχθεί στη φυλή, στην πόλη, στον οργανισμό, στο κράτος, στην Εκκλησία• καθιερώνεται ως ο βασιλιάς τής ανθρωπιστικής συλλογικότητας και του πανεπιστημίου των πλασμάτων. Έχοντας φτάσει σε αυτό το ύψος, το απόλυτο γίνεται Θεός».

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: