05 Απριλίου 2023

Nietzsche and Anarchism [Daniel Colson] - μέρος IVβ (Άμεση Δράση) - Επίλογος


Let us listen to Victor Griffuelhes, then secretary of the French CGT, when he attempts to define syndicalism, a perilous exercise from the point of view of Nietzsche and Proudhon: “Syndicalism is the movement of the working class which wants to achieve full possession of its rights over the factory and the workshop; it affirms that this conquest with a view to realizing the emancipation of labor will be the product of personal and direct effort exercised by the worker. “Amazing sentence under the wear of words, which, in two propositions, manages to condense a great number of characteristics of revolutionary syndicalism and anarcho-syndicalism without ever enslaving them to an identity, a representation or an organization. “Personal and direct effort”, “conquest”, “emancipation”, “affirmation”, tension towards “the full possession of one’s rights”: the “generic activity” of which Deleuze spoke about Nietzsche finds here a content and a formulation that immediately determine the definition of syndicalism. For Griffuelhes, trade unionism is neither a thing, nor, a fortiori, a representative or an organization (of the working class in this case). Trade unionism is a “movement”, the “movement” of the working class.

Ας ακούσουμε τον Victor Griffuelhes, τότε γραμματέα τής γαλλικής Γενικής Εργατικής Συνομοσπονδίας, όταν επιχειρεί να ορίσει τον συνδικαλισμό, μια επικίνδυνη άσκηση από τη σκοπιά τού Νίτσε και του Προυντόν: «Ο συνδικαλισμός είναι το κίνημα τής εργατικής τάξης, το οποίο θέλει να επιτύχει την πλήρη κατοχή των δικαιωμάτων του στο εργοστάσιο και τους χώρους εργασίας• επιβεβαιώνει ότι αυτή η κατάκτηση, η οποία σκοπεύει στην πραγματοποίηση τής χειραφέτησης τής εργασίας, θα είναι προϊόν προσωπικής και άμεσης προσπάθειας, η οποία ασκείται από τον εργάτη». Εκπληκτική πρόταση υπό το ένδυμα των λέξεων, η οποία, μες σε δύο προτάσεις, καταφέρνει να συμπυκνώσει ένα μεγάλο αριθμό χαρακτηριστικών τού επαναστατικού συνδικαλισμού και του αναρχοσυνδικαλισμού χωρίς ποτέ να τα υποδουλώσει σε μια ταυτότητα, μια παράσταση ή μια οργάνωση. «Προσωπική και άμεση προσπάθεια», «κατάκτηση», «χειραφέτηση», «επιβεβαίωση», ένταση / πίεση προς «την πλήρη κατοχή των δικών του δικαιωμάτων»: η «γενική δραστηριότητα» για την οποία ο Deleuze μίλησε για τον Νίτσε βρίσκει εδώ ένα περιεχόμενο και μια διατύπωση που αμέσως καθορίζουνε τον ορισμό τού συνδικαλισμού. Για τον Griffuelhes, ο συνδικαλισμός δεν είναι ούτε πράγμα, ούτε, κυρίως, εκπρόσωπος ή οργάνωση (της εργατικής τάξης στην προκειμένη περίπτωση). Ο συνδικαλισμός είναι ένα «κίνημα», το «κίνημα» τής εργατικής τάξης.
No doubt this formulation benefits from the infatuation of the time for the notions of action and movement. But in Griffuelhes’ writing, there is nothing conventional or mechanical about it, as the immediate continuation of the text shows. In a very Proudhonian way (and still astonishing), Griffuelhes immediately follows up, not on capitalism, the bosses or the bourgeois, a dialectical counterpoint apparently obliged by the objectives that syndicalism gives itself, but on the question of “God” and “Power”. “To the trust in the God of the priest, to the trust in the Power of the politicians inculcated in the modern proletarian, the syndicalism substitutes the trust in oneself, to the tutelary labeled action of God and Power, it substitutes the direct action [...]”. The movement of the working class is first of all, as a preliminary and as an echo of what we have already said about working-class separatism, the force that allows us to set ourselves in motion, the “confidence in ourselves” opposed to confidence in another and external force, that of the God of the priests and the Power of the politicians. But the movement of the working class is also “direct action” that Griffuelhes, in a somewhat obscure way, opposes to another type of action, an action “labeled tutelary of God and of Power”, or (another possible meaning) “labeled” because “tutelary of God and of Power”, because subjected to their shadow and their domination.

Αναμφίβολα αυτή η διατύπωση κερδίζει από το πάθος τής εποχής για τις έννοιες τής δράσης και της κινητοποίησης. Αλλά στη γραφή τού Griffuelhes, δεν υπάρχει τίποτα συμβατικό ή μηχανικό σε αυτό, όπως δείχνει η άμεση συνέχεια τού κειμένου. Με έναν πολύ Προυντονικό τρόπο (και ακόμα εκπληκτικό), ο Griffuelhes συνεχίζει αμέσως, όχι στον καπιταλισμό, τα αφεντικά ή τους αστούς, μια διαλεκτική αντίστιξη προφανώς υποχρεωμένη από τους στόχους τούς οποίους θέτει ο ίδιος ο συνδικαλισμός, αλλά πάνω στο ζήτημα τού «Θεού» και της «Εξουσίας». «Tην εμπιστοσύνη στο Θεό τού ιερέα, την εμπιστοσύνη στην Εξουσία των πολιτικών, στην οποία έχει εμποτιστεί το σύγχρονο προλετάριο, ο συνδικαλισμός την αντικαθιστά με την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, την κηδεμονική δράση τού Θεού και της Εξουσίας, την αντικαθιστά με την άμεση δράση [...]». Το κίνημα τής εργατικής τάξης είναι πρώτα απ' όλα, ως προκαταρκτικό και ως απόηχος όσων έχουμε ήδη πει για τον αυτονομισμό τής εργατικής τάξης, η δύναμη που μας επιτρέπει να κινητοποιηθούμε, η «εμπιστοσύνη στον εαυτό μας» σε αντίθεση με την εμπιστοσύνη σε μιαν άλλη και εξωτερική δύναμη, αυτή τού Θεού των ιερέων και της Εξουσίας των πολιτικών. Αλλά το κίνημα τής εργατικής τάξης είναι επίσης «άμεση δράση», το οποίο ο Griffuelhes, με έναν κάπως σκοτεινό τρόπο, αντιπαραθέτει σε έναν άλλο τύπο δράσης, μια δράση που «ετικετάρεται υπό την κηδεμονία τού Θεού και της Εξουσίας» ή (με άλλη πιθανή έννοια) «αποκτά στερεότυπη μορφή» γιατί «κηδεμονεύεται από το Θεό και την Εξουσία», γιατί βρίσκεται στη σκιά τους και την κυριαρχία τους. 

What follows is even more interesting. For four paragraphs Griffuelhes continues to denounce God and the Church, Power and the State. And then, abruptly, he stops, confronted with an apparently minor difficulty because it is concrete and practical. What should be the attitude of trade unionism towards “workers imbued with religious ideas or confident in the reforming value of the leaders?” In other words, what to do with workers labeled Christian or reformist? Here again, an obvious answer seems to impose itself, the one popularized by the anthem of the Comintern: “You are a worker, yes? Come with us, don’t be afraid”. To the Christian identity, it is necessary to oppose another identity, the worker identity, to assert the anteriority and superiority (from the point of view of history and economic determinations) of the worker condition. Yet Griffuelhes does not choose this answer, obvious and reassuring, but in the passive order of things, of identities, of “facts” and therefore of representations. Better or worse, he resolutely refuses it as contrary to the desired goal and especially to what revolutionary syndicalism can do. If syndicalism does not have to reject Christian and reformist workers, it is not first of all because they are “workers”, but on the contrary or in a different way, because it is advisable to carefully distinguish between “movement, action on the one hand, working class on the other hand”. Belonging to the working class does not guarantee anything, since workers can be Christians or socialists. The difference is the action and the movement, the only ones capable of acting on things and labels, of blurring their reference points and their limits, of dragging workers, Christians, socialists, anarchists, but also bricklayers, founders and bakers, or even Greeks, Germans and Spaniards, into a process that gives itself otherwise difficult objectives since it claims to transform the workshop, the factory and the whole of society. And as if it were necessary to hammer home this essential idea — not only the superiority of the movement and action proper to syndicalism over the working class identity and its representations, but their difference in nature -, Griffuelhes immediately returned to the charge: “Syndicalism, let us repeat, is the movement, the action of the working class; it is not the working class itself”.

Αυτό που ακολουθεί είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον. Για τέσσερις παραγράφους ο Griffuelhes συνεχίζει να καταγγέλλει το Θεό και την Εκκλησία, την Εξουσία και το Κράτος. Και τότε, απότομα, σταματάει, αντιμετωπίζοντας μια φαινομενικά μικρή δυσκολία γιατί είναι συγκεκριμένη και πρακτική. Ποια πρέπει να είναι η στάση τού συνδικαλισμού απέναντι στους «εργάτες που είναι εμποτισμένοι με θρησκευτικές ιδέες ή σίγουροι για τη μεταρρυθμιστική αξία των ηγετών;» Με άλλα λόγια, τι να κάνουμε με τους εργάτες που χαρακτηρίζονται χριστιανοί ή μεταρρυθμιστές; Εδώ πάλι φαίνεται να επιβάλλεται, από μόνη της, μια προφανής απάντηση, αυτή που εκλαϊκεύεται στον ύμνο τής Κομιντέρν: «Είσαι εργάτης, ναι; Έλα μαζί μας, μη φοβάσαι». Στη χριστιανική ταυτότητα, είναι απαραίτητο να αντιπαρατεθεί μια άλλη ταυτότητα, η εργατική ταυτότητα, για να επιβεβαιωθεί η προτεραιότητα και η υπεροχή (από την άποψη τής ιστορίας και των οικονομικών προσδιορισμών) της εργατικής συνθήκης. Ωστόσο, ο Griffuelhes δεν επιλέγει αυτή την απάντηση, την προφανή και καθησυχαστική, αλλά την παθητική σειρά των πραγμάτων, των ταυτοτήτων, των «γεγονότων» και επομένως των εκπροσωπήσεων. Καλώς ή κακώς, το αρνείται αποφασιστικά ως αντίθετο στον επιθυμητό στόχο και κυρίως σε αυτό που μπορεί να κάνει ο επαναστατικός συνδικαλισμός. Εάν ο συνδικαλισμός δεν χρειάζεται να απορρίψει χριστιανούς και μεταρρυθμιστές εργάτες, δεν είναι πρώτα απ' όλα επειδή είναι «εργάτες», αλλά αντίθετα ή με διαφορετικό τρόπο, επειδή είναι ενδεδειγμένο να γίνει προσεκτική διάκριση μεταξύ αφενός της «κίνησης και της δράσης» αφετέρου «της εργατικής τάξης». Το να ανήκεις στην εργατική τάξη δεν εγγυάται τίποτα, αφού οι εργαζόμενοι μπορεί να είναι χριστιανοί ή σοσιαλιστές. Η διαφορά είναι η δράση και το κίνημα, τα μόνα ικανά να δράσουνε πάνω σε πράγματα και ετικέτες/ ταμπέλες, να θολώσουνε τα σημεία αναφοράς τους και τα όριά τους, να αργοσύρουν εργάτες, χριστιανούς, σοσιαλιστές, αναρχικούς, αλλά και κτίστες, ιδρυτές και αρτοποιούς ή ακόμα Έλληνες, Γερμανούς και Ισπανούς, σε μια διαδικασία που δίνει στον εαυτό της δύσκολους κατά τα άλλα στόχους αφού διεκδικεί να μεταμορφώσει το χώρο εργασίας, το εργοστάσιο και ολόκληρη την κοινωνία. Και σαν να ήταν απαραίτητο να καταστήσουμε κατανοητή σε όλους αυτήν την ουσιαστική ιδέα – όχι μόνο την ανωτερότητα τού κινήματος και της δράσης που αρμόζει στον συνδικαλισμό απέναντι στην (επιβεβλημένη από την Εξουσία) ταυτότητα τής εργατικής τάξης και των εκπροσώπων της, αλλά και της διαφοράς στη φύση τους –, ο Griffuelhes επέστρεψε αμέσως στην ευθύνη / οδηγία / υποχρέωση: «Συνδικαλισμός, ας το επαναλάβουμε, είναι το κίνημα, η δράση τής εργατικής τάξης• δεν είναι η ίδια η εργατική τάξη».

Griffuelhes, in this text, does not define what he means by “direct action,” this “movement” and this “action” that differ so clearly from all identities, whether of class, profession, nationality or religious affiliation. But another CGT leader, Émile Pouget, gives a definition that confirms in every way the affinity that links it to the “plastic force” of Proudhon and Deleuze, to the “generic activity” of Nietzsche: “Direct action, a manifestation of the force and will of the worker, materializes, according to the circumstances and the environment, by acts that can be very harmless, as well as very violent. [...] There is [...] no specific form to Direct Action”.

Ο Griffuelhes, σε αυτό το κείμενο, δεν ορίζει τι εννοεί με τον όρο «άμεση δράση», για αυτό το «κίνημα» και αυτή τη «δράση» που διαφέρουνε τόσο ξεκάθαρα από όλες τις ταυτότητες, είτε είναι τάξης, επαγγέλματος, εθνικότητας ή θρησκευτικής πίστης. Αλλά ένας άλλος ηγέτης τής Γενικής Εργατικής Συνομοσπονδίας, ο Émile Pouget, δίνει έναν ορισμό που επιβεβαιώνει με κάθε τρόπο τη συγγένεια που τη συνδέει με την «πλαστική δύναμη» τού Προυντόν και του Deleuze, με τη «γενική δραστηριότητα» τού Νίτσε: «Η άμεση δράση, μια εκδήλωση τής δύναμης και της βούλησης τού εργάτη / εργαζομένου, υλοποιείται, ανάλογα με τις συνθήκες και το περιβάλλον, με πράξεις που μπορεί να είναι πολύ ακίνδυνες, αλλά και πολύ βίαιες. [...] Δεν υπάρχει [...] συγκεκριμένη μορφή για την Άμεση Δράση».
--------------------------------------------------------------------------------------------

The evidence of a great proximity between Nietzsche and anarchism is not new. As early as 1906, Franz Overbeck, a close friend of Nietzsche’s, could explain how the latter had read Stirner, and how he had made a “strong and quite singular” impression on him, thus confirming the encounter between Nietzsche and the most individualistic dimension of anarchism. But he could also, in an apparently more surprising way, underline “the great affinity” existing between Nietzsche and Proudhon, insofar as the very particular “aristocratism and anti-socialism” of the former was in no way a “sign of divergence” from the latter, whose “democratism and socialism were themselves very particular”. Without doubt, it was not until the end of the twentieth century that this encounter acquired its true meaning. It was not until the Nietzscheanism of Foucault or Deleuze, the rereading of Spinoza or Leibniz that it authorized, but also the rediscovery of Tarde, Simondon or Whitehead, that the meaning and the scope of a political and philosophical project that had long been ignored and despised was finally brought to light, and which, by its practical and philosophical implications, went far beyond the historical limits of anarchism proper.

Οι ενδείξεις / τα στοιχεία τής μεγάλης εγγύτητας μεταξύ του Νίτσε και του αναρχισμού δεν είναι νέα. Ήδη από το 1906, ο Franz Overbeck, ένας στενός φίλος τού Νίτσε, μπορούσε να εξηγήσει ότι ο τελευταίος είχε μελετήσει τον Στίρνερ και ότι του (σ.σ. Franz Overbeck) είχε δημιουργηθεί μια «έντονη και μοναδική» εντύπωση / επιβεβαίωση τής σχέσης τού Νίτσε με την πιο ατομικιστική διάσταση τού αναρχισμού. Αλλά θα μπορούσε επίσης, με έναν φαινομενικά πιο εκπληκτικό τρόπο, να υπογραμμίσει «τη μεγάλη συγγένεια» που υπάρχει μεταξύ του Νίτσε και του Προυντόν, στο βαθμό που ο πολύ ιδιαίτερος «αριστοκρατισμός και αντισοσιαλισμός» τού πρώτου να μην είναι σε καμία περίπτωση «σημάδι απόκλισης» από τον τελευταίο, του οποίου ο «δημοκρατισμός και ο σοσιαλισμός ήτανε πολύ ιδιαίτεροι». Χωρίς αμφιβολία, μόλις στα τέλη τού εικοστού αιώνα αυτή η συνάντηση απόκτησε το πραγματικό της νόημα. Μόνο μετά το νιτσεϊσμό τού Φουκώ ή του Deleuze, την εκ νέου ανάγνωση τού Σπινόζα ή του Λάιμπνιτς επιτράπηκε – μαζί με / αλλά και την εκ νέου ανακάλυψη των Tarde, Simondon ή του Γουάιτχεντ – η κατανόηση τού νοήματος και του εύρους ενός πολιτικού και φιλοσοφικού έργου, το οποίο αφού είχε αγνοηθεί και περιφρονηθεί για καιρό, τελικά ήρθε στο φως και το οποίο, με τις πρακτικές και φιλοσοφικές του συνέπειες, ξεπέρασε πολύ τα ιστορικά όρια τού αναρχισμού.

ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: