Ο ΘΡΗΝΟΣ ΕΝΟΣ ΕΡΑΣΤΗ
Μικρή μου ανάσα, κάτω απ’ τις ιτιές στην όχθη δίπλα, που συνηθίζαμε να καθόμαστε,
Και κει το κίτρινο πουπουλένιο πουλί ήρθε και τραγούδησε.
Ότι το θυμάμαι κι έτσι κλαίω.
Κάτω από τ’ καλαμπόκι που μεγάλωνε, που συνηθίζαμε να καθόμαστε,
Και κει το μικρό φυλλοπούλι* ήρθε και τραγούδησε.
Ότι το θυμάμαι κι έτσι κλαίω.
Εκεί στο λιβάδι με τα κίτρινα λουλούδια, που συνηθίζαμε να περπατάμε.
Αχ, μικρή μου ανάσα! Αχ καρδούλα μου!
Εκεί στο λιβάδι με τα μπλε λουλούδια, που συνηθίζαμε να περπατάμε.
Αλίμονο! πόσος πέρασε καιρός που οι δυο μας περπατούσαμε ευχάριστα.
Τότε χαρούμενα ήταν όλα, αλλά, αλίμονο! πόσος πέρασε καιρός.
Εκεί στο λιβάδι με τα άλικα λουλούδια, που συνηθίζαμε να περπατάμε.
Αχ, μικρή μου ανάσα, τώρα πηγαίνω μόνος, περίλυπος, εκεί.
A LOVER’S LAMENT
My little breath, under the willows by the water-side we used to sit,
And there the yellow cottonwood bird came and sang.
That I remember and therefore I weep.
Under the growing corn we used to sit,
And there the little leaf bird came and sang.
That I remember and therefore I weep.
There on the meadow of yellow flowers we used to walk.
Oh, my little breath! Oh, my little heart!
There on the meadow of blue flowers we used to walk.
Alas! how long ago that we two walked in that pleasant way.
Then everything was happy, but, alas! how long ago.
There on the meadow of crimson flowers we used to walk.
Oh, my little breath, now I go there alone in sorrow.
Πηγή (του ινδιάνικου θρήνου τής φυλής Tewa): gutenberg.org.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου