ΠΏΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ Η ΟΜΙΧΛΗ
Υπήρχε ένα Βουνίσιο Πνεύμα, που έκλεβε πτώματα από τους τάφους τους και τα μετέφερε σπίτι του όπου τα έτρωγε. Υπήρχε κι ένας άνδρας, που θέλοντας να δει ποιος το έκανε αυτό, έθαψε τον εαυτό του ζωντανό. Το Πνεύμα ήρθε και είδε το νέο τάφο• έσκαψε για το σώμα, το βρήκε και το πήρε μαζί του.
Ο άντρας είχε κολλήσει μια επίπεδη πλακουτσωτή πέτρα κάτω από το πανωφόρι του, σε περίπτωση που το Πνεύμα προσπαθήσει να τον μαχαιρώσει.
Στο δρόμο, έπιανε όλα τα κλαδιά από τις ιτιές, όποτε περνούσαν από τίποτα θάμνους, για να βαραίνει όσο μπορούσε περισσότερο κι έτσι το Πνεύμα αναγκαζότανε να βάλει όλη του τη δύναμη.
Επιτέλους το Πνεύμα έφτασε στο σπίτι του και πέταξε το σώμα στο πάτωμα. Κατόπιν, κουρασμένο, ξάπλωσε να κοιμηθεί ενώ η γυναίκα του βγήκε να μαζέψει ξύλα για το μαγείρεμα.
«Πατέρα, πατέρα, ανοίγει τα μάτια του», φωνάξανε τα παιδιά, όταν ο νεκρός ξαφνικά άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε προς τα πάνω.
«Μη λέτε ανοησίες, παιδιά, είναι ένα νεκρό σώμα, που μου έπεσε πολλές φορές ανάμεσα στα κλαδιά καθώς ερχόμουν», είπε ο πατέρας.
Αλλά ο άντρας σηκώθηκε και σκότωσε το Βουνίσιο Πνεύμα καθώς και τα παιδιά του και έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Η γυναίκα τού Βουνίσιου Πνεύματος τον είδε και τον μπέρδεψε με τον άντρα της.
"Πού πας;" κραύγασε.
Ο άνδρας δεν απάντησε, αλλά συνέχισε να τρέχει. Τότε η γυναίκα, νομίζοντας ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, έτρεξε πίσω του.
Και καθώς ο άντρας έτρεχε σε επίπεδο έδαφος, ούρλιαξε: "Σηκωθείτε λόφοι!"
Και στη στιγμή υψωθήκανε πολλοί λόφοι.
Τότε η γυναίκα τού Βουνίσιου Πνεύματος έμεινε πίσω αφού είχε να ανέβει τόσους πολλούς λόφους.
Ο άντρας συνάντησε ένα μικρό ρυάκι που το διέσχισε κάθετα.
"Φούσκωσε και πλημμύρισε τις όχθες σου!" αναφώνησε στο ρέμα. Κι έτσι της ήταν αδύνατο να περάσει απέναντι.
«Πώς πέρασες;» ούρλιαξε η γυναίκα.
«Ήπια όλο το νερό. Κάνε το ίδιο.»
Κι η γυναίκα άρχισε να το πίνει με μανία.
Κατόπιν ο άντρας γύρισε προς το μέρος της και είπε: «Κοίτα την ουρά τού χιτώνα σου• κρέμεται ανάμεσα στα πόδια σου».
Κι όταν έσκυψε να κοιτάξει, η κοιλιά της έσκασε.
Και καθώς έσκασε, ένας ατμός βγήκε από μέσα της που έγινε ομίχλη, η οποία εξακολουθεί να αιωρείται μέχρι σήμερα ανάμεσα στους λόφους.
HOW THE FOG CAME
There was a Mountain Spirit, which stole corpses from their graves and ate them when it came home. And a man, wishing to see who did this thing, let himself be buried alive. The Spirit came, and saw the new grave, and dug up the body, and carried it off.
The man had stuck a flat stone in under his coat, in case the Spirit should try to stab him.
On the way, he caught hold of all the willow twigs whenever they passed any bushes, and made himself as heavy as he could, so that the Spirit was forced to put forth all its strength.
At last the Spirit reached its house, and flung down the body on the floor. And then, being weary, it lay down to sleep, while its wife went out to gather wood for the cooking.
"Father, father, he is opening his eyes," cried the children, when the dead man suddenly looked up.
"Nonsense, children, it is a dead body, which I have dropped many times among the twigs on the way," said the father.
But the man rose up, and killed the Mountain Spirit and its children, and fled away as fast as he could. The Mountain Spirit's wife saw him, and mistook him for her husband.
"Where are you going?" she cried.
The man did not answer, but fled on. And the woman, thinking something must be wrong, ran after him.
And as he was running over level ground, he cried: "Rise up, hills!"
And at once many hills rose up.
Then the Mountain Spirit's wife lagged behind, having to climb up so many hills.
The man saw a little stream, and sprang across.
"Flow over your banks!" he cried to the stream. And now it was impossible for her to get across.
"How did you get across?" cried the woman.
"I drank up the water. Do you likewise."
And the woman began gulping it down.
Then the man turned round towards her, and said: "Look at the tail of your tunic; it is hanging down between your legs."
And when she bent down to look, her belly burst.
And as she burst, a steam rose up out of her, and turned to fog, which still floats about to this day among the hills.
Πηγή: gutenberg.org.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου