ΑΡΤΟΥΚ, ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΈΚΑΝΕ ΌΛΑ ΤΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Υπήρχε ένας άντρας, που λεγόταν Αρτούκ, ο οποίος αφού έθαψε τη γυναίκα του, αρνιότανε να ακολουθήσει τις παραδόσεις και έκανε πράγματα απαγορευμένα. Έλεγε ότι αυτός δεν κρατούσε αυτά τα παλιά έθιμα.
Κάποιοι από τους συγχωριανούς του δουλεύανε και κόβανε κατεψυγμένο κρέας για να φάνε. Αφού τους παρατήρησε για λίγο, πώς τεμαχίζανε το κρέας με τα μαχαίρια τους, πήρε μια κοφτερή πέτρα και έκοψε το κρέας, λέγοντας: «Έτσι κόβεται το κρέας»· και το έκανε ξέροντας ότι αυτό απαγορευόταν.
Και την ίδια μέρα βγήκε έξω στο χιόνι και, αφού έβγαλε το εσωτερικό από το πανωφόρι του, το τίναξε· και το έκανε ξέροντας ότι αυτό απαγορευόταν.
Επίσης πήγε πάνω σ’ ένα παγόβουνο και ήπιε νερό που είχε λιώσει από τον ήλιο, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι και αυτό επίσης απαγορευόταν.
Και όλα αυτά τα έκανε περιφρονώντας τα πιστεύω των συγχωριανών του, λέγοντας ότι όλα αυτά τα έθιμα και οι περιορισμοί δεν έχουνε καμία αξία.
Αλλά μια μέρα καθώς ξεκινούσε με το έλκηθρό του, τον κυρίευσε φόβος και δεν τολμούσε να πάει μόνος του, αλλά επειδή ο γιός του αρνιότανε να πάει μαζί του, τον πήρε με το ζόρι αφού πρώτα τον έδεσε στους ορθοστάτες τού έλκηθρου.
Δεν γύρισε ποτέ ζωντανός.
Αργά το βράδυ, η κόρη του άκουσε στον αέρα το χλευαστικό γέλιο δυο πνευμάτων και κατάλαβε αμέσως ότι γελούσαν έτσι ώστε να μάθει ότι ο πατέρας της είχε τιμωρηθεί για τις κακές του πράξεις.
Την επόμενη μέρα, πολλά έλκηθρα βγήκανε για να ψάξουνε τον Αρτούκ. Τελικά τον βρήκανε, μακριά στους πάγους, κομματιασμένο, όπως συμβαίνει με όσους τιμωρούνται από τα πνεύματα γιατί αρνιόντουσαν να τηρήσουνε τα έθιμα των προγόνων τους. Τον γιό του, που ήτανε δεμένος στο έλκηθρο, δεν τον είχανε πειράξει, αλλά είχε πεθάνει από την τρομάρα.
ARTUK, WHO DID ALL THE FORBIDDEN THINGS
A man whose name was Artuk had buried his wife but refused to remain aloof from doings which those who have been busied with the dead are forbidden to share. He said he did not hold by such old customs.
Some of his fellow villagers were at work cutting up frozen meat for food. After watching them for a while as they worked at the meat with their knives, he took a stone axe and hacked at the meat, saying: "That is the way to cut up meat."
And this he did although it was forbidden.
And on the same day he went out on to the ice and took off his inner coat to shake it, and this he did although it was forbidden.
Also he went up onto an iceberg and drank water which the sun had melted there, knowing well that this was likewise forbidden.
And all these things he did in scorn of that which his fellows believed. For he said it was all lies.
But one day when he was starting out with his sledge, fear came upon him, and he dared not go alone. And as his son would not go with him willingly, he took him, and bound him to the uprights of the sledge, and carried him so.
He never returned alive.
Late in the evening, his daughter heard in the air the mocking laughter of two spirits. And she knew at once that they were laughing so that she might know how her father had been punished for his ill-doing.
On the following day, many sledges went out to search for Artuk. And they found him, far out on the ice, torn to pieces, as is the way with those whom the spirits have punished for refusing to observe the customs of their forefathers. And the son, who was bound to the sledge, had not been touched, but he had died of fright.
Πηγή: gutenberg.org.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου