31 Οκτωβρίου 2025

[στο όρος Αιγάλεω – κτήμα Κορωναίου – Ο Κοκκινόβραχος Κορυδαλλού [Δημήτρης Καμπούρογλου]]

Η διαδρομή, την οποία ακολούθησα το πρωινό τής 30ης Οκτώβρη 2025, στο όρος Αιγάλεω, από τη συνοικία «Αγ. Χριστόφορος Άνω Νεάπολη» Νίκαιας προς τον «Κοκκινόβραχο» Κερατσινίου…
(από το Google earth)
























…, είναι σχεδόν η ίδια με αυτής τής 23ης Φλεβάρη 2021, με δύο διαφορές:
-έκανα ένα μεγαλύτερο πλησίασμα προς τον γκρεμό, στα χείλη του πάνω από τη ρεματιά στον Κοκκινόβραχο, προκειμένου να πάρω εικόνες από το περιτοίχισμα τού παλιού κτήματος Κορωναίου, για το οποίο θα αναφέρω κατωτέρω και
-προχώρησα λίγες δεκάδες μέτρα ανατολικότερα από τη στενή μικρή επικλινή κοιλάδα (εικόνες από την οποία έχουνε παρουσιαστεί στο παρόν – βλέπε ανωτέρω link), στη νότια πλαγιά τής ρεματιάς τού Κοκκινόβραχου, όπου συνάντησα ένα ιδιαίτερου σχήματος κοίλωμα.
Χαμηλά στη ρεματιά τού Κοκκινόβραχου όπου συνυπάρχουνε κάθε λογής αυθαίρετα κι ένας χώρος απόθεσης παλιών εγκαταλελειμμένων οχημάτων δεν κατέβηκα. Έτσι κι αλλιώς οι εικόνες από ψηλά και ιδίως αυτές με τηλεφακό καταγράφουν ικανοποιητικά το περιτοίχισμα τού παλιού κτήματος Κορωναίου.
Μετά τις εικόνες ακολουθεί ένα εξαιρετικό χρονογράφημα τού Δημήτρη Καμπούρογλου, για τον Κοκκινόβραχο, το οποίο είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα Εμπρός την 12η Γενάρη 1923, στα πλαίσια τής σειράς «Εντυπώσεις τής Ημέρας», τα οποία υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Πεζοπόρος». Το μετέφερα σε κείμενο με την αρχική ορθογραφία με μόνη εξαίρεση τούς τόνους και τα πνεύματα. Το τμήμα με την έντονη υπογράμμιση αφορά το υπόψη κτήμα. Την πληροφορία για την ταυτοποίηση τού περιτοιχίσματος με το παλιό κτήμα Κορωναίου την πήρα από τον κ. Τάσο Λύτρα όπως και το χρονογράφημα.
Στις ασπρόμαυρες εικόνες με λευκές γραμμές έχει σημειωθεί το περιτοίχισμα, το οποίο έχει μήκος περί τα 263 μ. και μαζί με το βράχο πίσω του περικλείει μια έκταση γύρω στα 6,5 στρέμματα.

Ακολουθούν εικόνες
-από το περιτοίχισμα, από πάνω του, από το γκρεμό:































-από την σχήματος χωνιού έξοδο προς τη ρεματιά τής στενής επικλινούς κοιλάδας με τις πεζούλες, στην απέναντι πλαγιά:

















-από ένα παλιό κτίσμα δυτικά τού περιτοιχίσματος, δίπλα σε ένα νεότερο, εγκαταλελειμμένο πάντως, κτίριο, εικόνα από το οποίο λήφθηκε από απέναντι (βλέπε στο επόμενο τις δύο πρώτες εικόνες):


             













-από το περιτοίχισμα, από απέναντι. Η πρώτη λήφθηκε από το βράχο με το διαμπερές κοίλωμα (διακρίνεται οριακά – βλέπε ανωτέρω link): 



















-από το κοίλωμα σε βράχο ανατολικότερα τής στενής επικλινούς κοιλάδας. Έχει είσοδο με άνοιγμα στο πάνω μέρος το οποίο βγάζει προς τα κάτω σε δύο κύρια ανοίγματα εκατέρωθεν των πλευρών τού βράχου.:


























ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Ο ΚΟΚΚΙΝΟΒΡΑΧΟΣ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ

Εις την προανοιξιάτικην φταιάν Ιανουαριανήν ημέραν προσαρμονίζονται οι αργυρόσκουροι τόνοι του ελαιώνος και οι κοκκινωποί των αμπέλων. Άφθονον πράσινον χρώμα δεν λείπει. Περίπου όλος ο ελαιών των Αθηνών είνε σπαρμένος με την εντατικήν καλλιέργειαν της εποχής. Και πόσον ωραία είνε πάντοτε η άποψις του βράχου της Ακροπόλεως ανάμεσα από τους θόλους των γηραιών ελαιοδένδρων. Φαίνεται ως αναγλυφική έξαρσις επί του βάθους του Υμηττού. Η καταφαγωμένη από τα λατομεία κορυφογραμμή του Λυκαβηττού έχει δαντελλωτήν γοτθικήν άποψιν. Περνώμεν μετά του Μιλτιάδου από τον άγιον Στέφανον και σταματώμεν εις την «Παναγίτσαν» την Ελεούσαν, πλησίον του, βορειοδυτικώς του. Άνθρωποι εργάζονται εις τα αμπέλια, που την τριγυρίζουν και πολλά λιαναπούλια πετούν εις τα δενδράκια της. Είνε τρεις λεύκες, ένα πεύκο, πιπεριά και ελιές. Παρά την θύραν της κείνται μαρμάριναι κολωνίτσες. Μικρόν θολωτόν νάρθηκα έχει και εις την στέγην της πλατειά κεραμίδια του προπαρελθόντος αιώνος. Δια τας λαπάς εκεί τοποθεσίας έχομεν είπη. Βγαίνομεν εις την αμαξιτήν Πειραιώς – Ιεράς οδού. Και αύτη είνε παλαιά οδός των Θηβών, όπως και η παράλληλός της, που περνά από τον άγιον Σάββαν. Όλην την ημέραν έχει μεγάλην κίνησιν τροχοφόρων, διότι η μεταφορά εμπορευμάτων από τον Πειραιά εις τας Αθήνας αυτήν την εποχήν γίνεται δια της μακρυνής οδοΰ, αφού η κατ’ ευθείαν λεωφόρος είνε σχεδόν αδιάβατος. Τόσον κατεστράφη. Ακολουθούμεν τον δεξιό καρρόδρομον προς τον συνοικισμόν Κορυδαλλόν, ο οποίος έχει και το όνομα «Νέο χωριό». Το αρχικώτερόν του είναι Κουτσικάρη από τον ποτέ ιδιοκτήτην της περιφερείας. Τώρα ανήκει εις την οικογένειαν Παχύ, εις το κτήμα της οποίας είνε και ο ναός των Ασωμάτων. Δυτικώς του κτήματος άλλοτε ήτο βελανιδότοπος. Δένδρον δεν απέμεινε. Η περιοχή σπέρνεται και χρησιμεύει και ως βοσκή. Παρά την συμβολήν της παλαιάς οδού Θηβών και του προς το βουνό Τσελεπίτσαρη καρροδρόμου διακρίνεται αρχαίος τύμβος. Εκείθεν περνά κανείς από σκουπιδότοπον, όπου χοιροτροφείον έχει την εγκατάστασίν του. Αριστερά ευρίσκεται το κτήμα Βασιλάκου, όπου πρώην ήτο πυριτιδοποιείον. Καθώς πλησιάζομεν προς τας υπώρειας του Κορυδαλλού έχομεν ενώπιόν μας την παράταξιν των ορεινών σχηματισμών του. Προς βορράν είνε το «Δαφνιώτικο» βουνό, έπειτα το Σούλι ή Κακοσούλι, το και Κατσικοβούνι και ύστερα το «Στη σπηλιά», από μικρήν ερυθρόν γιδοσπηλιάν εις το ύψος της πλαγιάς του. Το Κακοσούλι και το «Στη σπηλιά» περιλαμβάνονται εις το κτήμα Παχύ. Καρρόδρομος φέρει προς τας υπώρειας του βουνού «Κοκκινόβραχος», ανηκων εις δύο αδελφούς Μπουταίους του νοτίως αγίου Γεωργίου. Άλλοτε ήτο του Πολυχρόνη Κορωναίου, τσιριγώτη, ο οποίος είχε κάμη εις τα ριζά του «Κοκκινόβραχου» αξιέπαινον αγροτικήν εγκατάστασιν. Τραγικόν υπήρξε το τέλος του, διότι εφονεύθη υπό υπηρετών του εις το κτήμα του, καθώς μου είπον. Δρόμοι λιθόκτιστοι, ανηφορικοί προς τας υπωρείας του βουνού, έχουν εγκαταλειφθή. Η έπαυλίς του κατέρρευσε χρησιμοποιούμενη ως μαντρί, και τα όλα ερείπια αποπνέουν μελαγχολίαν. Ποία όμως επιμέλεια καλλιεργητού εις τον βράχον εκείνον, ο οποίος έχει περιζωθή εις τας υπωρείας του με δύο βραχίονας, υψηλάς μάνδρας, εις την βάσιν των οποίων εσκάφησαν χάνδακες. Δι’ αυτών συλλέγεται το βρόχινο νερό και πίπτει εις μεγάλην κτιστήν, σκεπαστήν στέρναν, το άνω μέρος της οποίας είνε ταρράτσα. Επ’ αυτής οπή, διά της οποίας αντλεί τις κρύο, νόστιμο νεράκι. Δια των υδραυλικών τούτων έργων ο Κορωναίος είχε δημιουργήση ακμαίον περιβόλι παρά τους αγόνους βράχους του Κορυδαλλού. Πλείστα άνδηρα έκτισε εις όλην την περιοχίν προς συγκράτησιν των χωμάτων. Εκ των πολλών εκατοντάδων οπωροφόρων δένδρων, που είχε φυτεύση, απομένουν εννέα μακραί, αλλεπάλληλοι σειραί συκιών, άλλαι δε εις την δεξιάν ρεμματιάν του Κοκκινόβραχου, όπου και αρκεταί μυγδαλιές. Η πρώτη άνθησίς των έλαμπε εις τον ήλιον του Ιανουαρίου. Δια των δύο ρεμματιών του Κοκκινάβραχου ανεβαίνουν μονοπάτια προς τον Κορυδαλλόν, φθάνοντα εις το ευρύ οροπέδιόν του εις ύψος 242 μέτρα και εκείθεν ανηφορικώτερα προς την κορυφήν του, όπως είδομεν εις την γενικήν περιγραφήν του όρους. 
Δυτικώς του Κοκκινόβραχου, δια ρεμματιάς χωριζόμενον, είνε το βουνό Γκεζέπαινα, πρώην Κυπριάδαινα. Ονομασίαι προελθούσαι εξ ιδιοκτητριών. Κατόπιν το όρος ανήκε εις τον Μελετόπουλον, εκ του οποίου ηγοράσθη υπό των αδελφών Ζερβού, Γ. Μπέρτου και Β. Ράλλη. Πολλά κτιστά πεζούλια έχει και η ανατολική πλευρά του βουνού τούτου εις το ρίζωμά της, καλλιεργουμένου του ολίγου χώματός της. Τερπνή είνε η ανάβαοις προς τους βράχους του στρογγυλού τούτου βουνού, το οποίον αποτελεί μικρογραφίαν του όλου σχηματισμού του Κορυδαλλού. Ανηφορίζεται εις αραιόν πευκώνα και φθάνετε εις την κορυφήν του, ύψους 266 μέτρα. Συνδέεται αύτη με άλλην δυτικωτέραν, υψηλοτέραν κατά τινά μέτρα δι’ ελαφρώς ανηφορικού λαιμού, Το οροπέδιον της δευτέρας είνε ευρύτερον και δυτικώς του είνε η χαράδρα και ο δρόμος προς τον Σκαραμαγκά με το Προσήλιο αντικρύ, περί του οποίου θα ομιλήσωμεν βραδύτερσν. Η υλοτομία έβλαψε και εδώ τους πευκώνας. Πρόβατα και γίδια Μπουταίων βόσκουν, οι οποίοι έχουν σπιτάκι και μανδριά εις τα ριζά της νοτίας πλευράς. Εκτός των ολίγων πεύκων το βουνό έχει διάκοσμον από χαμηλούς κέδρους και σκίνα, αρκετά δε σπιθάρια με βρόχινο νερό. Από το οροπέδιον της Γκεζέπαινας το πανόραμα του Πειραιώς κάτωθεν είνε γραφικότατον και από κανένα άλλο βουνό του Κορυδαλλού δεν παρουοιάζεται τόσον ολόκληρος η αποψις της πόλεως εις όλας τας λεπτομερείας της. Κατεβαίνοντες θα συναντήσετε δεξιά του «κτήματος του παπά», ανήκσντος ήδη εις τους Χρυσαφίτην και Ηλίαν Νικολάου, 200 μέτρα νοτίως των μανδριών, σημαντικά ερείπια επί του καρροδρόμου. Είνε ίχνη μεγάλου κτιρίου και τάφων με κανονικούς ογκολίθους και συνεχίζονται εκείθεν του δρόμου. Πρόκειται περί λειψάνων του δήμου Θυμοιταδών, καθώς είπομεν. Επ’ αυτών εκτίσθησαν νεώτερα οικήματα, καταρρεύσαντα και ανήκοντα εις το εκλείψαν χωρίον Κερατσίνι. Βράδυ – βράδυ ο δρόμος προς την χαράδραν του Σκαραμαγκά έχει αρκετήν κίνησιν. Γυναικούλες, αποτελούσαι ομίλους, κατεβαίνουν από το βοιυνό με τα ζώα των φορτωμένα ξύλα. Το ξηρόν και άνυδρον όρος ζεσταίνει ακόμη, παρ’ όλην την ενταθείσαν αποψίλωσίν του, την πτωχολογιάν του Πειραιώς.

ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: