Η ΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΠΟΛΥ, ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ
Οι πρόγονοί μας, μας έχουνε πει πολλά για την προέλευση τής γης και των ανθρώπων, κάτι που έγινε πριν από πολύ, πολύ καιρό. Όσοι ζήσανε πολύ πριν από την εποχή μας, δεν ξέρανε πώς να σώσουνε τα λόγια τους με τα μικρά μαύρα σημάδια, όπως κάνετε εσείς· μπορούσανε μόνο να λένε ιστορίες. Και μιλήσανε για πολλά πράγματα και γι' αυτό έχουμε γνώση αυτών των πραγμάτων, τα οποία έχουμε ακούσει να λέγονται πολλές φορές, από τότε που ήμασταν μικρά παιδιά. Οι ηλικιωμένες γυναίκες δεν σπαταλάνε τα λόγια τους άσκοπα και πιστεύουμε αυτά που λένε. Οι ηλικιωμένοι δεν λένε ψέματα.
Πριν από πολύ, πολύ καιρό, όταν επρόκειτο να φτιαχτεί η γη, έπεσε από τον ουρανό. Το έδαφος, οι λόφοι και οι πέτρες, όλα έπεσαν από τον ουρανό κι έτσι φτιάχτηκε η γη. Και τότε, μόλις η γη είχε φτιαχτεί, εμφανίστηκαν οι άνθρωποι.
Λέγεται ότι ξεπροβάλλανε μέσ’ από τη γη. Μικρά παιδιά βγήκανε μέσ’ από τη γη. Βγήκανε ξεπροβάλλοντας μέσ’ από θάμνους ιτιών, όλοι καλυμμένοι με φύλλα ιτιάς. Κι εκεί ξάπλωναν ανάμεσα στους μικρούς θάμνους: ξαπλώνανε και κλωτσάγανε γιατί δεν μπορούσαν ούτε να σέρνονται. Και παίρνανε την τροφή τους από τη γη.
Έπειτα, υπάρχει κάτι σχετικά με έναν άντρα και μια γυναίκα, αλλά τι είχε γίνει με αυτούς; Δεν είναι ξεκάθαρο. Πότε βρεθήκανε μεταξύ τους και πότε μεγάλωσαν; Δεν ξέρω. Αλλά η γυναίκα έραβε κι έφτιαχνε παιδικά ρούχα και περιπλανιόταν. Και έβρισκε μικρά παιδιά, τα έντυνε με τα ρούχα (που είχε φτιάξει) και τα έφερνε σπίτι. Και με αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι γίνανε πολλοί.
Και όντας τώρα τόσοι πολλοί, επιθυμήσανε να έχουνε σκυλιά. Έτσι ένας άντρας βγήκε έξω μ’ ένα λουρί σκύλου στο χέρι του και άρχισε να τσαλαπατάει στο έδαφος, φωνάζοντας «xοκ–χοκ–χοκ!». Τότε τα σκυλιά βγήκανε βιαστικά από τους λοφίσκους και τιναζόντουσαν βίαια γιατί τo τρίχωμά τους ήτανε γεμάτο άμμο. Έτσι οι άνθρωποι βρήκανε τα σκυλιά.
Αλλά τότε αρχίσανε να γεννιούνται παιδιά και οι άνθρωποι γίνανε πάρα πολλοί στη γη. Δεν γνωρίζανε τίποτα για το θάνατο εκείνες τις μέρες, πριν από πολύ, πολύ καιρό, και φτάνανε σε βαθιά γεράματα. Τελικά φτάνανε να μην είναι σε θέση να περπατήσουνε και επίσης τυφλωνόντουσαν και δεν μπορούσανε να κοιμηθούν.
Ούτε γνωρίζανε τον ήλιο, αλλά ζούσανε στο σκοτάδι. Μέρα δεν ξημέρωνε ποτέ. Μόνο μες στα σπίτια τους υπήρχε πάντα φως γιατί καίγανε στα λυχνάρια τους νερό, το οποίο τότε μπορούσε να καεί.
Έτσι αυτοί οι άνθρωποι που δεν ξέρανε πώς είναι θνητοί, γίνανε πάρα πολλοί και γεμίσανε τη γη. Και τότε ήρθε μια μεγάλη πλημμύρα από τη θάλασσα. Πολλοί πνιγήκανε και οι άνθρωποι λιγόστεψαν. Μπορούμε ακόμα να δούμε σημάδια εκείνης τής μεγάλης πλημμύρας, στις ψηλές κορυφές των λόφων, όπου συχνά βρίσκονται όστρακα μυδιών.
Και τώρα που οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν, δυο ηλικιωμένες γυναίκες αρχίσανε να λένε έτσι:
«Καλύτερα που είμαστε χωρίς μέρα, αν έτσι μπορούμε να είμαστε χωρίς θάνατο», είπε η μία.
«Όχι· ας έχουμε και φως και θάνατο», είπε η άλλη.
Κι όταν η ηλικιωμένη γυναίκα είπε αυτά τα λόγια, έγινε όπως το είχε ευχηθεί. Ήρθε το φως και ο θάνατος.
Λέγεται πως όταν πέθανε ο πρώτος άνθρωπος, οι άλλοι καλύψανε το σώμα του με πέτρες. Αλλά το σώμα επέστρεψε γιατί δεν γνώριζε πώς ακριβώς να πεθάνει. Πρόβαλε το κεφάλι του από τον πάγκο και προσπάθησε να σηκωθεί. Αλλά μια ηλικιωμένη γυναίκα το έσπρωξε πίσω και είπε: «Έχουμε πολλά να κουβαλήσουμε, και τα έλκηθρά μας είναι μικρά».
Γιατί επρόκειτο να ξεκινήσουνε για ένα ταξίδι κυνηγιού. Κι έτσι ο νεκρός αναγκάστηκε να επιστρέψει μες στο σωρό με τις πέτρες.
Και τώρα, αφού οι άνθρωποι είχανε φωτίσει τη γη τους, μπορούσανε να ταξιδεύουνε και να κυνηγούν και δεν χρειαζότανε πλέον να τρώνε από τη γη. Και με τον θάνατο επίσης ήρθαν ο ήλιος, η σελήνη και τ’ αστέρια.
Γιατί όταν οι άνθρωποι πεθαίνουν, ανεβαίνουνε στον ουρανό και γίνονται εκεί λαμπερά αντικείμενα.
THE COMING OF MEN, A LONG, LONG WHILE AGO
Our forefathers have told us much of the coming of earth, and of men, and it was a long, long while ago. Those who lived long before our day, they did not know how to store their words in little black marks, as you do; they could only tell stories. And they told of many things, and therefore we are not without knowledge of these things, which we have heard told many and many a time, since we were little children. Old women do not waste their words idly, and we believe what they say. Old age does not lie.
A long, long time ago, when the earth was to be made, it fell down from the sky. Earth, hills and stones, all fell down from the sky, and thus the earth was made.
And then, when the earth was made, came men.
It is said that they came forth out of the earth. Little children came out of the earth. They came forth from among the willow bushes, all covered with willow leaves. And there they lay among the little bushes: lay and kicked, for they could not even crawl. And they got their food from the earth.
Then there is something about a man and a woman, but what of them? It is not clearly known. When did they find each other, and when had they grown up? I do not know. But the woman sewed, and made children's clothes, and wandered forth. And she found little children, and dressed them in the clothes, and brought them home.
And in this way men grew to be many.
And being now so many, they desired to have dogs. So a man went out with a dog leash in his hand, and began to stamp on the ground, crying "Hok–hok–hok!" Then the dogs came hurrying out from the hummocks and shook themselves violently, for their coats were full of sand. Thus men found dogs.
But then children began to be born, and men grew to be very many on the earth. They knew nothing of death in those days, a long, long time ago, and grew to be very old. At last they could not walk, but went blind, and could not lie down.
Neither did they know the sun but lived in the dark. No day ever dawned. Only inside their houses was there ever light, and they burned water in their lamps, for in those days water would burn.
But these men who did not know how to die, they grew to be too many and crowded the earth. And then there came a mighty flood from the sea. Many were drowned, and men grew fewer. We can still see marks of that great flood, on the high hill-tops, where mussel shells may often be found.
And now that men had begun to be fewer, two old women began to speak thus: "Better to be without day, if thus we may be without death," said the one.
"No; let us have both light and death," said the other.
And when the old woman had spoken these words, it was as she had wished. Light came, and death.
It is said, that when the first man died, others covered up the body with stones. But the body came back again, not knowing rightly how to die. It stuck out its head from the bench and tried to get up. But an old woman thrust it back, and said: "We have much to carry, and our sledges are small."
For they were about to set out on a hunting journey. And so the dead one was forced to go back to the mound of stones.
And now, after men had got light on their earth, they were able to go on journeys, and to hunt, and no longer needed to eat of the earth. And with death came also the sun, moon and stars.
For when men die, they go up into the sky and become brightly shining things there.
Πηγή: gutenberg.org.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου